Πέμπτη 18 Απριλίου 2024  14:01:42

Γιάννης Πανούσης: Το Δίκαιο και η παγκοσμιοποίηση

Η ώσμωση των εθνικών δικαίων για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού ή παγκόσμιου ποινικού συστήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει την προσωπική ελευθερία και την ασφάλεια κάθε πολίτη και κάθε ανθρώπου.

Το ποινικό δίκαιο ανήκει στο σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας, αλλά η έλλογη δεσμευμένη δικαστική δράση συνιστά το θεσμικό όριο της ποινικής καταστολής. Από το εθνικό δίκαιο στο δίκαιο των εθνών ή στο πανεθνικό δίκαιο ο δρόμος περνάει μέσα από συνεργασίες και ακαδημαϊκό διάλογο, αλλά προσοχή, όχι με τη λογική της Pax Romana, της παγκόσμιας κυριαρχίας, αλλά με την ευαισθησία της Pax Umana, ενός οικουμενικού κοινωνισμού για το πανανθρώπινο γενικό συμφέρον.

Τα παγκόσμια δημόσια αγαθά και τα νέα τεχνολογικά εγκλήματα επιβάλλουν τη διαμόρφωση ενός νέου πλέγματος προστασίας, νέου αλλά όχι alliud, όχι δηλαδή έξω ή απέναντι στα κεκτημένα του νομικού μας πολιτισμού.

Όπως σωστά έχει λεχθεί, εάν η δημοκρατία ζει και πεθαίνει με το έθνος-κράτος, ίσως το ίδιο να συμβαίνει και με την απονομή της δικαιοσύνης σε διεθνές επίπεδο. Αν δεν το συσχετίσουμε με την παγκόσμια ηγεμονία -το νέο imperium, με εξωδικαιικά δηλαδή κριτήρια- αυτό το οικουμενικό καθεστώς δικαίου πρέπει να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων και η αντιεγκληματική πολιτική να ασκείται με τις εγγυήσεις του κράτους-δικαίου, άρα εγγύηση prolibertate, που συνιστά τη βάση της όποιας ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας δικαστικής πραγματικότητας, το ποινικό δίκαιο των ελεύθερων πολιτών όπου γης.

Το υπερεθνικό ποινικό δίκαιο, με βάση έναν πυρήνα κοινώς αποδεκτών ποινικών στάνταρ, πρέπει να ελέγχεται όμως και από ένα ευρωπαϊκό δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου για το νομικό χαρακτηρισμό, τη φύση του εγκλήματος, το ύψος της ποινής και λοιπά. Η αστυνομική προσέγγιση των εγκλημάτων δεν μπορεί να ακυρώνει τη δικαιοκρατική διάσταση.
Από την άλλη, το έννομο προστατευόμενο αγαθό αλλάζει φύση, αφού ο ανταγωνισμός και η διαφθορά διαφοροποιούν τα όρια του αξιοποίνου, ενώ το δίκαιο του τόπου τέλεσης αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Τι βλέπουμε λοιπόν; Αοριστίες στους ορισμούς, λέξεις incerta και αυτούσιες μεταφορές διεθνών κειμένων, που υπερβαίνουν κατά πολύ τη συνταγματική αρχή του νομοθετείν από το εθνικό κράτος. Χρειαζόμαστε κοινούς ορισμούς, κοινά στοιχεία νομοτυπικών μορφών, κοινές κυρώσεις. Το άρθρο 18 που αφορά την αμνηστία –και θα επανέλθω σε αυτό- θέτει σχετικά ζητήματα με το Σύνταγμα. Το corpus juris θα είναι ένα αχανές δίκαιο, όπου η αρχή της σκοπιμότητας ή του εκφοβισμού θα κατισχύει της αρχής της νομιμότητας.

Το ελληνικό Σύνταγμα απαιτεί για τη δημιουργία του αξιοποίνου νόμο που να ενυλώνει τη δημοκρατική αρχή. Άρα, η αναγνώριση της διαδικασίας θέσπισης αξιοποίνου ή δικονομικών ρυθμίσεων, με βάση υπερεθνικές πράξεις ή συμβάσεις, σηματοδοτεί παραβίαση ρητών συνταγματικών κανόνων. Χρειαζόμαστε νόμο όχι κύρωση ή ενσωμάτωση.

Το δίκτυο διεθνών εγκλημάτων περιλαμβάνει και την αναγνώριση των αποφάσεων αλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων, μολονότι, όπως είπαμε, οι ποινικοί νόμοι εκφράζουν αξιολογήσεις μιας συγκεκριμένης κοινωνίας μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Έτσι σιγά-σιγά διαμορφώνουμε ένα αντιδίκαιο των τοπικών ορίων των ποινικών νόμων, όπου η προστασία των πανανθρώπινων εννόμων αγαθών συνιστά ένα γνήσιο διεθνές έγκλημα, δηλαδή προσβολές των αξιών της διεθνούς κοινωνίας. Στην ουσία όμως, πρόκειται για ποινικές πτυχές του διεθνούς δικαίου.

Μέχρι τώρα έχουμε δει αοριστίες στην περιγραφή των εγκλημάτων, σπουδή για περισσότερη ποινική καταστολή και προχειρότητα μετασχηματισμού υπερεθνικών δεσμεύσεων σε εθνικούς κανόνες και στο corpus juris ασυμβίβαστες ποινικές κατασκευές, για παράδειγμα απάτη με απειλή, απάτη με βαριά αμέλεια και πολλά άλλα. Ευτυχώς, έχει διορθώσει ο Υπουργός ορισμένα από αυτά.
Δεν έχουμε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με νομοθετική και ελεγκτική εξουσία. Δεν έχουμε συνταγματικό ευρωπαϊκό δικαστήριο -εγώ θα διαφωνούσα, αλλά δεν έχει σημασία- για την ενιαία εφαρμογή. Αλλά έχουμε ή προσπαθούμε να κάνουμε ένα corpus juris.

Πώς, για παράδειγμα, συνυπολογίζεται η ποινή που έχει εκτιθεί στο εξωτερικό, όπως τα καταναγκαστικά έργα, που δεν προβλέπονται στο ελληνικό δίκαιο;

Θυμίζω ότι το γερμανικό δικαστήριο το 1985 αποφάνθηκε ότι μία ημέρα κράτησης σε ισπανική φυλακή αντιστοιχεί σε δύο ημέρες κράτησης σε γερμανική φυλακή, λόγω διαφορετικών συνθηκών κράτησης. Η ίδια ηθικοκοινωνική απαξία για κάθε έγκλημα σε κάθε χώρα, ακόμη και για την επιμέτρηση της ποινής ή τα ελαφρυντικά στοιχεία;

Ένα ακόμη στοιχείο που με προβληματίζει, κύριε Υπουργέ, είναι ότι σε αυτό το νομοσχέδιο όλο το βάρος πέφτει στους ώμους του εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και τελικά αυτός είναι ο υπεύθυνος να διαβιβάσει την απόφαση, αφού η συγκατάθεση του καταδικασθέντος έχει σχετική σημασία.

Εδώ είναι και το ερώτημα ως προς τη συναίνεση συγκατάθεσης του καταδικασθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2. Αυτή ζητείται πριν διαβιβαστεί η απόφαση για το πιστοποιητικό στο κράτος εκτέλεσης. Δεν είναι αναγκαίο όμως. Αν η διαβίβαση αυτή γίνεται προς μία σειρά από χώρες με ιδιότητες που σχετίζονται με την εθνικότητα, τον τόπο διαμονής του καταδικασθέντος και περίπου δια της ατόπου απαγωγής, καταλήγουμε ότι αν ο καταδικασθείς ήταν παρών στη δικαστική διαδικασία κι έχει ήδη αρχίσει την έκτιση της ποινής του, ο εισαγγελέας οφείλει να του παρέχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να εκφράζει τη γνώμη του, η οποία και θα συνυπολογιστεί στη διαδικασία.

Σε κάθε άλλη, όμως, περίπτωση -και λογικά μιλάμε για ερήμην καταδίκες- η διαδικασία διαβίβασης των εγγράφων προχωρά αυτόματα.
Καταλήγουμε δε στο ότι ο εισαγγελέας του δικαστηρίου έκδοσης της απόφασης έχει το βασικότερο ρόλο στην εφαρμογή. Αυτός θα πρέπει να εκτιμήσει και να διαπιστώσει το πού είναι περισσότερο εδραιωμένη η προσωπική ζωή του καταδικασθέντος, άρα θα διευκολυνθεί η κοινωνική του επανένταξη. Αυτός θα διαβουλευθεί με τις αντίστοιχες αρχές του κράτους εκτέλεσης. Αυτός θα πρέπει να ενημερώσει και να έχει τη γνώμη συγκατάθεσης/συναίνεσης, αν αυτός, ο καταδικασθείς, είναι παρών. Αυτός θα διεκπεραιώσει τη διαβίβαση των εγγράφων στο κράτος εκτέλεσης στα στάδια που προηγήθηκαν.

Θεωρώ ότι το βάρος της διαδικασίας που αναλογεί στους συγκεκριμένους δικαστικούς λειτουργούς είναι μεγάλο. Σε συγκεκριμένες περιοχές ενδεχομένως οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι και πάρα πολλές. Επομένως, όπως τουλάχιστον έχει το θέμα από την πλευρά της χώρας μας ως χώρα έκδοσης της απόφασης, το περιθώριο που αφήνουμε στον αντίστοιχο εισαγγελέα για να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα στην πράξη είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Δεν προκύπτει δε από πουθενά ότι υποχρεούται να το κάνει.

Κύριε Υπουργέ, θεωρώ, λοιπόν, ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε από το ποινικό δικονομικό ευρωπαϊκό δίκαιο, δηλαδή από τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Για παράδειγμα, το jus loci πόσο δεσμεύει τον ημεδαπό δικαστή που εφαρμόζει άλλο δίκαιο από τον τόπο εκτέλεσης και πώς τον δεσμεύει; In bonam partem ή in malam partem; Σε βάρος ή υπέρ;

(Ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης είναι βουλευτής Αθηνών της ΔΗΜΑΡ)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline