Δημήτριος Μπαξεβανάκης: Όσα αλλάζουμε στην Παιδεία

Είναι γνωστό ότι την τελευταία πενταετία τα μαύρα μνημονιακά χρόνια η δημόσια εκπαίδευση υπέστη βαριά πλήγματα και μετατράπηκε από κοινωνικό αγαθό, από υποχρέωση του κράτους σε εμπόρευμα και το κόστος μεταφέρθηκε σε μεγάλο επίσης βαθμό από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ώμους των οικογενειών.


Η κρατική χρηματοδότηση, όπως όλοι ξέρουμε, συρρικνώθηκε δραματικά και αυτό είχε συνέπειες στους μαθητές, στους φοιτητές, στις οικογένειές τους όπως και συνολικά στην παροχή του εκπαιδευτικού έργου.

Το Υπουργείο Παιδείας εισάγει προς συζήτηση το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα για να ρυθμιστούν μόνο θέματα που έχουν επείγοντα χαρακτήρα και είναι κατά βάση μεταβατικού χαρακτήρα. Όπως είπε νωρίτερα και ο Αναπληρωτής Υπουργός, θα επακολουθήσει ευρύτατος διάλογος για το σύνολο –θα έλεγα- των ζητημάτων που έχουν σχέση με τη δημόσια εκπαίδευση.

Όσον αφορά το Λύκειο και το εξεταστικό σύστημα, νομίζω συμφωνούμε όλοι ότι το ήδη νομοθετημένο σύστημα του νέου Λυκείου περιόρισε δραματικά τη δυνατότητα των νέων ανθρώπων, των μαθητών να έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύ πεδίο σχολών και τμημάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι, θα είχαμε το δραματικό –επιτρέψτε μου τον όρο- φαινόμενο, υποψήφιοι που θα λάμβαναν υψηλές –ίσως και πολύ υψηλές- βαθμολογίες να έμεναν εκτός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι. Ένας από αυτούς τους λόγους είναι ότι υπήρξε δραματική καθυστέρηση στην προετοιμασία για την υλοποίηση της Γ' Τάξης του νέου Λυκείου. Υπήρχε έλλειψη ακόμα και αναλυτικών προγραμμάτων και φυσικά και σχολικών εγχειριδίων, για τα οποία δεν είχε καν ξεκινήσει η διαδικασία της συγγραφής τους.

Από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δυνατόν να διατηρήσουμε ανέπαφο το ισχύον φέτος σύστημα εισαγωγής κι αυτό γιατί ο αιφνιδιασμός των μαθητών θα ήταν απόλυτος. Ενώ είχαν ενημερωθεί ότι θα εξετάζονταν σε τέσσερα μαθήματα, θα έπρεπε να τους επαναφέρουμε στο σύστημα των έξι ή και επτά μαθημάτων, μάλιστα με διαφορετικό συνδυασμό από αυτόν για τον οποίο προετοιμάζονταν.

Επομένως, τίποτα από αυτά δεν μπορούσε να γίνει. Ήταν επιβεβλημένο να υπάρξει κάποια αλλαγή. Η αλλαγή αυτή είναι ουσιώδης. Με το νομοσχέδιο διευρύνονται οι επιλογές των μαθητών. Τους δίνεται η δυνατότητα να επιλέξουν κι ένα δεύτερο επιστημονικό πεδίο ώστε ο αριθμός των τμημάτων και των σχολών που θα μπορούν να δηλώσουν να αυξηθεί, σχεδόν να διπλασιαστεί.

Έτσι, διαμορφώνονται τρεις ομάδες προσανατολισμού και πέντε επιστημονικά πεδία και οι μαθητές έχουν δύο δυνατότητες: Η πρώτη είναι αυτή για την οποία είναι ήδη ενημερωμένοι, δηλαδή να εξεταστούν σε τέσσερα μαθήματα και να μπορούν να δηλώσουν σχολές ενός μόνο επιστημονικού πεδίου.

Τους δίνεται, όμως, με το παρόν νομοσχέδιο και μια δεύτερη δυνατότητα, να εξεταστούν και σε ένα πέμπτο πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, κάτι που θα τους δώσει τη δυνατότητα να επιλέξουν τμήματα και σχολές ενός δεύτερου επιστημονικού πεδίου. Επομένως, οι επιλογές τους διευρύνονται κι έχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες, ώστε μαθητές με καλές επιδόσεις να μην μείνουν εκτός των σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Επιπλέον, είναι σημαντικό ότι για όλα τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία θα διδαχτούν το επόμενο σχολικό έτος στην Γ΄ Λυκείου υπάρχουν ήδη αναλυτικά προγράμματα εγκεκριμένα από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, όπως παλαιότερα ήτο, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής σήμερα και φυσικά εγκεκριμένα σχολικά εγχειρίδια για όλο το εύρος των μαθημάτων.

Παράλληλα, με το νομοσχέδιο αυτό, οι βαθμοί της προαγωγής και απόλυσης στις τρεις τάξεις του Λυκείου αποδεσμεύονται πλήρως από το βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της αποδέσμευσης του Λυκείου, που όλοι στα λόγια τον ισχυριζόμαστε και τον θεωρούμε αναγκαίο, αλλά στην πράξη σήμερα γίνεται ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτής της αποδέσμευσης.

Επίσης, γίνεται ακόμη ένα πολύ σημαντικό βήμα με την κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων ως υποχρεωτικού εργαλείου από το οποίο θα έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να επιλέγουν υποχρεωτικά το 50% των θεμάτων. Τα θέματα πια θα ορίζονται με αποκλειστική ευθύνη των διδασκόντων. Παράλληλα, όμως, η Τράπεζα Θεμάτων θα εξακολουθήσει να υφίσταται για όποιους μαθητές και εκπαιδευτικούς θα ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν ως βοηθητικό εργαλείο.

Επαναφέρεται, επίσης, η διάταξη που ίσχυε μέχρι το 2013 για την προαγωγή ή την απόλυση των μαθητών με γενικό μέσο όρο σε όλα τα μαθήματα 9,5. Είναι κάτι που ίσχυε και επαναφέρεται και για όσους έχουν μια στοιχειώδη σχέση με τη σχολική πραγματικότητα, θα γνωρίζουν ότι η εμπειρία της περσινής χρονιάς ήταν τραγική για τους μαθητές της Α΄ Λυκείου. Αυτό αναγνωρίστηκε έμμεσα και από το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας, το οποίο αναγκάστηκε να εκδώσει τρεις διαφορετικές τροποποιητικές εγκυκλίους κάθε φορά, που υποχρέωναν τα Λύκεια να εξαγάγουν αποτελέσματα προαγωγής των μαθητών της Α΄ Λυκείου τέσσερις φορές. Και αυτό γιατί, κύριοι συνάδελφοι; Γιατί το ποσοστό των μαθητών που παραπέμπονταν αρχικά σε επανεξέταση ή απορρίπτονταν άγγιζε το ¼ του συνόλου, ενώ τα συνήθη ποσοστά τις προηγούμενες χρονιές δεν ξεπερνούσαν το 5%.

Σε ό,τι αφορά την τεχνική εκπαίδευση: Εδώ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, γίνεται μια σημαντική τομή. Το νομοσχέδιο ανατρέπει ένα ακόμα πραξικόπημα των μνημονιακών κυβερνήσεων που συνέβη τον εφιαλτικό εκείνο Ιούλιο του 2013, όταν μια καλοκαιρινή ημέρα, εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμιά αξιολόγηση, από αυτούς που ομνύουν σε κάθε τόνο στο όνομά της, τέθηκαν σε διαθεσιμότητα πάνω από δύο χιλιάδες εκπαιδευτικοί των τεχνικών ειδικοτήτων που ανήκαν σε πενήντα διαφορετικές ειδικότητες και παράλληλα περίπου είκοσι χιλιάδες μαθητές έχασαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις σπουδές τους στον τομέα που θα είχαν επιλέξει.

Το νομοσχέδιο αυτό επανασυστήνει τους τομείς και τις ειδικότητες που καταργήθηκαν βίαια τότε και σε συνδυασμό με τον ψηφισμένο πια νόμο του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, με τον οποίο επανέρχονται οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία και στις οργανικές τους θέσεις, δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να επιλέξουν ξανά αυτούς τους τομείς και ειδικότητες που θα ήθελαν.

Αποτέλεσμα εκείνου του εφιαλτικού καλοκαιριού ήταν χιλιάδες παιδιά που προέρχονταν κυρίως από φτωχές οικογένειες είτε να εγκαταλείψουν τη δημόσια εκπαίδευση είτε να αλλάξουν τον τομέα και να επιλέξουν κάποιον άλλο από αυτόν που θα ήθελαν είτε να οδηγηθούν στα ΙΕΚ και πολλά από αυτά στα ιδιωτικά ΙΕΚ με το γνωστό κόστος να επωμίζονται οι οικογένειές τους.

Η αποκατάσταση της λειτουργίας της τεχνικής εκπαίδευσης και η επαναφορά και η δικαίωση των εκπαιδευτικών δεν αφορά μόνο τους ίδιους και θα έλεγα δεν αφορά κυρίως τους ίδιους, αφορά το δικαίωμα αυτών των χιλιάδων παιδιών που στερήθηκαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν έναν επαγγελματικό τίτλο ή πολλά από αυτά υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Σχετικά με το σοβαρό ζήτημα που αφορά τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία: Όλοι συμφωνούμε ότι είναι αναγκαία η ύπαρξη σχολείων όπου οι εκπαιδευτικοί θεσμοί θα δοκιμάζονται, δηλαδή τα ωρολόγια και τα αναλυτικά προγράμματα, οι διδακτικές μέθοδοι, τα εγχειρίδια, οι μέθοδοι διοίκησης και λειτουργίας. Και όλα αυτά με σκοπό, αφού μελετηθούν πιλοτικά και αξιολογηθούν, να διαχυθούν στο σύνολο του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας.

Αυτή θα έπρεπε να είναι η αποστολή των πειραματικών σχολείων. Να τονίσω εδώ ότι με το νομοσχέδιο προβλέπεται ότι θα υπάρχουν και πειραματικά επαγγελματικά Λύκεια, κάτι που μέχρι σήμερα δεν υφίσταται, άλλη μια πλευρά της υποβάθμισης από το ίδιο το κράτος της εθνικής εκπαίδευσης.
Γινόταν αυτό μέχρι σήμερα; Ο διπλός όρος «πρότυπο-πειραματικό» είναι αντιεπιστημονικός. Νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε ότι δεν μπορείς να δοκιμάσεις πιλοτικά προγράμματα, αν η εφαρμογή τους δεν γίνεται σε ένα δείγμα που να μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό του μαθητικού πληθυσμού. Η επιλογή μαθητών και μαθητριών με ένα σύστημα εξετάσεων προφανώς δεν οδηγεί σε τυχαίο δείγμα, άρα η όποια μελέτη και τα όποια συμπεράσματα βγουν από αυτό το δείγμα δεν μπορούν εύκολα να γενικευτούν στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού της χώρας.

Έτσι, λοιπόν, με το νομοσχέδιο μας οι έννοιες «πρότυπο» και «πειραματικό» διαχωρίζονται. Οι σχολικές μονάδες που χαρακτηρίζονται μέχρι σήμερα ως «πρότυπα-πειραματικά» πλέον ορίζονται ως «πειραματικά», εκτός από εννέα σχολικές μονάδες, πέντε Γυμνάσια και τέσσερα Λύκεια, που με την τροποποίηση που κάνει σήμερα ο Υπουργός Παιδείας για ιστορικούς λόγους χαρακτηρίζονται ως «πρότυπα».

Είναι προφανές ότι οι εκπαιδευτικοί που διδάσκουν σε αυτά τα σχολεία, είτε στα πειραματικά είτε στα πρότυπα, ασφαλώς πρέπει να έχουν αυξημένα και τυπικά, αλλά κυρίως επιστημονικά προσόντα και μεταξύ άλλων εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία.

Σύμφωνα με τα προηγούμενα που είπαμε, η εισαγωγή των μαθητών και των μαθητριών στα πειραματικά σχολεία δεν μπορεί να γίνεται με κάποιον άλλο τρόπο, παρά μόνο με κλήρωση. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα παρακολουθεί όλο το εύρος του μαθητικού πληθυσμού αυτά τα σχολεία, άρα το δείγμα μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί τυχαίο και άρα αντιπροσωπευτικό και με τον τρόπο αυτό να μην έχουμε και αυτή τη χρονιά στο σύνολο αυτών των σχολείων μαθητές που θα έχουν επιλεγεί με εξετάσεις, αλλά τουλάχιστον μια τάξη να έχει επιλεγεί με κλήρωση. Επισημαίνεται φυσικά ότι κάθε μαθητής μπορεί να είναι υποψήφιος για μία μόνο πειραματική σχολική μονάδα ή για μία πρότυπη.

Τέλος, με τις διατάξεις του νομοσχεδίου μας εναρμονίζονται οι διαδικασίες για την επιλογή στελεχών διευθυντή και υποδιευθυντή και σε αυτά τα σχολεία με ό,τι ισχύει και νομοθετείται με το παρόν νομοσχέδιο για την επιλογή των στελεχών και στα υπόλοιπα. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποιος λόγος να υπάρχει κάποια διαφορετική διαδικασία σε αυτά τα σχολεία.
Φτάνουμε στο περίφημο ζήτημα της επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης. Είναι γνωστό ότι η θητεία τους λήγει τον Ιούλιο του προσεχούς καλοκαιριού.

Επομένως, επείγει -και πραγματικά είναι ζήτημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατεπείγον- να οριστεί η διαδικασία με την οποία θα επιλεγούν τα νέα στελέχη, οι διευθυντές των σχολικών μονάδων και οι διευθυντές εκπαίδευσης. Ξέρουμε όλοι ότι τα στελέχη αυτά πρέπει να έχουν ορισμένα προσόντα παραπάνω από τα στοιχειώδη, να έχουν επιστημονική και παιδαγωγική κατάρτιση, διδακτική και διοικητική εμπειρία, αλλά επιπλέον δημοκρατική συμπεριφορά, παιδαγωγικές αντιλήψεις σύγχρονες, ικανότητα οργάνωσης και συγχρονισμού, συνεννόησης με τους άλλους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας, επικοινωνιακές δεξιότητες και άλλα πολλά που θα μπορέσουμε να πούμε πολλοί από εμάς.

Αυτά τα προσόντα, που δεν μετριούνται με κάποιον αντικειμενικό τρόπο, ποιος μπορεί να τα εκτιμήσει; Εμείς ισχυριζόμαστε ότι οι καταλληλότεροι να τα αποτιμήσουν και να τα εκφράσουν είναι οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί που συνυπηρετούν με τους υπό κρίση εκπαιδευτικούς, αυτοί που ζουν καθημερινά μαζί τους και άρα μπορούν να κάνουν αυτήν την αποτίμηση, η οποία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να γίνει στη διάρκεια μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης, όπως γινόταν μέχρι τώρα, από συμβούλια επιλογής, τα μέλη των οποίων στο μεγαλύτερο ποσοστό των κρινόμενων δεν τους γνώριζαν καν και προσπαθούσαν σε μια πεντάλεπτη, δεκάλεπτη συνέντευξη να σχηματίσουν γνώμη. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε καλά πώς χρησιμοποιήθηκε αυτή η συνέντευξη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις για την επιλογή των «ημετέρων» της εκάστοτε εξουσίας.

Για τους λόγους αυτούς η διαδικασία της συνέντευξης καταργείται και δίνουμε βαρύνουσα γνώμη και ρόλο και λόγο στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τόσο στο σύλλογο των διδασκόντων του σχολείου για την επιλογή του διευθυντή τους, όσο και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων για την επιλογή του διευθυντή εκπαίδευσης της περιφέρειάς τους.

Φυσικά τίθενται με το νομοσχέδιο ορισμένες προϋποθέσεις που θα τις συζητήσουμε στα άρθρα, όπως μια ορισμένη εκπαιδευτική και διδακτική εμπειρία και μοριοδοτούνται τα αντικειμενικά, επιστημονικά κριτήρια εμπειρίας που καλύπτουν τα 2/3 του συνολικού εύρους της βαθμολογίας, ενώ το υπόλοιπο 1/3 της μοριοδότησης θα προκύψει από τη γνώμη των εκπαιδευτικών με τους τρόπους που είπαμε νωρίτερα και η οποία θα αποτυπωθεί με μυστική ψηφοφορία είτε στους συλλόγους διδασκόντων είτε από τους διευθυντές των σχολικών μονάδων.

Προβλέπεται, επίσης, ότι ένας υποψήφιος που δεν θα συγκεντρώσει τουλάχιστον το 20% της προτίμησης των εκλεκτόρων θα αποκλείεται από την περαιτέρω διαδικασία, θεωρώντας ότι με ένα τόσο χαμηλό ποσοστό δεν συγκεντρώνει ούτε κατά διάνοια την αποδοχή της εκπαιδευτικής κοινότητας. Επιπλέον, για να υπάρχει το στοιχείο της εγκυρότητας στη διαδικασία της ψηφοφορίας απαιτείται να συμμετάσχει τουλάχιστον η πλειοψηφία των εχόντων δικαίωμα ψήφου, γιατί το νομοσχέδιο καθορίζει αυτό το ποσοστό στο 65%.

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κυρία πόρτα κατά τη γνώμη μας, για την αποτίμηση, τη λειτουργία αλλά και τη διοίκηση της σχολικής μονάδας, θεωρούμε ότι πρέπει να είναι ο σύλλογος διδασκόντων. Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τα προβλήματα, τις ιδιαιτερότητες της κάθε σχολικής μονάδας και είναι οι πιο κατάλληλοι να επιλέγουν μορφές, μεθόδους και μέτρα, για να έχουμε παρεμβάσεις σύμφωνα με αυτές τις ανάγκες.
Με τον αυταρχισμό που επιβλήθηκε στη σχολική ζωή τα τελευταία χρόνια μέσω της προσχηματικής αξιολόγησης είναι απόλυτα αναγκαία η αποκατάσταση της δημοκρατίας στα σχολεία. Η απάντηση σε όλους εκείνους που προσπαθούν να λοιδορήσουν την πρόταση για τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη διαδικασία επιλογής των στελεχών δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η διεύρυνση της δημοκρατίας στα σχολεία.

Τα μνημονιακά χρόνια οι εκπαιδευτικοί κατασυκοφαντήθηκαν, λοιδορήθηκαν, χαρακτηρίστηκαν με ποικίλα επίθετα, «ανίκανοι, τεμπέληδες» και πολλά άλλα που γνωρίζετε. Ήταν μια προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι εκπαιδευτικοί, να χειραγωγηθούν και να υποταχθούν στις μνημονιακές πολιτικές. Σήμερα οι ίδιοι νοσταλγοί αυτών των αντιεκπαιδευτικών μέτρων συνεχίζουν στην ίδια συκοφαντική λογική και κατηγορούν τους εκπαιδευτικούς ότι είναι ανίκανοι να επιλέξουν, έστω και κατά το 1/3, τους διευθυντές των σχολικών τους μονάδων. Τους κατηγορούν για συνδιαλλαγή, για παραγοντισμό.

Όλοι αυτοί παριστάνουν πως αγνοούν το όργιο της κομματοκρατίας και της πελατειακής λογικής που συνέβαινε στα διορισμένα συμβούλια επιλογής, όπου τα διορισμένα μέλη τους επιλέγονταν κάθε φορά είτε από το Υπουργείο Παιδείας είτε από τους περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης και όσοι έχουν στοιχειώδη γνώση αυτής της διαδικασίας ξέρουν πολύ καλά πώς επιλέγονταν οι υποψήφιοι διευθυντές σχολικών μονάδων και διευθυντές εκπαίδευσης και μάλιστα στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν γνωστό από πριν ποιος θα γίνει διευθυντής και σε ποιο σχολείο.

Θα είχε ενδιαφέρον να μας εξηγήσουν όλοι αυτοί πώς οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι θεωρούνται ικανοί να επιλέγουν τις διοικήσεις των πανεπιστημίων, ενώ για τον ίδιο ρόλο, έστω και κατά το 1/3 μόνο, οι δάσκαλοι των υπολοίπων βαθμίδων θεωρούνται ανίκανοι. Η κατάργηση της συνέντευξης και η πρωτοβουλία να δοθεί λόγος στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η Κυβέρνησή μας τους εμπιστεύεται και τους θεωρεί άξιους για το σοβαρό ρόλο που έχουν αναλάβει να ασχολούνται με τον περισσότερο χρόνο των παιδιών μας.

Θα μπορούσαμε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, να μην αλλάξουμε τίποτα, να αλλάξει ο Υπουργός τη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων, στη θέση των μελών που ορίζει το Υπουργείο να τοποθετήσει στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και να επιλέξουμε διευθυντές τους δικούς μας ανθρώπους, τα δικά μας παιδιά, όπως κάνατε εσείς κι εσείς οι ίδιοι τόσα χρόνια. Δεν το κάνουμε αυτό, ακριβώς γιατί δεν είμαστε σαν κι εσάς. Γι' αυτό, άλλωστε, μας προτίμησε ο ελληνικός λαός, για να τα αλλάξουμε και αυτό κάνουμε.

(Ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Μπαξεβανάκης είναι βουλευτής Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ).

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline