Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024  01:50:19

Βιβή Κοψιδά- Βρεττού: To βιβλίο για τον Τζων Κατσιματίδη

«Για την αγάπη των άλλων»-Ανασκάπτοντας τις ρίζες του Έλληνα της Διασποράς Τζον Κατσιματίδη (Υποψήφιου Δήμαρχου Νέας Υόρκης)

 

Ένα συγκλονιστικό χρονικό ζωής είναι το μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη «Για την αγάπη των άλλων» (εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2009): η συναρπαστική ιστορία της μητέρας του γνωστού Ελληνοαμερικανού δισεκατομμυριούχου Τζων Κατσιματίδη, η ηθογραφία της μοναχικής Νισύρου που θα προσδώσει στην ευφάνταστη μυθιστορία της μετανάστευσης το σκιερό βίωμα της πικρής πατρίδας.

Η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη, πολύτιμο και τολμηρό κεφάλαιο της ελληνικής διασποράς η ίδια, στο χώρο της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας, ενώνει τον παλμό των Ελλήνων της Διασποράς με την πατρίδα τους, συγκεραννύοντας τη νοσταλγική μνήμη με τη δυναμική του παρόντος σε ένα continuum γεγονότων και αξιών. Και γενναίας κριτικής που κρατάει δυνατή και καθαρή τη συνείδηση. Ό,τι προπάντων έχει ανάγκη τόσο η δημοσιογραφία, όσο και η λογοτεχνία.

«To 1949 οι γονείς μου μετανάστευσαν (σ.σ. στις ΗΠΑ από τη Νίσυρο) αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Όπως τόσοι πολλοί μετανάστες, έφθασαν στην πόλη μας (τη Νέα Υόρκη) με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη και γνωρίζοντας μόνο λίγες λέξεις αγγλικά. Ήρθαν όμως με πολλές ελπίδες και την επιθυμία να δουλέψουν σκληρά για να μου προσφέρουν τις ευκαιρίες που δεν είχαν οι ίδιοι. Εγκατασταθήκαμε στο Χάρλεμ και ο πατέρας μου (πρώην φαροφύλακας) βρήκε δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου ενώ η μητέρα μου έμεινε σπίτι να με φροντίζει.

Ήμασταν φτωχοί και οι καιροί ήταν δύσκολοι... Σήμερα, 64 χρόνια αργότερα, ανακοινώνω επισήμως την υποψηφιότητά μου για δήμαρχος της Νέας Υόρκης. Μπαίνω στην κούρσα ως βέρος Νεοϋορκέζος. Μεγάλωσα σ' αυτές τις γειτονιές, μορφώθηκα στα δημόσια σχολεία τους και άνοιξα ένα μικρό παντοπωλείο με πελατεία τους κατοίκους τους».

Με αυτή τη λιτή –και κοινή για τη μοίρα των περισσότερων μεταναστών αφετηρία-ανακοινώνει την υποψηφιότητά του ως δήμαρχος της Νέας Υόρκης με το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ο αυτοδημιούργητος μεγιστάνας του πλούτου Τζων Κατσιματίδης, φιλοδοξώντας να διαδεχτεί τον Μάικλ Μπλούμπεργκ, που ολοκληρώνει τώρα την τρίτη θητεία του. Κατεξοχήν εκπρόσωπος του «αμερικανικού ονείρου»-αν και Έλληνας-, σε συνδυασμό με μια οδυσσεακή ελληνική φύση, θα βρεθεί με τους φτωχούς γονείς του μόλις έξι μηνών στη Νέα Υόρκη, ενώ σήμερα, πριν από τα 65 του χρόνια θα κατέχει την 132η θέση στη λίστα Forbes, ανάμεσα στους 400 πλουσιότερους Αμερικανούς.

Η περιουσία του ανέρχεται στα 3 δισ. δολάρια και περιλαμβάνει αλυσίδες σουπερμάρκετ (ξεκίνησε ως μπακαλόγατος σε παντοπωλείο), διυλιστήριο πετρελαίου, πολλά ακίνητα στη Νέα Υόρκη και απόπειρες δραστηριοποίησης στην αεροπλοΐα. Στις επιχειρήσεις του απασχολεί περισσότερους από 8.000 υπαλλήλους.

Το πιο σημαντικό κεφάλαιο ωστόσο της ζωής του είναι ο γάμος του πριν από μια εικοσιπενταετία με τη διαφημίστρια Μάργκο Βοντερσάαρ, με την οποία απόχτησε δύο παιδιά, τον Τζον τον νεότερο, και την Αντρέα, που παντρεύτηκε τον Μάη του 2011, τον εγγονό τού Ρίτσαρντ Νίξον. Στον γάμο τους, στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην 74η Οδό, παίχτηκε για μια ακόμη φορά ένα από τα απίστευτα παραμύθια της ελληνικής λαϊκής παράδοσης.

Όμως, η οικογενειακή μικροϊστορία αρχίζει χρόνια πριν, στο νησάκι καταγωγής του Τζον Κατσιματίδη, τη Νίσυρο, με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του, της οποίας τη συγκινητική αισθηματική περιπέτεια εκδιπλώνει με τη συναισθηματική της πληθωρικότητα η πρωτεξαδέρφη της Δέσποινα Εμμανουηλίδη, πάνω στο γιοτ που φιλοξενεί και τη συγγραφέα Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη. Ο Τζον, ο κοσμοπολίτης Έλληνας της Διασποράς, θα ξεσπάσει σε λυγμούς τότε, το καλοκαίρι του 2005, στη διάρκεια μιας εξωτικής κρουαζιέρας, όπου μπλέκεται το όνειρο με την πραγματικότητα και η ευτυχία του παρόντος αναγεννά τη μελαγχολική χώρα του παρελθόντος. Για πρώτη φορά ακούει την ιστορία της μάνας του ο Τζον, ενώ η συγγραφέας ορκίζεται «εκεί, στο απρόσωπο σαλόνι ενός γιοτ πως αυτή η γυναίκα θα γινόταν η ηρωίδα του πιο τρυφερού της βιβλίου».

Αληθινή, λοιπόν,η ιστορία που επιλέγει τόσο εύστοχα να αφηγηθεί η Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη, ευαίσθητη πρόσληψη μιας εμπειρίας της ξενιτιάς που την «υπηρετεί» ευσυνείδητα και η ίδια, υφαίνοντας τόσους αδιάκοπους χρόνους με ανήσυχους κραδασμούς το νόστο της. Γι'αυτό το σκοπό θα αξιοποιήσει εμπειρικά τον εξοπλισμό κοινωνικού ερευνητή: την επιτόπια έρευνα in situ, τη συνέντευξη, για τη συγκέντρωση του υλικού της και την αυθεντική αναπαράσταση των ανθρώπινων χαρακτήρων, των τόπων, της εποχής και της ιστορίας, των ανθρώπινων ηθών: έτσι θα αναδυθεί, με την ελεύθερη, στη συνέχεια έμπνευση της άνετης μυθοπλασίας της συγγραφέως, η λυρική και επική ταυτόχρονα προσωπογραφία της Τζαννής, της γυναίκας του ξενιτεμένου Στρατή και της κόρης της Μαργαρίτας και του κόσμου γύρω τους, ατομικές και ομαδικές προσωπογραφίες σε ρόλους και συμβάντα καταλυτικής καθημερινότητας: όπως θα συμπυκνωθεί στο λαϊκό αποφθεγματικό λόγο της Δέσποινας Εμμανουηλίδη-Κατσιματίδη, σαν καθαρτήρια επιλογική ρήση: «Η ζωή είναι μεγαλύτερη από την αγάπη».

Η γυναίκα του ξενιτεμένου-γύρω της στροβιλίζονται τα τρία της παιδιά- ορίζει το χρόνο και τη ζωή της, τα συναισθήματα και την πράξη της με το μήνυμα του ταχυδρόμου από την ξενιτιά, με την αόριστη προσμονή του γυρισμού. Θα σμιλευτεί έτσι από τη μοίρα της σε συμβολική μορφή-έκφραση των πολλών νοημάτων του χωρισμού όπως η λαϊκή ποιητική της προσέδωσε την αυθεντικότητα και την αυτονομία ενός μοναδικού και ανεπανάληπτου συναισθηματικού γεγονότος.

Η αρχή περίπου κανονική-μας μεταφέρεται-όπως και ολόκληρος ο μύθος- σε μιαν ετεροδιηγητική τριτοπρόσωπη αφήγηση από τη συγγραφέα: «Τράβηξε να χωθεί στο σπίτι η Τζαννή, να μείνει μονάχη με το γράμμα, αφού ήταν το τακτικό ραντεβού με τον άντρα της, που το'χε σκάσει με τα καράβια να καταχτήσει μια καλύτερη ζωή στην Αμέρικα και να γυρίσει μια λαμπερή μέρα να τους πάρει όλους στην πλούσια γη της επαγγελίας, εκείνην και τα τρία παιδιά τους: τη Μαργαρίτα, τον Αθανάση και τον Μανώλη τους».

Το τραυματικό, ωστόσο, βίωμα της ξενιτιάς, κάτω από το πρίσμα της ιδιαίτερης, ατομικής εστίασης του υποκειμένου, αρχίζει με τη χειρονομία της αργής, τελετουργικής αποκάλυψης του περιεχομένου της επιστολής: «Άνοιξε με τρεμάμενα απ'τη συγκίνηση χέρια, το γράμμα κι από μέσα ξεπρόβαλε μια άγραφη καρτ ποστάλ με το Άγαλμα της Ελευθερίας κι ένα πενηντάρικο, ένα πράσινο αμερικάνικο νόμισμα διπλωμένο και φθαρμένο απ'το πέρασμα τόσων και τόσων αμερικάνικων χεριών. «Τι γράφει, μάνα, ο πατέρας: Πότε έρχεται να μας δει; Θα 'ρθει στ'αλήθεια να μας πάρει κι εμάς στην Αμέρικα;»

Ένα τοπίο συγκρούσεων και των αντίστοιχων ψυχολογικών τους παρενεργειών είναι στο εξής ο καμβάς της ζωής και της αφήγησης. Θητεία πάνω στην κυριαρχική έννοια της μοναξιάς-της στέρησης-εμπειρία ολιστική, πρακτικών, ψυχολογικών και κοινωνικών συμφραζόμενων για την κεντρική ηρωίδα, απόλυτων όπως ο θάνατος. Πρόκειται για τη διττή φύση του βιώματος της στέρησης, δραματική εμπειρία των γυναικόπαιδων στις ιστορίες της ξενιτιάς: μιαν ενδοστρεφή βάσανο ψυχολογικής υφής-ατομικό βίωμα μοναξιάς που προκαλείται από τη στέρηση του οικείου προσώπου, από τη μια. Και από την άλλη, μια κοινωνικής υφής μόνωση-και αυτοεγκλεισμός- που υπαγορεύεται από το πνιγηρό περίγραμμα της μικρής κοινωνίας και των ηθικών επιταγών που αμείλικτα αυτή επιβάλλει.

Το παιχνίδι μαζί της, είναι το τι θα κρύψει η ηρωίδα, τι θα πει σαν απάντηση στα ακαταπόνητα ερωτήματα της μικροαστικής λαιμαργίας, και αποπνικτικά κατασκευάζει τα δικά της μυθεύματα για να κλείσει τα στόματα. Το φάσμα τής περίπου εγκατάλειψης-της συναισθηματικής αποξένωσης του ξενιτεμένου συζύγου, που ανατροφοδοτεί και εξάπτει τη μικροαστική κακεντρεχή τοπικότητα επανέρχεται επίπονα και επίμονα-με τη νοσηρότητα ενός ψυχολογικού τραύματος-στην καθημερινή και την ξεχωριστή εμπειρία της οικογένειας για να χρωματίσει, τραυματικά πάντα, κάθε εκτροπή προς το όνειρο: της Τζαννής, της κόρης Μαργαρίτας, του μεγαλύτερου αδερφού Αθανάση, της θείας Πατρικίας στη Ρόδο και του θείου Γιώργου- όλων των υποκειμένων της αφήγησης, όπως διαπλέκονται πνιγηρά στον ιστό προσδιορισμών που δεν είναι πάντα εκούσιων ορθολογισμών τακτοποιήσεις αλλά η διαβρωτική λειτουργία μιας μοιραίας δυσβουλίας: η ίδια η δυστοπία των ηρώων. Σ'αυτήν εκβάλλει και η ιστορία, οι ιδιαίτερες συνάφειές της με την τοπικότητα-το νησί της Ρόδου-, και τη μοίρα των ηρώων που αιχμαλωτίζονται στης γενικής ιστορίας τον βηματισμό.

Η απουσία στο έργο δεν περιβάλλεται με τα οικεία, γνωστά χαρακτηριστικά σε αντίστοιχες αφηγήσεις της ξενιτιάς: τη σωματικότητα και τις συναισθηματικές αποχρώσεις τής έλλειψης του προσώπου. Διαγράφεται εδώ-και το γεγονός συνιστά τη μοναδικότητα του ψυχολογικού βιώματος- ο μύθος μιας αινιγματικής, περίεργης στις ψυχολογικές της εκφάνσεις απόρριψης, καθώς ο ξενιτεμένος ήρωας ό,τι διατηρεί από τους δεσμούς του με την πατρίδα των οικείων του, δεν είναι παρά η οικονομική διάσταση μιας άφωνης ευθύνης, ενώ εκδύεται τη μνήμη κάθε συναισθηματικής προσέγγισης.

Η απουσία, η μόνη σταθερή παρουσία σε όλο το έργο, εμποτίζει διαδοχικά και διαφεντεύει σαν μοίρα της ξενιτιάς, και της επόμενης γενιάς-των παιδιών-τη ζωή. Μέχρι που η Μαργαρίτα, η μοναχοκόρη, ανάμεσα στα δυο αγόρια της Τζαννής, θα γίνει η πρωταγωνίστρια μιας άλλης μοναξιάς-της πατρίδας αυτή-, θύμα ατελέσφορου, άφιλου και αγνώμονος έρωτα, κυκλικά κομίζοντας τη μοίρα της απουσίας, της εγκατάλειψης που θα εμπλέκει στον δηλητηριώδη ιστό της και τη μοίρα των άλλων, ολόκληρου σχεδόν του χωριού και των ώριμων ερώτων της ενηλικίωσης. Εδώ η συγγραφέας, πειθαρχεί τους ήρωές της μέσα στην απλότητα και την απολυτότητα με την οποία οι άνθρωποι χαλκεύουν τα ήθη και τις αμείλικτες επιταγές τους, την ιδιαίτερη ανθρωπολογία της τοπικότητας. Και αναδεικνύει μελαγχολικά τη μοναδική φύση της αρετής τους: τη θυσία- την αξιοπρέπεια και τη δύναμη να παραχωρούν το μερίδιο της ευτυχίας τους στην ευτυχία των άλλων.

Η Μαργαρίτα τελικά θυσιάζει τη λαογραφία των εφηβικών της ονείρων που πλέκονται μαζί με τα μεταξωτά προικιά της και απελευθερώνει το δρόμο που τα ήθη της μικρής κοινωνίας του νησιού και η τρομερή, κατοπτεύουσα τα πάντα, κοινή γνώμη ορίζουν ως υπέρτατη ηθική και δικαιοσύνη. Τη δικαίωση της ηρωίδας-και την κάθαρση του έργου- θα φέρει το υπομονητικό πλήρωμα του χρόνου, μέσα από τη αγωνία της δικής της οικογένειας σε σκηνικό ξανά της ξενιτιάς και του πολυμέτωπου αγώνα της. «Ο Στάθης και η Μαργαρίτα εργάστηκαν σκληρά ολάκερη τη ζωή τους στην Αμέρικα ζώντας στο όριο της μετριότητας. Όμως ο μοναχογιός της Μαργαρίτας, ο Γιάννης, κατόρθωσε να ξεφύγει. Εκείνη τον σήκωσε απ'τον καναπέ το πρώτο καλοκαίρι των φοιτητικών του χρόνων, ωθώντας τον να κερδίσει τη ζωή του με ιδρώτα. Με την εξυπνάδα του, τη στρατηγική του και την εργατικότητά του, έγινε μεγάλος και τρανός στον κόσμο των επιχειρήσεων. Αναδείχθηκε σε σπουδαίο πολίτη του κόσμου, με ιδιαίτερη αγάπη για το μακρινό ελληνικό νησί».

«Μυθιστορία της μετανάστευσης» το έργο της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη; Ναι, αλλά τονισμένη από την πλευρά εκείνων που δεν φεύγουν-που μένουν κοινωνικά ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα, όπως στις ιστορίες των πολέμων, στην ελάσσονα δική τους πραγματικότητα των μετόπισθεν, της υπομονής και της αέναης προσμονής. Σαν σε διπλής όψεως κάτοπτρο: η αόριστη ζωή της απόδρασης στη μεγάλη μητρόπολη του κόσμου, ασαφής, λαμπερή, εύχυμη στις υποσχέσεις της, όπως στις εκτροπές της συλλογικής φαντασίωσης, αφήνεται να αποτελεί μαζί με τον ξενιτεμένο ήρωα, το γρίφο, το άλυτο αίνιγμα των ηρωίδων- των ηρώων της μικρής πατρίδας.

Και εστιάζει, στη δημογραφική περιπλάνηση ενός φακού που παρακολουθεί την κίνηση της ζωής και της ψυχής των ηρώων που μένουν πίσω να μεγαλώνουν, να νοσταλγούν, ν'αποζητούν, να στερούνται, να επιθυμούν, να ερωτεύονται, να ελπίζουν και να διαψεύδονται-στο διαμέτρημα ενός χρόνου που ανακατασκευάζεται ολοένα από υλικά πότε δικά τους πότε των άλλων και της κοινωνίας τους.

Ολόκληρη τη ζωή παρακολουθεί η συγγραφέας αυτών των άφωνων υποκειμένων της ιστορίας της ξενιτιάς. Και η αφήγησή της πάνω σε μια γραμμική ροή του χρόνου, όπως στις παραμυθικές λαϊκές μυθοπλασίες, γύρω από την αληθινή ιστορία της μητέρας του Τζων Κατσιματίδη, έρχεται να φωτίσει και να τεκμηριώσει με χειροπιαστά υλικά, τα δραματικά ελεγεία του δημοτικού λόγου της ξενιτιάς. Έρχεται να μας ξεναγήσει στη χαρτογράφηση της ψυχολογικής, συναισθηματικής και κοινωνικής διαδρομής των ηρώων της που πολεμούν να ισοζυγίσουν αυτά που είναι η μέσα αλήθεια τους και αυτά που πρέπει να φανούν στον κόσμο-ο αμείλικτος αγώνας με τον εαυτό, με τους άλλους.

Η βάσανος της μνήμης για αυτούς που μένουν , η λήθη για όσους απομακρύνονται, υφαίνεται στο έργο ως η κορυφαία δραματική σύγκρουση που την βιώνουν ως αναπόδραστη συνθήκη τα πρόσωπα σε όλη την έκταση της αφηγηματικής ροής. Και η συγγραφέας, προικισμένη με την τρυφερότητα της εμπαθητικής της ακρόασης, σκύβει υπομονητικά στην αφήγηση της εξαδέλφης Δέσποινας Εμμανουηλίδη-Λυβίτση.

Ακούει, καταγράφει και μεταγλωττίζει την αυθεντική ντοπιολαλιά, τον χρωματιστό τόνο της προφορικότητας σε καινούρια ανάγνωση για πολλούς αποδέκτες: της πατρίδας και της ξενιτιάς-γνήσιας κι αυτής πατρίδας- προσδίδοντας στον επιλογικό της λόγο, στη γαλήνια ειρήνευση της ηρωίδας της τη συγκινησιακή ένταση μιας κάθαρσης που υπαγορεύει αταλάντευτα τον παραμυθητικό λόγο: Ποτέ δεν πάει χαμένη η θυσία... Ο Τζον Κατσιματίδης, ο ήρωας μιας εύκαρπης ξενιτιάς, αρχέτυπο της ελληνικής προκοπής στην πολλά υποσχόμενη χώρα, έρχεται να δώσει στην ιδέα της θυσίας το λυτρωτικό περιεχόμενο μιας μοναδικής αισιοδοξίας.

Περισσότερο «πλούσιος» τώρα, με τις ρίζες του να τροφοδοτούν το συναίσθημα του έπους της ζωής του, πορεύεται συνεχώς προς την αισιοδοξία νέων κατακτήσεων του αγώνα του. Το βιβλίο της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη «Για την αγάπη των άλλων», το δικό του βιβλίο, εμπλουτίζει με θαυμαστή πείρα ζωής τα δικά του κεφάλαια ζωής. Και τα μετατρέπει σε ευεργετική μνήμη και συναίσθημα παροντικό.

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline