Αριστείδης Μπαλτάς: Ο ελληνικός δρόμος στον σοσιαλισμό.

Θέλω να αναφερθώ λίγο στον κ. Γεωργιάδη, ο οποίος μου έκανε την τιμή στην ομιλία του να μου απευθύνει διαρκώς τον λόγο απαντώντας ή αποκρινόμενος σε κάτι που είπα χθες και βολεύει και η ομιλία του κ. Λοβέρδου γιατί η ουσία αυτών που έχω να πω για τον κ. Γεωργιάδη καλύπτεται από την κριτική που θα έκανα και στον κ. Λοβέρδο.


Πιο συγκεκριμένα, τι ήταν η ουσία, κύριε Γεωργιάδη; Επιτρέψτε μου, καταρχήν, να πω έτσι ανταποδίδοντας μια φιλοφρόνηση, ότι σε σχέση με τους συναδέλφους μου του ΣΥΡΙΖΑ μου αρέσει η ομιλία σας. Είστε ζωηρός, ευφράδης, ζωηρεύετε τα αίματα όταν μιλάτε, σας παρακολουθούμε όλοι και ταυτόχρονα το καλό με αυτού του τύπου την ομιλία είναι ότι αποκαλύπτετε κάποια πράγματα τα οποία ενδεχομένως δεν σας είναι πλήρως συνειδητά στον ρυθμό τον κανονικό της ομιλίας σας.

Τι εννοώ; Αναφερθήκατε πολλές φορές, και με τον γνωστό σας έντονο και ζωηρό τρόπο, στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς και αποδώσατε στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς όλα όσα συνέβησαν στη χώρα επί κυβερνήσεων δικών σας και κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Άρα είναι ως εάν η ιδεολογία της Αριστεράς όλα αυτά τα χρόνια να κυριαρχούσε υπογείως, να σας εμπόδιζε να κάνετε πράγματα που θέλατε κατά τον φιλελευθερισμό, μιας και το είπατε έτσι, που προκρίνετε, κοκ..

Θα μου επιτρέψετε, λοιπόν, αναφερόμενος σε αυτό το κομμάτι της ομιλίας σας, να πω ότι μου θυμίζει, παραθέτοντας λίγο στρεβλά τον Μαρξ, μια φράση: «Ένα φάντασμα πλανιέται στη Νέα Δημοκρατία, το φάντασμα της ηγεμονίας της Αριστεράς».

Και το ασυνειδητοποίητο αυτού του φαντάσματος και αυτής της αντίληψης νομίζω μπορούμε να το καταλάβουμε αν πάμε σε έναν άλλο μεγάλο στοχαστή, που είναι ο Φρόιντ, όχι για να μιλήσουμε για σεξουαλικά και άλλα, αλλά για να μιλήσουμε για έναν μηχανισμό πολύ συγκεκριμένο που επισημαίνει, τον μηχανισμό της απάρνησης: Κάτι που με κατατρύχει, κάτι που δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω ασυνείδητα, το αρνούμαι συνειδητά, φωνάζοντας, επαναλαμβάνοντας πολύ έντονα και πολλές φορές «Δεν θα με ηγεμονεύσει η ιδεολογία της Αριστεράς. Δεν θα με ηγεμονεύσει η ιδεολογία της Αριστεράς. Είμαι φιλελεύθερος.». Όλη αυτή η μορφή εκ της ουσίας λέει ότι όντως έχει το ηθικό πλεονέκτημα η Αριστερά.

Δεν το λέω αυτό ως πολιτικό επιχείρημα για να συζητήσουμε επ' αυτού συγκεκριμένα, αλλά το λέω για να συνεχίσω λίγο την περασμένη κουβέντα που σας έλεγα -και χωρίς προφανώς να θέλω να σας διδάξω τίποτα, αλλά ταπεινά ως μαθητής-, ότι κάπου η πολιτική σας τακτική απέναντί μας δεν βοηθάει εσάς και την παράταξή σας, διότι αυτά που μας απευθύνει δεν αντιστοιχούν σε κανενός είδους πραγματικότητα.

Κατά τη γνώμη μου, κύριο χαρακτηριστικό μιας σωστής πολιτικής είναι να καταλαβαίνεις τον αντίπαλο, να καταλαβαίνεις τι λέει ο αντίπαλος, να τον ψέγεις ενδεχομένως γι' αυτά που λέει, να τον ψέγεις για την ασυνέπεια λόγων και έργων, αλλά ξεκινώντας από το τι λέει αυτός ο αντίπαλος.
Επανέρχομαι σε κάτι που έλεγα χθες. Η πολιτική έχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία είναι λίγο σύνθετα. Η πολιτική δεν ανάγεται στο ποιος είναι ψεύτης, ποιος κάνει κωλοτούμπα, ποιος χθες έλεγε άλλα και σήμερα λέγει άλλα, όπως είπε προ ολίγου ο κ. Λοβέρδος. «Πριν από τις εκλογές λέγατε αυτά για το Ελληνικό, σήμερα λέτε τούτα για το Ελληνικό, άρα είστε ψεύτες, άρα δεν πρέπει να υπάρχετε εδώ, άρα θα έλθουμε εμείς με το σύνθημα «ζήτω η αλήθεια»».
Δεν είναι αυτό πολιτική. Πολιτική πιο σύνθετα είναι να καταλαβαίνεις, πρώτον, τι λέτε εσείς και τι λέει ο αντίπαλος και, δεύτερον, να προσπαθείτε να καταλάβετε στην πορεία ενός δρόμου γιατί μια στιγμή κάποιος λέει το «άλφα», ποιο γεγονός συνέβη ενδιάμεσα και αναγκάζεται να πει το «βήτα» και πώς συνδέονται το «άλφα» και το «βήτα» σ' ένα δρόμο που χαράζει αυτός ο πολιτικός.

Έλεγα, λοιπόν, χθες και επαναλαμβάνω σήμερα ότι το δικό μας Κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, μιλάει εκ γενετής και ακόμα πιο πριν –κάποιες συνιστώσες του, οι περισσότερες- για μία έννοια που λέγεται «δημοκρατικός δρόμος στον σοσιαλισμό». Το περιεχόμενο αυτού του όρου έχει προσδιορισμούς του τύπου «διαρθρωτικές αλλαγές, μακρύς δρόμος, όχι στιγμιαίος, υποχωρήσεις, συμβιβασμοί, νίκες, ήττες». Όλος αυτός ο δρόμος δεσμεύεται από κάποιες αρχές και από κάποιες αξίες, οι οποίες είναι σταθερές σ' όλο αυτό τον δρόμο.

Άρα, υπό αυτή την έννοια, όταν εντός αυτού του δρόμου βρισκόμαστε σε συσχετισμούς υπέρτερους, συσχετισμούς που δεν μπορούμε να υπερνικήσουμε, συσχετισμούς που μας αναγκάζουν, όπως είπα χθες, να κάνουμε πίσω, να συμβιβαστούμε, να υποστούμε μία ήττα αναγνωρισμένη, αυτό δεν σημαίνει ότι μετά την ήττα και συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο, λέμε άλλα απ' αυτά που λέγαμε πριν επί της ουσίας. Λέμε κάτι που αναγνωρίζει το γεγονός μίας ήττας, αναγνωρίζει σ' αυτό το γεγονός ότι πρέπει να προσαρμοστούμε, να κάνουμε τον συμβιβασμό που απαιτεί η ήττα, για να συνεχίσουμε τον αγώνα. Τόσο απλά, τόσο καθαρά.
Επί του συγκεκριμένου προβλήματος του Ελληνικού, λοιπόν, αυτό που λέγαμε πριν και αυτό που λέμε τώρα δεν είναι με τη μορφή της αντίφασης που επισημαίνετε, γιατί ξέρετε ότι σ' αυτό τον δρόμο γίνεται κάτι σημαντικό. Επειδή οι αρχές και οι αξίες είναι σταθερές, μπορούμε να αλλάζουμε πράγματα που μας κληροδότησαν οι προηγούμενοι.

Επί της συμβάσεως του Ελληνικού, λοιπόν, επειδή ακριβώς είναι σταθερές οι αξίες και οι αρχές μας και επειδή μ' αυτούς τους τρόπους θέλουμε να προσεγγίσουμε τα ζητήματα ανάπτυξης της χώρας, μπορούσαμε να προβούμε και πετύχαμε πολύ σημαντικές βελτιώσεις στη συμφωνία που παραλάβαμε.
Αυτό δεν το καταλαβαίνετε πάλι. Λέτε: «Μα, υπήρχε ένα master plan που τα έλεγε όλα». Το master plan, όμως, κύριε Γεωργιάδη, δεν είναι κάτι το οποίο δεσμεύει κανέναν. Το master plan είναι μια έκθεση ιδεών η οποία λέει καλές προθέσεις και αν βάλετε τις καλές προθέσεις του εκάστοτε επενδυτή χωρίς δεσμευτικές αλλαγές στα πράγματα αυτά που υποτίθεται πως θα κάνει, μάλλον θα πήγαιναν πολύ χειρότερα απ' ό,τι νομίζετε.
Είπα και κάτι άλλο χθες. Είπα ότι σε σχέση με τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό υπάρχει και μία άλλη διάσταση. Εκεί είχαμε όχι μεγάλες διαφωνίες. Εκεί θα μπορούσαμε ενδεχομένως να έχουμε περισσότερες λύσεις. Υπάρχει και η διάσταση «ελληνικός δρόμος».

Ο «ελληνικός δρόμος» έχει δύο χαρακτηριστικά: Το ένα είναι η ιστορικότητα αυτής της χώρας, οι διαδοχικοί πολιτισμοί σε κλίμακες χιλιετιών, που βρίσκονται κάτω από τα πόδια μας, η ανάγκη ανάδειξης και προστασίας τους, το γεγονός αυτό που μας κάνει αυτό που λένε «κέντρο επισκεψιμότητας», όχι απλώς για να έλθει κάποιος να δώσει τα λεφτά του, αλλά για να κατανοήσει τον εαυτό του και τον ενδεχομένως διαφορετικό πολιτισμό από τον δικό του. Αυτό είναι το ένα χαρακτηριστικό.

Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελλάδα είναι χώρα ιδιαίτερου φυσικού κάλλους –αν θέλετε- με εκείνες τις παραλίες με τις οποίες δεν συγκρίνονται ούτε η Ριβιέρα ούτε η Κόστα Μπράβα, με εκείνη την εύκολη πρόσβαση από την κορυφή του βουνού στην πεδιάδα και από εκεί στη θάλασσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με όλες τις δυνατές ποικιλομορφίες ανά νησί και ανά περιοχή, ανά βουνό, ανά ό,τι θέλετε.
Αυτά τα δύο μαζί κάνουν την Ελλάδα κάτι το μοναδικό, όχι υπέρτερο μοναδικό, γιατί δεν είμαστε εθνικιστές με την κακή έννοια. Κάθε χώρα έχει τη μοναδικότητά της. Πάντως αυτή είναι η δική μας μοναδικότητα. Αυτήν τη μοναδικότητα οφείλουμε να τηρήσουμε, να σεβαστούμε ως κόρη οφθαλμού και με γνώμονα αυτήν τη μοναδικότητα να δούμε και τις επενδύσεις.

Και έρχομαι στις επενδύσεις. Οι επενδύσεις δεν είναι κάτι το οποίο εμάς, εντός καπιταλισμού και επί της παρούσες συνθήκες, μας βρίσκει αντίθετους. Είναι κάτι, όμως, το οποίο θεωρούμε ότι στο μέτρο του δυνατού, όσο μπορούμε και όσο έχουμε τη δυνατότητα, να τις ελέγχουμε σε σχέση με παραμέτρους σαν αυτές που είπα προηγουμένως.

Με αυτήν την έννοια οφείλουμε ως Κυβέρνηση κάθε επένδυση που προτείνεται να τη δούμε ad hoc, κάθε μια ξεχωριστά. Να δούμε πώς συνάδει με τα χαρακτηριστικά που είπα παραπάνω: τόπος ειδικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μακράς πνοής, τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά.
Από εκεί και πέρα είναι τα χαρακτηριστικά του πώς ζουν και δουλεύουν οι Έλληνες σε αυτόν τον τόπο, τι σημαίνει μικρή παραγωγή, μικρή βιομηχανία, μικρή επένδυση σε ένα επίπεδο, και σε αυτήν τη βάση να δούμε και τις μεγάλες επενδύσεις, κάθε μια χωριστά και να επιλέξουμε αυτές που προτείνονται σε σχέση με αυτά τα χαρακτηριστικά. Και από τη στιγμή που τις επιλέξουμε, να τις σεβαστούμε, να τιμήσουμε τις υπογραφές μας απέναντί τους. Εάν έχετε την εντύπωση ότι όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί και δυναμώσουμε θα πάρουμε πίσω αυτά που λέμε σήμερα για αυτήν την επένδυση, μην το λέτε. Τιμούμε την υπογραφή μας. Θα τιμήσουμε τις υπογραφές μας.

Από εκεί και πέρα θα διευκολύνουμε τους επενδυτές. Το Υπουργείο Πολιτισμού όλον αυτόν τον καιρό με τις μεγάλες επενδύσεις που ήρθαν -μια στην Αφάντου, μία στο Ελληνικό και έπονται μερικές άλλες επί των οποίων είχαμε ήδη δεσμευτεί ως χώρα και τις προχωράμε- προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν και για την κατεύθυνση προστασίας της κληρονομιάς και του περιβάλλοντος, αλλά και για την κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών γραφειοκρατίας, βελτίωσης των όρων υπό τους οποίους μπορεί να πάει γρήγορα η επένδυση, σεβασμός στον επενδυτή.
Επειδή και στο Υπουργείο Περιβάλλοντος αποκτούμε κάποια σχέση με το τι ακριβώς σκέφτονται οι επενδυτές, σας διαβεβαιώ ότι οι σοβαροί προτιμούν ένα πλήρες σχέδιο όρων και προϋποθέσεων για την επένδυσή τους και δεν είναι -τουλάχιστον οι σοβαροί επενδυτές- επενδυτές αρπαχτής.

Σε διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε διάφορα πάνελ, εδώ, εκεί, στην τηλεόραση και αλλού λέγεται ότι το Υπουργείο Πολιτισμού φρενάρει την επένδυση στην Αφάντου, φρενάρει την επένδυση στο Ελληνικό, διότι προβάλλει αρχαιολογικά θέματα. Επ' αυτού σας διαβεβαιώ ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, πριν αναλάβουμε εμείς, είχε στις τότε πολιτικές ηγεσίες επιδείξει και τι χρειάζεται να γίνει από άποψη αρχαιολογίας στην Αφάντου και τι χρειάζεται να γίνει από άποψη αρχαιολογίας στο Ελληνικό. Όμως, μυστηριωδώς πώς οι τότε κυβερνήσεις αρνήθηκαν να δουν αυτές τις υποδείξεις των υπηρεσιών τους, διότι πιθανόν να σκέφτηκαν: «Άστο καλύτερα, πού να το μπλέκεις αυτό. Όσο είναι μπλεγμένο το τοπίο και δεν ξέρουμε πότε και αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα κάνει το «άλφα» ή το «βήτα», τόσο πιο εύκολα μπορούμε με διαδρόμους και πλάγια μέσα να μιλήσουμε στον «άλφα» επενδυτή, να τον φέρουμε ενάντια στον «βήτα» επενδυτή» κ.ο.κ. Τελειώνουν αυτά.
Θέλουμε να φτιάξουμε μια κανονική νομοθετημένη ρύθμιση για όλες τις μεγάλες επενδύσεις, για το πού ακριβώς εμπλέκεται το Υπουργείο Πολιτισμού και με ποιους όρους, πού δεν χρειάζεται να εμπλέκεται και να αυξάνεται η γραφειοκρατία.

Από εκεί και πέρα, ο επενδυτής καταλαβαίνει ότι όταν έρχεται να επενδύσει εδώ –και μιλάμε βεβαίως για μεγάλους επενδυτές- επενδύει στην Ελλάδα. Eπενδύει σε μία χώρα, της οποίας το brand name, όπως έλεγα χθες –όρος αγοράς, νεοφιλελεύθερος όρος- στηρίζεται και στο φυσικό κάλλος και στη δική της κληρονομιά και άρα, η επένδυσή του κερδίζει από αυτό το brand name.
Αυτό το brand name, λοιπόν, σε όρους αγοράς είναι ανταλλάξιμο προϊόν. Αυτό ο επενδυτής το καταλαβαίνει και λέει: «Προκειμένου να χρησιμοποιήσω αυτό το brand name, βεβαίως, πρέπει να δεσμευτώ και να τηρήσω τους όρους που μου λέει αυτή η χώρα σε επίπεδο αρχαιολογίας και σε επίπεδο περιβάλλοντος». Αυτή είναι η πολιτική μας.

Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη επένδυση, έχω έναν κατάλογο εδώ -δεν θα σας τον διαβάσω, άλλοι συνάδελφοι θα αναπτυχθούν περισσότερο- για τα οχτώ, δέκα σημεία, που βελτιώνει σημαντικά η Σύμβαση που κυρώνουμε σήμερα. Για όσα προϋπήρχαν στη Σύμβαση, που λέτε - επαναλαμβάνω- το παράρτημα στο οποίο αναφερθήκατε, είναι έκθεση ιδεών χωρίς κανενός είδους δεσμευτικότητα για όσα έπρεπε να ακολουθήσουν από εκεί και πέρα.( Ο επίτιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας Αριστείδης Μπαλτάς είναι υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού).

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline