Ιωάννης Παναγιωτόπουλος: Όνομα χωρίς παραμύθια για την πΓΔΜ

Το «Μακεδονικό», για την Ελλάδα, τώρα ξαναρχίζει. Μια συμφωνία για το όνομα που θα περιλαμβάνει και τις αναγκαίες αλλαγές στο Σύνταγμα της γείτονος χώρας, στην πραγματικότητα, περισσότερα προβλήματα θα δημιουργήσει παρά θα επιλύσει.

Εάν, μάλιστα, στο όνομα των Σκοπίων περιλαμβάνεται ο όρος «Μακεδονία», με όποια προσθαφαίρεση, θα εγκαινιάσει έναν ιδιόμορφο ανταγωνισμό στην αναζήτηση της αυθεντικής Μακεδονίας. Η ελληνική θέση από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας, στόχευε ακριβώς σε αυτό, να αποφύγει την ρήξη, αφού η σύγκρουση της «βουλγαρικότητας» ή της ελληνικότητας της περιοχής υπέβοσκε και τώρα αναδύεται εκ νέου.

 

Η πολιτική της Σερβίας που επιχείρησε να «εκσερβίσει» την γλώσσα και τους κατοίκους της περιοχής πριν 100 και πλέον χρόνια, αποδείχθηκε ανεπιτυχής, καθώς δεν είχε πραγματικές ιστορικές προϋποθέσεις, και μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου κατέρρευσε κάτω από το βάρος των φαντασιακών μεγαλοϊδεατισμών του κομουνιστή ηγέτη Τίτο (Γιόσιπ Μπροζ 1892-1880).

ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΑΛΥΤΡΩΤΙΣΜΟΣ

Παράλληλα, σήμερα βιώνουμε την καλπάζουσα άνοδο του αλβανικού αλυτρωτισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε με την σύγκρουση για το Κοσσυφοπέδιο (1999), και την de facto δημιουργία ενός νέου κράτους στην Χερσόνησο του Αίμου. Το πρόβλημα μεγεθύνεται καθώς ο ανερχόμενος αλβανικός αλυτρωτισμός καθοδηγεί τις αποφάσεις και τις θέσεις των αλβανικών κυβερνήσεων, ως μια σκιά ή, καλύτερα, σαν μια κατάρα. Και είναι μάλλον κατάρα, γιατί η εμμονή στην ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας» τελικά εγκλωβίζει και τις αποφάσεις αλλά και τα όρια ελιγμών μιας χώρας που είναι φτωχή, που έζησε χάρη στην καλή προαίρεση των γειτόνων της, και έχει δυνατότητα να αναπτυχθεί μόνο σε ειρηνικό περιβάλλον.

Εάν η Αλβανία δεν ελέγξει αυτό το εσωτερικό της πρόβλημα, που ήταν μεν κατανοητό κατά την περίοδο της σύγκρουσης στο Κοσσυφοπέδιο, τώρα θα την οδηγήσει σε αυτοκαταστροφική πορεία. Επομένως, η αλβανική εμπλοκή στα σημερινά Σκόπια, που μακροπρόθεσμα αποβλέπει στο διαμελισμό τους και στην «ένωση» όλων των αλβανόφωνων πληθυσμών, δεν θα κρίνει τελικά το μέλλον του γειτονικού κράτους, των Σκοπιών, αλλά το μέλλον της ίδιας της Αλβανίας. Επειδή και μόνο η απόφαση να διεγείρει μια νέα σύγκρουση στην περιοχή θα της προκαλέσει ανυπέρβλητη ζημία.

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ»

Το κύριο ζήτημα, όμως, είναι η ταυτότητα τον κατοίκων της πόλης και της ενδοχώρας των Σκοπίων. Μέχρι σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως «Μακεδονική». Αλλά ποιοι συνθέτουν αυτήν την ταυτότητα; Στην πραγματικότητα έχουμε ενώπιόν μας μια «μακεδονική σαλάτα» βουλγαρίζοντες σλαβόφωνοι, «μακεδονίζοντες» σλαβόφωνοι και ελληνόφωνοι (όπως ο πρώην πρωθυπουργός Γκρουέφσκι και ο νυν υπουργός εξωτερικών Ντιμιτρόφ), Σέρβοι, ελληνίζοντες σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αμιγώς ελληνόφωνοι. Μπορεί κάθε πλευρά να δίνει τους δικούς της αριθμούς για το μέγεθος αυτών των κοινοτήτων, αλλά το κυρίαρχο συνθετικό στοιχείων όλων αυτών είναι η κοινή τους ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Και είναι γεγονός ότι από εδώ ξεκίνησε η σύγκρουση, και επομένως από εδώ πρέπει να αρχίσει η λύση.

Το ζήτημα είναι ουσιαστικό, αφού αφετηρία του προβλήματος υπήρξε το επιβλαβές για την ενότητα των ορθοδόξων Βουλγαρικό Σχίσμα (1870-1945), το οποίο είναι το εκκλησιαστικό παράγωγο των ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων που πραγματοποιήθηκαν στην Ρωσία το πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπό την επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού, και ξεχύθηκε σαν λάβα στην Χερσόνησο του Αίμου.

Η επικράτηση των φαντασιακών προσλήψεων του πανσλαβισμού (η ίδρυση στη Μόσχα το 1858 της περίφημης Σλαβικής Φιλανθρωπικής Επιτροπής) εις βάρος άλλων προσανατολισμών, οδήγησε σε μια νέα φάση τα πράγματα. Ο τραγικός και καταστροφικός για την Ρωσία Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) και η μεγάλη Κρητική Επανάσταση (1866-1869) επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην πολιτική των χωρών της περιοχής. Ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Ιγνάτιεφ, συντόνισε την ανθελληνική προπαγάνδα, επιχείρησε την εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων μέσω του πανσλαβισμού, και οργάνωσε βουλγαρικό εθελοντικό σώμα για την καταστολή της Κρητικής Επανάστασης!

Η μεταστροφή της Ρωσίας εις βάρος των Ελλήνων παραβίασε με τον χειρότερο τρόπο το δικό της πολιτικό χρέος για την πάγια υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, χάρη στην πατρική επίβλεψη του οποίου και όχι μόνο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, επιβίωσε η τσαρική Ρωσία. Η υποστήριξη επομένως προς τον οικουμενικό θρόνο ήταν οφειλετική και όχι ιδεολογική.

Αντιθέτως, η αγνώμων στάση των Ρώσων (που επαναλήφθηκε με τον χειρότερο τρόπο προς τον Κεμάλ και υπήρξε η βασική αιτία της αποτυχίας της Μικρασιατικής Εκστρατείας) οδήγησε στην αφύπνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, συντελέστηκε μέσα από την εκκλησιαστική χειραφέτηση, και σήμανε την ευθεία σύγκρουση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που επισημοποιήθηκε με το σχίσμα του 1870. Οι εξελίξεις επέφεραν την σύγκρουση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βουλγάρους στη Μακεδονία, και την έναρξη του λαμπρού Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος έληξε με την καταστροφή των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη Μακεδονία (Ιούλιος 1906).

Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά τον 19ο αιώνα, πολλοί από τους μετέπειτα ηγέτες του βουλγαρικού και του ψευδομακεδονικού αλυτρωτισμού φοίτησαν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αυτοί, από ένθερμοι υποστηρικτές του Ελληνισμού μετατράπηκαν και με την «γενναία οικονομική συνεισφορά» των ρωσικών οργανώσεων (εξαγορά συνειδήσεων), σε μανιώδεις εχθρούς του, και υπήρξαν δραστήριοι πράκτορες του πανσλαβισμού. Οι Κωνσταντίνος Μιλαδίνωφ, απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών, και ο δάσκαλος αδελφός του Δημήτριος, από Έλληνες πατριώτες μετατράπηκαν σε πράκτορες του πανσλαβισμού και επέδειξαν, κάτω από την επιρροή του Ρώσου καθηγητή Victor Grigorović, έντονη ανθελληνική δράση στις περιοχές Αχρίδος, Μοναστηρίου, Μεγάροβο, Έδεσσας και Κιλκίς.

Ο Γρηγόριος Σταυρίδης (1830-1893), γνωστός ως Παρλίτσεφ, ήλθε για να σπουδάσει ιατρική στην Αθήνα. Επέστρεψε, όμως, στην πατρίδα του Αχρίδα, όπου αρχικά εργάσθηκε υπέρ της ελληνικής παιδείας ως δάσκαλος. Ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ του καλά βουλγαρικά, και μάλιστα διακρίθηκε ως συγγραφέας επικών ποιημάτων ελληνικού εθνικού περιεχομένου. Από το 1868 άρχισε να εργάζεται αόκνως υπέρ της βουλγαρικής υπόθεσης. Επίσης, ένα μεγάλο μέρος των πρωτεργατών του βουλγαρικού αλυτρωτισμού ήταν μαθητές του περίφημου Θεόφιλου Καΐρη.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣΜΟ ΣΤΟΝ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟ»

Πριν το τέλος του επιτυχούς Μακεδονικού Αγώνα, οι Εξαρχικοί (βουλγαρίζοντες) ορθόδοξοι στην περιοχή είχαν καταλάβει ότι η προσπάθεια «εκβουλγαρισμού» συναντούσε την αντίδραση της μεγαλύτερης μερίδας των ορθοδόξων Χριστιανών, αδιαφόρως γλωσσικής χρήσης, καθώς αυτοί ούτε αισθάνονταν, ούτε ήθελαν να είναι Βούλγαροι. Είναι χαρακτηριστικό το δημοτικό άσμα της εποχής, στην τοπολαλιά:
Να Γκραντάτς πούκαϊα,
να Γκουμέντσα σλούσαϊα.
Γκ'ρτσοι αντάρτσοι φ'ρλια,
Μπουγκάρτσκι κούτσινια πάγκιατ.
Μόμιτε σε σμέια
πισκέσιε να Γκ'ρτσιτε.
Γκ'ρτσιτε σε μόλια:
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Μπουγκάριν ντα ζακόλια,
Κρ'φτα ντα μα πία,
Κρ'φτα ντα μα πία,
ζέμια Γκ'ρτσια ντα ισμία.

Δηλαδή:
Στο Γκαντάτσι (κορυφή του Πάικου) πυροβολούσαν,
στη Γουμένισσα ακούγαν.
Έλληνες αντάρτες ρίχναν,
Βουλγάρικα σκυλιά πέφταν.
Τα κορίτσια κουβαλούσαν
δώρα στους Έλληνες.
Τους Έλληνες (αντάρτες)
παρακαλούσαν:
Βούλγαρο να σφάζαν,
Βούλγαρο να σφάζαν,
το αίμα του να πίναν,
το αίμα του να πίναν,
την Ελληνική γη να καθαρίζαν.

Το δημοτικό τραγούδι, περιγράφει με ακρίβεια το μίσος που προκάλεσε η απερίσκεπτη ρωσική εξωτερική πολιτική μεταξύ των ορθοδόξων πληθυσμών της Χερσονήσου, προκειμένου, όπως ο Τσάρος Αλέξανδρος Β´ (1855-1881) υποστήριζε, «να μην γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλό επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκταση των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρούσε από την Ρωσία τη ναυτική επικράτηση και επ' αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσα προς την μεσημβρία τάση της Ρωσίας». Τελικά οι ρωσικοί στόχοι επιτεύχθηκαν μόλις στο τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, και διαλύθηκαν με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.

Επομένως, ένα ασυγκράτητο φυλετικό μίσος εναντίον Ελλήνων, Σέρβων και Ρουμάνων είχε κυριαρχήσει στο τέλος του 19ου αιώνα. Άρα, έπρεπε να αναδειχθεί μια νέα ταυτότητα που δεν θα ερχόταν σε ρήξη με τα τοπικά αισθήματα, αλλά και θα εξυπηρετούσε μια μακροπρόθεσμη πολιτική «εκβουλγαρισμού», κάτι το οποίο βιαίως είχε επιτευχθεί στην Ανατολική Ρωμυλία μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878). Εφευρέθηκε λοιπόν, η «Μακεδονική ταυτότητα», που κάλυπτε μια γεωγραφική έννοια («ταυτότητα με γεωγραφικό περιεχόμενο»), καθώς υπερέβαινε τις εθνικές ταυτότητες και θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία άμβλυνσης της αντιπαράθεσης και «κοινού αγώνα» για την εκδίωξη του Οθωμανού δυνάστη!

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΥ»
ΚΑΙ Ο ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

Η επιτυχής έκβαση του Α´ Βαλκανικού Πολέμου, που οδήγησε στην απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό, θα έπρεπε κανονικά να θέσει τέλος στα φαντασιακά οράματα του «Μακεδονισμού». Τότε βρέθηκε ανέλπιστα ένας νέος σύμμαχος, τα εφορμώντα νεοσύστατα κομμουνιστικά κόμματα. Η δημιουργία της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας του Τίτο συνέβαλε σε αυτήν την κατεύθυνση. Αλλά η κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και η επιλογή της Ελλάδος να μην επιλύσει διά των όπλων το κενό που δημιουργήθηκε (1991), επιλέγοντας ως καλύτερη την λύση της «ανάδυσης» ενός νέου κράτους στα βόρεια σύνορά της, επέτρεψε την αναγέννηση του «Μακεδονισμού», παρά την άρνηση της χώρας μας, το νέο κράτος να φέρει το όνομα της Μακεδονίας.

Η κάθε απόπειρα επίλυσης του προβλήματος επέφερε τριγμούς στην ελληνική πολιτική σκηνή, και μάλλον κανείς δεν επιθυμούσε την επίλυσή του. Ήταν προτιμότερη η διατήρηση της εκκρεμότητας, παρά η επίλυση. Σταδιακά, όμως, εντός της γείτονος υπάρχει μια δεύτερη γενιά ανθρώπων που μεγαλώνουν ως (ψευδο)Μακεδόνες, και με την ψευδαίσθηση μιας ταυτότητας χωρίς ιστορική προέλευση, αλλά με έντονο πολιτικό χρωματισμό. Αυτό είναι και σήμερα το πρόβλημα, αφού ένα όνομα με τον όρο Μακεδονία, αλλά κυρίως με την αναγνώριση «μακεδονικής ταυτότητας» για τους ορθοδόξους Χριστιανούς της περιοχής, αναθερμαίνει την σύγκρουση. Για τον Έλληνα, η μακεδονική ταυτότητα είναι αυτονόητα ελληνική ταυτότητα, και η απόκτηση ενός νέου περιεχομένου δημιουργεί ισχυρές αντιδράσεις. Σταδιακά μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μια θερμή σύγκρουση στο εσωτερικό του κράτους των Σκοπίων!

Εκ των πραγμάτων θα συγκρουστεί ο ελληνικός «μακεδονισμός» με το «νεομακεδονισμό» που θα εκπροσωπεί το γειτονικό κράτος. Θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, που θα οδηγήσει καταρχήν σε νέα έκρηξη του αλβανικού αλυτρωτισμού, καθώς η ύπαρξη συμπαγούς και πολυάνθρωπης μειονότητας που εμφανώς υπερέχει σε συγκεκριμένες περιοχές, δημιουργεί τις προϋποθέσεις διεκδίκησης αυτοδιάθεσης. Και τότε ένας ανάδελφος νέος «μακεδονισμός» θα πρέπει να καταλήξει στο τι είναι: Βουλγαρικός ή ελληνικός. Και εκεί βρίσκεται το πιο κρίσιμο σημείο της ιστορίας για όλους μας.

Η ταχεία επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος σύμφωνα με τους κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δημιουργεί μια εκκλησιαστική επαρχία, άμεσα υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και τις προϋποθέσεις επίλυσης του πολιτικού ζητήματος, αρκεί να επικρατήσει η λογική, η σύνεση και η νηφαλιότητα. Η αναζήτηση ενός ονόματος χωρίς παραμύθι, θα επιτρέψει την επιβίωση και την συμβίωση του κράτους των Σκοπίων με τους γείτονές του. Μια διαφορετική εξέλιξη, όμως, θα δημιουργήσει εκ νέου τις προϋποθέσεις ενός φυλετικού μίσους και βίαιων συγκρούσεων, που ούτε νόημα έχουν, ούτε θα διασφαλίσουν την πρόοδο των λαών της Χερσονήσου του Αίμου, καθώς οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις θα είναι βαθιά συντηρητικές και θα αναγκαστούν να λύσουν το πρόβλημα με μέσα πέραν την διπλωματίας. Η Μακεδονία είναι άλλωστε στον ιστορικό της διάβα πάντοτε η αφετηρία για νέες νικηφόρες πορείες του Ελληνισμού!

* O Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline