Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Από χθες σε 110 κινηματογράφους η σπουδαία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καζαντζάκης» με βάση την περίφημη «Αναφορά στον Γκρέκο» και τη βιογραφία του. Κύριο

Σπουδαία καθοδήγηση και ερμηνεία σπουδαίων ηθοποιών. Ενας φλογερός Νικος Καζαντζάκης και μια αφοσιωμένη σύντροφος Ελένη Σαμίου- η δια βίου γυναίκα του, μούσα και συνεργάτης.

Ενας σκληρός τόπος οδυνηρής λεβεντιάς η Κρήτη, που δεν τον συνέθλιψε αλλά την μετέτρεψε σε δημιουργικό βίωμα από τη σάρκα της, σε οραματική έμπνευση για μεγάλους μύθους και ιστορίες του κόσμου, με παγκόσμιες διαστάσεις. Τα βιώματα και τα δόγματα ,που τον διαμόρφωσαν, οι αναζητήσεις στις μεγάλες θρησκείες και μεγάλες χώρες, οι δαίμονες της ψυχής του. Η στενή φιλία του με τον Άγγελο Σικελιανό. Το ιστορικό και η αναζήτηση βάθους μιας ψυχής για υψηλή δημιουργία και υψηλή έκφραση, όπως ακριβώς ο μεγάλος του συμπατριώτης-και του Σμαραγδή στο Ηράκλειο- μέγας ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.

Ηδη, η ταινία για τον «Ελ Γκρέκο» πέρασε χάρη στο Σμαραγδή στα μεγάλα επιτεύγματα του ελληνικού και ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Θα έχει την ίδια επιτυχία ο δύσκολος και απόκρημνος «Καζαντζάκης» παγκοσμίως ; Μια σύγχρονη ταινία για μία τόσο πολυεδρική προσωπικότητα, πρέπει να ιδωθεί και να αξιολογηθεί σε πολλά επίπεδα-αισθητικά καλλιτεχνικά, ερμηνείας, διεύθυνσης ηθοποιών, μουσικής, φωτογραφίας σεναριακά κλπ.
Αλλοίμονο όμως στους κριτικούς, που θέλουν να γράφουν και να κρίνουν ως (αποτυχημένοι ή συμπλεγματικοί) σκηνοθέτες και άλλοι δημιουργοί. κριτικοί. Λίγη αξία έχει αυτό. Οι ταινίες είναι ένα λαϊκό είδος, επιλογής και αξιολόγησης. Ολες οι ταινίες αλλά και τα - κλασσικά πλέον- σήριαλ του Γιάννη είναι, σαν το παλιό κρασί, που ζυμώνεται μέσα στα βαρέλια και αναβαθμίζεται. Κερδίζουν τη μάχη τους με τον χρόνο, όπως ήδη αρχίζει να συμβαίνει με τον αδικημένο «Βαρβάκη», όπως πρωτάρχισε με την ταινία «Καλή σου νύκτα Κυρ- Αλέξανδρε» για τον Αλ. Παπαδιαμάντη.

Ο « Καζαντζάκης» μια ταινία του ελληνικού φωτός, θαυμασμού και αγάπης, η νέα δημιουργία του σημαντικού Έλληνα σκηνοθέτη, είναι ενός διαφορετικού μεν ύφους από τον ταραχώδη «Ελ Γκρέκο» ή τον σιωπηλό « Καβάφη» αλλά υψηλού επιπέδου επίσης. Ταινία αγάπης, θαυμασμού, ευχάριστη αλλά και βάθους, περίπλοκη αλλά και με στέρεα αφήγηση. Ταινία βαθειάς αναζήτησης, για μεγαλόπνοα έργα και κείμενα ενός από τους πιο σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους του Ελληνισμού, μείζονος και διαχρονικού, με παγκόσμια απήχηση. Μ.Δ.

Κριτική του ΒΗΜΑΤΟΣ: Αναφορά στον Καζαντζάκη

Σε παραπάνω από 110 αίθουσες της χώρας διανέμεται η τελευταία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, μια βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, με οδηγό την «Αναφορά στον Γκρέκο» και πυρήνα τη σχέση του συγγραφέα με τη γυναίκα του, Ελένη.

«Η μοίρα σου είναι ο ανήφορος» ακούμε να λέει στον Νίκο Καζαντζάκη (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) ένας ιερέας (Στάθης Ψάλτης), όταν ο πρώτος «έψαχνε τον Ιησού Χριστό» ταλαιπωρώντας τον εαυτό του στο Ορος Σινά. «Μη φοβηθείς να τον ανέβεις». Και πράγματι, σύμφωνα με την ταινία «Καζαντζάκης» (Ελλάδα/Γαλλία, 2017) του Γιάννη Σμαραγδή αλλά και με τα όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, η μοίρα του συγγραφέα ήταν ένας ατελείωτος ανήφορος. Και σίγουρα δεν φοβήθηκε ποτέ να ανέβει.

Σκληρά παιδικά χρόνια με έναν βασανιστικό πατέρα (Αργύρης Ξάφης), μοναξιά, αμφισβήτηση, αφορισμός, γερμανική κατοχή, αδυναμία επικοινωνίας με το ελληνικό κράτος, αργότερα πολιτική σύγχυση (οι Αγγλοι τον θεωρούσαν κομματικό πράκτορα των Ρώσων και οι αριστεροί πράκτορα των Αγγλων). Ψηφίδες της άστατης, θυελλώδους ζωής ενός πηγαίου ταλέντου που συνθέτουν το κινηματογραφικό μωσαϊκό του κατά τη διάρκεια δύο περίπου ωρών.

Ωστόσο, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία του Καζαντζάκη και φτάνοντας ως τον θάνατό του στη Νότια Γαλλία, ο Σμαραγδής δούλεψε μια δική του ιστορία για τον Καζαντζάκη, έστω και αν άξονας του σεναρίου είναι η «Αναφορά στον Γκρέκο», η στοχαστική αυτοβιογραφία του συγγραφέα. Είναι εμφανές ότι ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να κάνει μια πλήρη «αναφορά» γεγονότων γύρω από τη ζωή του συγγραφέα, αλλά να μεταφέρει μετριασμένα στην οθόνη μέρος όσων ο ίδιος έχει εισπράξει από τον άνθρωπο που αγάπησε - είτε διαβάζοντας τα έργα του είτε μελετώντας τη ζωή του. Ο «Καζαντζάκης» λοιπόν δεν είναι μια ταινία «εγκυκλοπαιδικής ανάγνωσης» αλλά μια αισθαντική ταινία μυθοπλασίας κατά τη διάρκεια της οποίας βλέπουμε όλα όσα για τον σκηνοθέτη υπήρξαν σημαντικά στάδια στη ζωή του.

Και τα σημαντικότερα από αυτά τα στάδια ήταν, πρώτον, η στροφή του Καζαντζάκη προς τον βουδισμό και δεύτερον - και κυριότερο - η γνωριμία του με την Ελένη Καζαντζάκη (Μαρίνα Καλογήρου), με την οποία ανέπτυξε μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική σχέση, πέρα από το σεξ, τον έρωτα και την αγάπη. Αυτή η σχέση άντρα - γυναίκας είναι τελικά η τεράστια δύναμη της ταινίας, το κομμάτι εκείνο που μπορεί κυριολεκτικά να τσακίσει ακόμη και την πιο κυνική ψυχή, ίσως επειδή ο σκηνοθέτης την εξιδανικεύει σε τέτοιον βαθμό που θαρρείς ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλα τα ζευγάρια ήταν σαν τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη.

Αυτό το «εσύ κι εγώ ένα» που πίστεψαν για τον εαυτό τους βγαίνει υπέροχα στο πανί, σε ξεπερνά. Φυσικά ο Σμαραγδής υπήρξε πολύ τυχερός, γιατί οι δύο ηθοποιοί του δίνουν για τους ρόλους τους κάτι παραπάνω από τον καλύτερό τους εαυτό. Αλλά και πάλι, κάτι φαίνεται ότι είχε δει από πριν στο ντουέτο αυτό ο Σμαραγδής, γιατί ήταν εκείνος που τους επέλεξε.

Λάθη δεν λείπουν. Αρκετές σκηνές, ιδίως στην αρχή της ταινίας, όταν ο Καζαντζάκης ήταν ακόμη παιδί και μαθητής (όπου θα έπρεπε να υπάρχει ένα ηθοποιός νεότερος του Παπασπηλιόπουλου), αγγίζουν τη γραφικότητα, ενώ οι ξεναγήσεις του θεατή σε διάφορα σημεία της Ευρώπης όπου βρέθηκε ο Καζαντζάκης είναι καρτποσταλικού τουρισμού. Κάτι που επίσης βρήκα εκτός ταινίας ήταν η χρήση του Στέφανου Ληναίου για τον ρόλο του Καζαντζάκη ηλικιωμένου στο κρεβάτι του θανάτου.

Ενώ σε αυτές τις σκηνές η Καλογήρου παραμένει η ίδια στον ρόλο της Ελένης Καζαντζάκη (τη βλέπουμε απλώς μακιγιαρισμένη μεγαλύτερη), εντύπωση προκαλεί η εμφάνιση του Ληναίου, πόσω μάλλον από τη στιγμή που πέντε χρόνια πριν από το 1957, χρονιά θανάτου του Καζαντζάκη, ο ήρωας είχε την εικόνα του Παπασπηλιόπουλου. Είναι φύσει αδύνατον να γέρασε τόσο πολύ μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, όσο και αν η αρρώστια του τον είχε παραμορφώσει. Προφανώς, εκεί, κάτι δεν πήγε καλά.

Ομως θα ήταν άδικο εξαιτίας κάποιων λαθών να παρακάμψει κανείς την ουσία που με συνέπεια αυτή η ταινία υπηρετεί ως το τέλος. Ο Σμαραγδής επίτηδες δεν παίρνει καμία απόσταση. Θέλει να υποκλιθούμε και εμείς, όπως αυτός, στην αγιοσύνη του προσώπου το οποίο πραγματεύεται, και το θέλει επειδή έτσι ακριβώς νιώθει τον Καζαντζάκη: ως άγιο.

 

Πολυμέσα