Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού: Λευκάδιος Χερν: Lacrimosa Dies1

Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου (1850). Και πέθανε πολύ μακριά απ'αυτήν, στο Τόκυο, στις 26 Σεπτέμβρη (1804). Μόλις είχε συμπληρώσει τότε το πεντηκοστό τέταρτο χρόνο της πολυκύμαντης ζωής του.

Κάποτε η Σέτσου σημείωνε στις αναμνήσεις της, τι πιότερο αγάπησε ο Λευκάδιος, κάνοντας έτσι ένα μικρό πρόπλασμα της προσωπογραφίας του: «Του άρεσαν εξαιρετικά τα ηλιοβασιλέματα, τα μπανανόδεντρα, o ιαπωνικός κέδρος, τα μοναχικά νεκροταφεία, τα έντομα, οι ιστορίες με φαντάσματα, τα τραγούδια Urashima και Horai. Αγαπούσε το μπιφτέκι, την πουτίγκα με δαμάσκηνο, και τον ευχαριστούσε να καπνίζει. Δεν του άρεσαν τα ψέματα, η σκληρότητα απέναντι στην αδυναμία, τα πανωφόρια του πρίγκιπα Αλβέρτου, τα λευκά πουκάμισα, η πόλη της Νέας Υόρκης και πολλά άλλα πράγματα...»2

Ανάμεσα στα πράγματα, που ο Χερν αγάπησε και που η Σέτσου δεν αναφέρει, σίγουρα είναι -υπέρτατη αξία-η ομορφιά: οπουδήποτε τη θηρεύει, στη φύση, στην τέχνη, στον άνθρωπο. Και η συνείδηση της έμπνευσης, το μόνο αντιχάρισμα στη θυσία του δημιουργού. Το λέει καθαρά σε μια επιστολή του προς τον H.E. Krehbiel, σταλμένη από τη Νέα Ορλεάνη το 18823. Κι ακόμα τα καλοκαίρια. Το φως τους. Και η χαρά της ζωής που διαμηνύουν. Και που την επιβάλλουν ως κοινό βίωμα των ανθρώπων. «Η φτωχή μου φαντασία δεν μπορεί ν'ανυψωθεί πάνω σε νοτισμένα φτερά... Ούτε μπορώ να υπομείνω τον σκοτεινό, σαν τον Τάρταρο, καιρό, και τον γκρίζο, σαν της Μελαγχολίας το πρόσωπο, ουρανό». (Επιστολή προς τον H.E. Krehbiel, τον Φλεβάρη του 1881, από Νέα Ορλεάνη)4.

Θα πρέπει ωστόσο σε όλες τις διαδρομές της σκέψης του ο θάνατος να είχε μια μόνιμη θέση, είτε ως βίωμα της προσωπικής του τραγωδίας είτε ως φιλοσοφικό ζητούμενο. Αλλά και ως μια περιδίνηση σε κόσμους που έγιναν η πρωτοΰλη της μυθοπλασίας του-με ρίζες στου λαϊκού ανθρώπου τη φαντασία και το παραμυθιακό του σύμπαν. Ακόμα και σε ευτυχισμένες στιγμές της οικογενειακής του ολοκλήρωσης, το φάσμα του θανάτου, εμποτισμένο από την ομορφιά της ποιητικής του φύσης και τον θρησκευτικό και φιλοσοφικό του λυρισμό, εμφανίζεται με την πραότητα μιας άφευκτης, φυσικής νομοτέλειας. Στους περιπάτους με τον πρώτο του γιο, τον Καζούο, που άλλαξε το βλέμμα του για την πραγματική ευτυχία, περνώντας έξω από ένα κρεματόριο, του έδειχνε την καμινάδα και του έλεγε: «Πολύ γρήγορα κι εγώ θα γίνω καπνός και θ'ανεβαίνω απ'αυτή την καπνοδόχο προς τον ουρανό». Τότε ο Καζούο, που αγαπούσε υπερβολικά τον πατέρα του, προσευχόταν σιωπηλά παρακαλώντας τον Θεό να κρατήσει για πολύ τον πατέρα του ζωντανό.5

Επηρεασμένος στην Ιαπωνία από τον Βουδισμό και τον Σιντοϊσμό, θα διαμορφώσει τη δική του μεταφυσική, που θα διατρέχει τόσο την κοσμοθεωρία του όσο και τη λογοτεχνική του έκφραση και τα προσωπικά του κείμενα –την πλούσια επιστολογραφία του, η οποία κάποτε παίρνει τη μορφή εκτεταμένων δοκιμίων σε φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά ζητήματα.

Στην Ιαπωνία, τον καταληκτικό σταθμό των αέναων περιπλανήσεών του-στοιχείο του ρομαντισμού του αιώνα του, αλλά κυρίως της διαρκώς αποδιδράσκουσας ψυχής του-, θα συναντηθεί και με τον πραγματικό θάνατο. Ζώντας εκεί δεκατέσσερα χρόνια, έχοντας δημιουργήσει μια ιαπωνική, δική του οικογένεια (τη γυναίκα του Σετζούκο Κοϊζούμι και τέσσερα παιδιά), την ταυτότητα και τις συνήθειες του Ιάπωνα πολίτη, και ταυτόχρονα ένα συγγραφικό έργο μοναδικής αισθαντικότητας και εντελεχούς βιωματικής διερεύνησης της ψυχής και της παράδοσης του ιαπωνικού λαού, θ'αφήσει για πάντα το αιθεριωμένο πνεύμα του να μεθίσταται σε ζωές και μεταμορφώσεις στον άπειρο χρόνο.

Παρά τη φιλοσοφική εμβάθυνση στα ζητήματα του θανάτου-και ο Χερν το είχε πραγματώσει μέσω της βαθυστόχαστης μελέτης του στις θρησκείες των πολλών ταυτοτήτων του, του Χριστιανισμού, του Βουδισμού, του Σιντοϊσμού και των συγκριτικών μεταξύ τους προσεγγίσεων-το ανθρώπινο στοιχείο, η βίωση του προσωπικού θανάτου είναι καθαυτό ένα γεγονός. Το πιο μεγάλο, το πιο επίσημο, το έσχατο γεγονός της ατομικής ύπαρξης, μια «τελετουργία» διαισθήσεων, φόβων, βίωμα μεταστατικού δέους, με ρητές και άρρητες εκφάνσεις. Η βιογραφία των συναισθημάτων του επικείμενου θανάτου και των αντίστοιχων συμπεριφορών συνιστά από μόνη της κορυφαίο ιστορικό, λαογραφικό, κοινωνιολογικό, ψυχολογικό και ανθρωπολογικό ερευνητικό πεδίο. Κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η οικογένεια, τα μέλη της οποίας γίνονται και οι πρώτοι αποδέκτες του δραματικού γεγονότος του θανάτου.

Στην περίπτωση του Λευκάδιου Χερν, οι βασικές, λεπτομερείς πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο που έγραψε η Setsuko Koizumi, η γιαπωνέζα σύζυγός του και που εκδόθηκε με τον τίτλο: Reminiscences of Lafcadio Hearn (Translated from the Japanese by Paul Kiyoshi Hisada and Frederick Johnson, Houghton Mifflin Company Boston and New York, 1918). Το βιβλίο μετέφρασε στην αγγλική γλώσσα ο Paul Kiyoshi Hisada, ο οποίος στον σύντομο πρόλογο που παραθέτει, αναφέρεται στο χρονικό της επίσκεψής του στο σπίτι των Κοϊζούμι μετά τον θάνατό του Yakumo, στην εγκάρδια αποδοχή του από την οικογένεια, στην ξενάγησή του στο γραφείο του Λευκάδιου και στην εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλαν, παραδίνοντάς του και το χειρόγραφο της Σέτσου. Kάποιες επίσης πληροφορίες δίνει και ο Καζούο, ο μεγαλύτερος και αγαπημένος γιος του Λευκάδιου, στις ημερολογιακές του καταγραφές6.

Δυο χρόνια πριν από τον θάνατό του, στα τέλη του 1902, έχοντας πάντα εύθραυστη υγεία-παρακολουθούμε τις περιπέτειές του μέσα από την πυκνή αλληλογραφία του- ο Λευκάδιος αποκρύπτει από την οικογένεια μια σοβαρή βρογχίτιδα, που του προκάλεσε αιμορραγική ρήξη των αγγείων του λαιμού, και διάγνωση σκλήρυνσης των αρτηριών του. Παρόλο που συνήρθε, εντούτοις θα γράψει, φανερά εξουθενωμένος και γερασμένος, στον Henry Watkin, τον αγαπημένο του «πατέρα» (Dad), όπως τον αποκαλεί: «Γέρνω προς την σκιερή πλευρά του λόφου-και ο ορίζοντας μπροστά μου ολοένα και σκοτεινιάζει και οι εξασθενημένοι άνεμοι παγεροί...»7

Την επόμενη χρονιά διαλύει και την ακαδημαϊκή του σχέση με το Πανεπιστήμιο του Τόκυο, στο οποίο ήταν καθηγητής της Αγγλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Το μελαγχολικό τοπίο γύρω του και μέσα του τον στρέφει στα περασμένα της ζωής του, αρχίζει και σημειώνει τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας στο Δουβλίνο, τα καλοκαίρια του στην Ιρλανδία και στην Ουαλία. Νοσταλγικά στρέφεται και στη φίλη-μετέπειτα βιογράφο του-Elizabeth Bisland, στην οποία γράφει ότι συχνά ονειρευόταν να την ξαναδεί... Και πάντα το φάσμα της μητρικής στοργής. Στο εμπνευσμένο κείμενό του με τίτλο: Revery (Ρεμβασμός), μια «μελέτη θανάτου», ο Λευκάδιος Χερν καταθέτει με απίστευτο λυρισμό τις σκέψεις του πάνω στην εσχατολογία του ολικού θανάτου, ανθρώπου και σύμπαντος, από τον οποίο αναδύεται ως αναγεννητικό μελλοντικό φάσμα η αρχετυπική μορφή της μητέρας, σύμβολο της αιώνιας επιστροφής στην αγάπη, που κυοφορεί την αέναη ζωή: «Λέγεται ότι ο άνθρωπος φοβάται τον θάνατο όπως το μικρό παιδί κλαίει με τον ερχομό του στον κόσμο, γιατί δεν ξέρει για τα γεμάτα αγάπη χέρια που προσμένουν να το υποδεχτούν.

Βέβαια, αυτή η σύγκριση δεν επιδέχεται επιστημονικό έλεγχο. Αλλά σαν ευτυχισμένη φαντασία είναι όμορφη, ακόμη και γι'αυτούς στους οποίους δεν ασκεί θρησκευτική έλξη-γι'αυτούς που πιστεύουν ότι ο ατομικός νους διαλύεται μαζί με το σώμα κι ότι η προσωπικότητα, αν υπήρχε στο διηνεκές, θα 'ταν μόνο αιώνια ατυχία... Πραγματικά σε πρώτη σκέψη, η αναπόφευκτη διάλυση μοιάζει να είναι η μελανότερη τραγωδία... Ίσως να πρέπει ο πλανήτης μας να πεθάνει...

Σε τι θα έχει χρησιμέψει τότε ο αγώνας της ζωής που υπήρξε... Ποια θα είναι τότε η αξία της μητρικής αγάπης, του όλου νεκρού κόσμου της ανθρώπινης τρυφερότητας, με τις θυσίες, τις ελπίδες, τις αναμνήσεις...» Κι αυτή η λυρική εκτροπή στο υπαρξιακό βάθος της φιλοσοφικής διερεύνησης της ζωής, καταλήγει στην αισιόδοξη πίστη: «Το φωτεινό χαμόγελο της μητέρας θα επιζήσει του ήλιου μας. Η δόνηση του φιλιού της θα διαρκέσει πέρα από τα σκιρτήματα των αστεριών... Το χιονόλευκο ρέμα θα συνεχίσει να κυλάει, να τροφοδοτεί μια ανθρωπότητα τελειότερη από τη δική μας, όταν ο γαλαξίας που αγκαλιάζει τη νύχτα μας θα έχει για πάντα χαθεί στο διάστημα»8.

Στις 19 Σεπτέμβρη ο Λευκάδιος Χερν θα έχει την πρώτη, προειδοποιητική σοβαρή ενόχληση στην καρδιά του. Κρατώντας το στήθος του, μέσα στο γραφείο του εξομολογείται στη Σέτσου τον πόνο που αισθάνεται. Εκείνη, αφού του συστήσει ανάπαυση, θα ειδοποιήσει τον γιατρό. -Αν πεθάνω, δεν θέλω να κλάψεις. Αγόρασε μια μικρή τεφροδόχο... Βάλε τα κόκαλά μου μέσα σ'αυτή, και θάψε την κοντά σ'έναν ήσυχο ναό στην εξοχή. Δεν θέλω να κλαις. Διασκέδασε τα παιδιά και παίξε κάρτες μαζί τους-πόσο καλύτερα θα νιώθω τότε!

Η Σέτσου τον παρακάλεσε να μην λέει τόσο λυπητερά πράγματα. -Μιλάω πολύ σοβαρά. Μέσ'από την καρδιά μου, της αποκρίθηκε.
Λίγο αργότερα ο πόνος υποχώρησε. Ο Λευκάδιος ζήτησε από τη Σέτσου ένα ποτήρι ουίσκι-η αγαπημένη του συνήθεια για να ηρεμεί- και αποφασιστικά της είπε: -Δεν θα πεθάνω... Ο γιατρός που έφτασε λίγο αργότερα τους καθησύχασε-δεν ήταν κάτι σοβαρό...

Εφτά μέρες αργότερα, στις 26 Σεπτέμβρη, ώρα 6.30 πρωινή. Η Σέτσου θα μπει στο γραφείο του να τον καλημερίσει: -Είδα τη νύχτα ένα πολύ ασυνήθιστο όνειρο, της είπε με αργή, παράξενη φωνή. Ταξίδεψα πολύ μακριά... Όχι για την Ευρώπη ή την Ιαπωνία-ήταν ένα παράξενο μέρος... O Kαζούο, δέκα χρονών τότε, μπήκε να χαιρετήσει τον πατέρα του φεύγοντας για το σχολείο. -Καληνύχτα, του είπε, όνειρα γλυκά, αντί να τον καλημερίσει. -Επίσης, αγαπημένο μου, καληνύχτα... απάντησε ο Λευκάδιος... Η Σέτσου ταράχτηκε, επέπληξε τον Καζούο. Πατέρας και γιος κοιτάχτηκαν και γέλασαν...

To βράδυ της ίδιας μέρας τον «επισκέφτηκε» ο ίδιος πόνος στο στήθος. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε για πάντα... Στο μικρό προσευχητάρι μέσα στο γραφείο του, με όλα τα αναμνηστικά του, μία από τις πένες του, τη στοχαστική φωτογραφία του, και το φως μιας λάμπας, που έκαιγε θυμίαμα, κανένα από τα παιδιά του δεν πήγαινε έκτοτε το βράδυ να κοιμηθεί, χωρίς να περάσει και να του πει: -Καληνύχτα, όνειρα γλυκά, Papa-san, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά...

Tη νεκρική πομπή προς το ναό της Kobudera στο νεκροταφείο Ζοσιγκάγια στο Τόκυο, θ'ακολουθήσουν, εκτός από τη Σέτσου και τα παιδιά τους, σαράντα καθηγητές, εκατό φοιτητές του, που αντιπροσωπεία τους θα καταθέσει στον τάφο του στεφάνι δάφνης, πολλοί ξένοι θαυμαστές του έργου του και οχτώ βουδιστές ιερείς. Της νεκρικής πομπής προηγούνταν τα βουδιστικά λάβαρα, ακολουθούσαν δυο μικρά παιδιά που κρατούσαν στα χέρια τους μέσα σε μικρά κλουβιά ζωντανά πουλιά, που θα τα απελευθέρωναν -σύμβολα της ψυχής που απελευθερώνεται από την αιχμαλωσία του σώματος. το φέρετρο με τον νεκρό και οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό9. Πάνω στον τάφο του, οι φοιτητές του θα σκιαγραφήσουν με λέξεις το υπέροχο πορτρέτο του δασκάλου τους:

Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο. Και οι φτωχοί ψαράδες της Γιαΐζου-το γραφικό ψαροχώρι κοντά στο Τόκυο-, όπου τον λαϊκό τους παλμό ένιωθε στην ψυχή του, ανήγειραν λιτό μνημείο προς τιμήν του δασκάλου στο σχολείο τους...
«Όταν καίγεται ένα πτώμα, σύμφωνα με το νεκρικό τυπικό κάποιων βουδιστικών δογμάτων, ερευνούν τις στάχτες για ένα μικρό οστό που ονομάζεται «χοτόκε-Σαν» ή «κύριος Βούδας... Ανάλογα με το σχήμα αυτού του μικρού οστού, όταν το βρίσκουν μετά την πυρά, μαντεύουν τη μελλοντική κατάσταση του νεκρού.

Αν η επόμενη κατάσταση για την οποία προορίζεται η ψυχή είναι ευτυχής, το οστό θα έχει τη μορφή μιας μικρής εικόνας του Βούδα. Αλλά αν η επόμενη γέννηση είναι δυστυχής, τότε το οστό είτε θα έχει άσχημη όψη ή δεν θα έχει καμία μορφή...»10

Δεν ξέρουμε το σχήμα που πήρε το μικρό οστό του Λευκάδιου Χερν μετά τη νεκρική πυρά. Σίγουρα, όμως, η λεπταίσθητη γραφή του και η μετρημένη και διορατική στοχαστικότητα που τη διαπερνά, έχουν ανοίξει το δρόμο για αήττητες, ευφρόσυνες επιστροφές στους αυξανόμενους αποδέκτες του έργου του μιας παγκόσμιας κοινότητας, καθώς όλο και περισσότερο θ'αναζητάμε τρόπους απόδρασης «από τον γκρίζο, σαν το πρόσωπο της Μελαγχολίας, ουρανό».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Δακρυόεσσα Ημέρα
2. Setsuko Koizumi (Mrs Hearn), Reminiscences of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, Boston and New York 1918, p. 84-85.
3. Elizabeth Bisland, Life and Letters of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, Boston and New York 1906, p. 244.
4. Ό.π. σ. 234.
5. Βλ. Jonathan Cott, Wandering Ghost-The Odyssey of Lafcadio Hearn,Kodansha International, Tokyo-New York-London, 1990, p.342.
6. Kazuo Koizumi, Father and I, Memories of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, Boston and New York 1935, p.204-208.
7. Βλ. Jonathan Cott, ό.π., σ.394.
8. Βλ. Λευκάδιος Χερν, Κotto, μτφρ.-επιμέλεια: Τέτη Σώλου, Ταμείο Παγκόσμιας Κυθηραϊκής Κληρονομιάς, 2014, σ.233-241. Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, στο βιβλίο της Κλαίρης Β. Παπαπαύλου, Αναζητώντας τον άνθρωπο, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, σ. 158-163. Εύστοχα η συγγραφέας το ονόμασε Ωδή στη Γυναίκα-Μητέρα. Βλ. επίσης, Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού, Η λαογραφία της στοργής-Σμιλεύοντας το αρχέτυπο της μάνας, Fagotto books, Αθήνα 2010, σ.37-38.
9. Οι πληροφορίες από το: Setsuko Koizumi (Mrs Hearn), Reminiscences of Lafcadio Hearn, Houghton Mifflin Company, Boston and New York 1918, p. 84-85.
10. Βλ. Λευκάδιος Χερν, Η Χώρα των Χρυσανθέμων, μτφρ. Γιώργος Καλαμαντής, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1998, σ. 158 (Στο κείμενο: Για τη ζωή και το θάνατο, σ. 153-172.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline