Γιώργος Σκαμπαρδώνης: Φοβάσαι να βγεις

Είπαμε να περάσουμε ήσυχα γεράματα, αλλά δεν. Στην αρχή μας κόψαν τη σύνταξη, βραχυτόμησαν το εφάπαξ και υποστήκαμε τα μνημόνια που ήταν κάτι σαν κλύσμα με ψαρόκολλα. Μετά ήρθε η Συριζίλα, και πάνω που γλιτώσαμε πλάκωσε η χλαπάτσα του ιού – άσε τις φυσικές καταστροφές, πλημύρες και φωτιές, και τον τούρκο δίπλα που ονειρεύεται τη Μύκονο με μπούργκα και τον εαυτό του πολυχρονεμένο Πατισάχ.

Τώρα, πέρα «απ' το γήρασμα του σώματος και της μορφής σου» που θα έλεγε ο Αλεξανδρινός, φοβάσαι ακόμα και να βγεις έξω. Να κάνεις μια βόλτα στην πόλη, να πιεις το καφεδάκι, ή τη βότκα σου ήσυχος, να πας σε μια ταβέρνα όπως παλιά, την εποχή της αθωότητας. Φοβάσαι. Μπαίνεις στην τουαλέτα του μπαρ με διπλή μάσκα και τρέμεις μην κολλήσεις τη χολέρα απ' τα ρέστα του χασάπη. Ουκ έστιν τόπος πια – ακόμα και τη γυναίκα σου φοβάσαι που επιστρέφει απ' το σουπερμάρκετ, μην άρπαξε τον Κόβιτ από κανέναν πελάτη, απ' τα χέρια της νεαρής ταμία, και τον έφερε στο σπίτι απρόσκλητο. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί.

Κοντεύεις να βγάλεις φλύκταινες στα χέρια απ' το αντισηπτικό. Διπλο-εμβολιασμένος, κάθε μέρα σχεδόν στο γυμναστήριο, ελεγχόμενη διατροφή, σταθερά στα ογδόντα κιλά, περπάτημα δυο φορές την εβδομάδα στο βουνό – αλλά και πάλι φοβάσαι. Εδώ ο άλλος ήτανε τριαντάρης, είχε ανεβεί στο Εβερεστ, δεν κάπνισε στη ζωή του ούτε γόπα, δεν ήπιε ούτε ένα ουισκάκι της προκοπής, ούτε καν ένα σφηνάκι Στόλι, και κόλλησε και πάει. Εσύ, που από τα έντεκα καπνίζεις σχεδόν δυο πακέτα και πάντα έπινες, λίγο πολύ, μεσημέρι βράδυ, χόρτασες ξενύχτι κι αλητείες κι ανεβαίνεις προς τα εβδομήντα, τι χαϊΐρι μπορεί να έχεις; Θα πεις, για να παρηγορηθείς, πως μπορεί ο ιός να περνάει καλύτερα σε πεντακάθαρα, νεανικά πνευμόνια και σε αρτηρίες τσίλικες, να πολλαπλασιάζεται πιο εύκολα σε ένα απολύτως υγιές σώμα. Αυτά βέβαια, μπορεί να ισχύουν κατά περίπτωση, αλλά μάλλον είναι αυταπάτες, ή επινοήσεις αυτοδικαιολόγησης. Οπου πέφτει η φωτιά καίει, ιδίως τα ξερά – αν και ποτέ ο ιός δεν είναι ο ίδιος, ούτε μπαίνει σε ίδια σώματα, και σε κάθε περίπτωση κανείς δεν ξέρει ποιος θα κερδίσει στο Τζόκερ.

Ισχύει. Αλλά και πάλι, όσο να 'ναι διστάζεις. Τουλάχιστον με τα μνημόνια, και μετά με τον Σκουρλέτη, δεν φοβόσουνα την εντατική. Δεν υπήρχε τότε στο λεξιλόγιο, και το εμβόλιο της ευλογιάς το έκανες μικρός, ούτε που το θυμάσαι. Εξάλλου, τότε, η ημέρα του εμβολιασμού ήταν κάτι σαν εκδρομή – σας αμολούσανε μετά να παίξετε μπάλα. Και τη λέξη «διασωλήνωση» την ακούγατε σπάνια, αυτή τη λέξη που πάντα θύμιζε υδραυλικό και τώρα πήρε άλλη, φρικαλέα διάσταση. Άτυχη λέξη – λες και πρόκειται για συσκευές. Τι θα πει «διασωλήνωση»; Λέβητες είμαστε, ή πλυντήρια; Μήπως καρμπιρατέρ; Ίσως, θα πεις, προηγήθηκε ο Σκαρίμπας που τον μήνα του μέλιτος τον έλεγε «σωλήνα του μέλιτος». Βέβαια, αν χρησιμοποιούσαμε τη λέξη «λούκι» (που συνηθίζεται) ίσως να ακουγότανε χειρότερα. Είναι στην εντατική, τον «βάλανε στο λούκι» – θαρρείς και δεν ήταν μια ζωή. Και το «by pass» το ίδιο δεν είναι; Οταν σαπίζει μια σωλήνα στην οικοδομή οι υδραυλικοί δεν την ξηλώνουν, απλώς τραβούν μιαν καινούργια και πάει τελείωσε.

Αλλά μάλλον τζάμπα παραπονιέσαι – εδώ άλλοι περνούνε μια ζωή μέσα στον κομματικό σωλήνα και το φχαριστιούνται. Και μετά τρέφονται απ' αυτόν: μισθοί, θέσεις, προνόμια κ.λπ. Ολα, δηλαδή, στη ζωή είναι σχετικά. Δεν χρειάζεται προκατάληψη, αλλά προσαρμογή – και πώς να προσαρμοστείς με την ιδέα ότι οφείλεις να φοβάσαι να βγεις έξω απ' το σπίτι; Ομως, και μέσα να κάτσεις, μήπως γλιτώνεις; Απ' τη χλαπάτσα ίσως, αλλά πάλι ο παραλογισμός εισβάλλει εντός απ' το γυαλί, απ' το ραδιόφωνο, απ' το κινητό, σαν αέρας που μπαίνει από παντού. Και μέσα να μείνεις, πάσχεις. Ακούς και βλέπεις ειδήσεις, ρεπορτάζ και συνεντεύξεις που σε καταδιώκουν. Παρότι είσαι σεντουκιασμένος, εγκλωβισμένος, σε διαπερνούν και εντός των τειχών και των τοίχων – δεν γλιτώνεις, φίλε. Είσαι στο έλεος του ιού, και ακόμα χειρότερα στην τρέλα που αναδύθηκε κι έγινε φανερή απ' αυτήν τη χολέρα. Ο ιός είναι μόνο η αφορμή. Το έρεβος, γύρω, όμως, χωρίς τέλος. Και το χειρότερο είναι πως θα υπάρχει και μετά το τέλος της πανδημίας, ως εμμένουσα παραφροσύνη που θα μαγαρίζει όλες της πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ενδημική, υπόγεια παράκρουση. Αθεράπευτη.

Το 1899-1900, με τον εξηλεκτρισμό στην Αγγλία κυκλοφόρησαν μπροσούρες και αφίσες εναντίον του. Εδειχναν σκοτωμένους ανθρώπους πάνω σε ηλεκτρικά καλώδια, πεθαμένα άλογα στον δρόμο λόγω του ηλεκτρικού ρεύματος και άλλα τρομοκρατικά. Αρα, πάντα θα υπάρχουν οι Εναντίον. Το είδος αναπαράγεται κανονικά. Τα ποσοστά δεν μεταβάλλονται με τις εποχές. Τα θέματα αλλάζουν, αλλά οι βαρεμένοι διαιωνίζονται και ψάχνουν για αφορμή. Τώρα τα βάλανε με την απογραφή. Νέα συνωμοσιολογία. Κάποιοι ζούνε, δηλαδή, με τον ετεροκαθορισμό. Κι έχουν μεγάλη πρεμούρα να διαιωνιστεί το DNA τους μήπως και χάσει η Βενετιά βελόνι. Μη σπάσει το καλούπι του Γαμοκαμπουρόσαυρου.

Θα πεις: ανέκαθεν, κάθε χωριό είχε και τον δικό του αποκλίνοντα. Ντελή-σοκάκι, όπως λέγαν: «αν ένα σπίτι δεν διέθετε τρελό, το επόμενο είχε δύο». Και τώρα με τις μεγαλουπόλεις το πράγμα διογκώθηκε. Σωστά. Αλλά και τι χρωστάς εσύ, που ονειρευόσουνα να περάσεις κάπως ήρεμα και λογικά γηρατειά, να μην μπορείς να βγεις έξω; Το έξω έγινε ένα μεγάλο ναρκοπέδιο με αόρατες νάρκες κατά προσωπικού. Κι ενώ κάποτε θεωρούσες κάπως υπερβολικό τον Καρυωτάκη, τώρα αναρωτιέσαι πόσο δίκιο είχε εκείνος ο στίχος του που έλεγε «σωριάσου πρηνής άμα ακούσεις ανθρώπους». Κι ενόσω είσαι πρηνής, πάρε και πενήντα κάμψεις φορώντας τη διπλή μάσκα.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline