Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού: Εθισμός-και-στο χρήμα;

Πολύ συχνά -και μάλιστα σε περιόδους κρίσης- παρακολουθούμε την θαυμαστά! αύξουσα πορεία των πολύ πλούσιων ανθρώπων του πλανήτη. Τα μεγέθη εδώ είναι ασύλληπτα από τον κοινό νου και προσομοιάζουν μάλλον με τα υπερμεγέθη των ιλιγγιωδών ταχυτήτων του σύμπαντος.

Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά ότι σήμερα (2022), σύμφωνα με τη λίστα Forbes, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο ελέγχουν περιουσία 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων (ποσό διπλάσιο από εκείνο των 663 δισεκατομμυρίων δολαρίων πριν από δύο χρόνια). Το ιλιγγιώδες αυτό ποσό ισούται με το 1,4% περίπου της παγκόσμιας οικονομίας, ή με το να ξοδεύει κάποιος 1 εκατομμύριο δολάρια την ημέρα για 3.000 χρόνια.

Ταυτόχρονα-κάτι που παρατηρείται αυτά τα τελευταία χρόνια της αντιπαραγωγικής χρηματοπιστωτικής οικονομίας-διευρύνεται ολοένα το χάσμα ανάμεσα στους -απλώς-πλούσιους και τους σύγχρονους κροίσους.

Για να καταλάβουμε καλύτερα για ποια ποσά συζητάμε, αναφέρουμε τον διευθύνοντα σύμβουλο της Tesla, Ίλον Μασκ, τον πλουσιότερο άνθρωπο του πλανήτη για το 2022 (ξεπέρασε τον επιχειρηματία της τεχνολογίας, ιδρυτή, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Amazon.com Τζεφ Μπέζος), που αποκόμισε σχεδόν 118 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στους 12 τελευταίους μήνες. (Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, 150 εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο έπεσαν κάτω από το όριο φτώχειας στη διάρκεια του 2021).

Ένα καλοκαιρινό βράδυ, από κείνα που γενναιόδωρα η νησιωτική πατρίδα μας προσφέρει σε ντόπιους και τυχερούς επισκέπτες, συζητούσαμε σε μια διευρυμένη συντροφιά ακριβώς γι'αυτά τα θέματα. Την-κακοήθη, τουλάχιστον στα μάτια των...αφελών- συσσώρευση πλούτου και τα διευρυνόμενα κοινωνικά χάσματα: μεταξύ πλούσιων και φτωχών -ανθρώπων και χωρών-, μεταξύ πλούσιων και απίστευτα πλούσιων-, για τις επώδυνες εμπειρίες της ιστορίας, για παθήματα που δεν γίνονται μαθήματα στην ανθρωπότητα! Και καθώς όδευε προς ένα απελπισμένο τέλος η συζήτηση-χωρίς αποτετελεσμένα συμπεράσματα-, κάποιος από την παρέα είπε-πάλι αφελώς: «Καλά, και τι τα χρειάζονται τόσο μεγάλα πλούτη αυτοί που τα συγκεντρώνουν;» Και ήταν αυτό το καίριο αναπάντητο ερώτημα, το οποίο-αν και δεν διατυπωνόταν για πρώτη φορά- εντούτοις περισσότερο στα σοβαρά τώρα μας έβαζε σε σκέψεις. Πράγματι, σε τι τους χρησιμεύει η συγκέντρωση τόσου χρήματος;

Και τότε, όλως αιφνιδίως, στην έλλαμψη μιας σκέψης, που μπορεί και να κρύβει το μυστικό κλειδί του προβλήματος-έτσι τουλάχιστον την εσωτερίκευσα: -Μα, πρόκειται για εθισμό. Εθισμός στο χρήμα! Στη συμβολική συνισταμένη όλων των υλικών επιθυμιών του ανθρώπου και στη μεταφυσική του δύναμη να μεταμορφώνει την ύλη σε άυλες οντότητες, ψυχικές, συναισθηματικές, κοινωνικές. Εθισμός-εξάρτηση, λοιπόν. Δηλαδή νόσος. Δηλαδή ανάγκη απεξάρτησης (;)...

Όταν ο Charles Baudelaire (1821-1867), έβλεπε στον πρώιμο αιώνα του να κατισχύει το χρήμα μέσω ενός νέου τύπου ανθρώπου, του μπουρζουά (bourgeois), συνέλαβε το τοπίο μιας επερχόμενης καταστροφής: του πολιτισμού, της ηθικής, της ψυχής του ανθρώπου: «...Αλλά δεν είναι τόσο μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς που θα εκδηλωθεί η παγκόσμια καταστροφή ή η παγκόσμια πρόοδος −διότι το πώς θα την ονομάσουμε ελάχιστα ενδιαφέρει−, όσο μέσα από την εξαχρείωση των καρδιών. Έχει κανένα νόημα να πω ότι το ελάχιστο του πολιτικού που θα επιβιώσει θα μάχεται αξιοθρήνητα στις αγκάλες της γενικής ζωικότητας... Τότε εκείνο που θα προσομοιάζει στην αρετή −τι λέω!− το κάθε τι που δεν θα κλίνει από απληστία προς τον Πλούτο, θα εκλαμβάνεται ως κάτι το απροσμέτρητα γελοίο. Η δικαιοσύνη, εάν βέβαια θα είναι δυνατόν, εκείνη την πανευδαίμονα εποχή, να υπάρχει δικαιοσύνη, θα στερήσει το δικαίωμα του πολίτη από όσους δεν ευδόκησαν με κάποιον τρόπο να πλουτίσουν. Η σύζυγός σου, ω Μπουρζουά!, το σεμνό σου έτερον ήμισυ, που το νόμιμο στεφάνι της είναι η μόνη ποίηση της ζωής σου, εισάγοντας στο εξής μιαν άμεμπτη αισχρότητα στη νομιμότητα, φύλακας άγρυπνος και ερωτευμένος του χρηματοκιβωτίου σου, δεν θα είναι πια παρά το τέλειο ιδανικό της συντηρούμενης γυναίκας. Η κόρη σου, με παιδιάστικα όνειρα γάμου, θα ονειρεύεται στην κούνια της πως πουλά τον εαυτό της για ένα εκατομμύριο. Κι εσύ, ω Μπουρζουά!, −λιγότερο ποιητικός ακόμη και από όσο είσαι σήμερα− δεν θα βρίσκεις τίποτα περίεργο σε όλα αυτά, δεν θα νιώθεις καμία μεταμέλεια...»1

Αυτές οι ζοφερές προβλέψεις από έναν ποιητή. Ναι, αλλά οι ποιητές πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα της κοινής αντίληψης; Με τον «ρεαλισμό» της πολιτικής εξουσίας, τη λογιστική των οικονομολόγων, την κερδώα λογική μιας παγκόσμιας -πλέον- αγοράς και φυσικά συγκεκριμένων ανθρώπων; Και πάλι όμως: Έστω ότι οι ποιητές υπερβάλλουν, κινδυνολογούν, εσωτερικεύουν τη μελαγχολία μιας διαρκούς δείνωσης των ανθρώπινων πραγμάτων. Επενδύουν τους φόβους τους σε ένα ζοφερό μέλλον. Και είναι, ως είθισται στην παράξενη «φυλή» τους, συνήγοροι του δίκαιου των φτωχών και των αδύναμων. Και φυσικά δεν μπορούν να εγκλωβιστούν στην υπερλογική της δύναμης, της εξουσίας, της συσσώρευσης του πλούτου-πολύ περισσότερο δεν ενδιαφέρει τους ποιητές να κατανοήσουν τον «δημιουργικό οίστρο» των απίστευτων εκπροσώπων του πλούτου. Και γιατί δεν μπορούν; Γιατί δεν τους λείπει ο πλούτος. Γιατί ιεραρχούν διαφορετικά τις ανάγκες τους. Γιατί δεν θα ξερίζωναν από έναν κήπο τις τουλίπες για να φυτέψουν ας πούμε λάχανα...2

Στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, όταν οι κακολόγοι προκαλούν τον ποιητή να σκεφτεί περισσότερο το ψωμί από τα παραμύθια των ποιητών, εκείνος: « Και τι να πω σ'εκείνους που με οικτίρουν για την πείνα μου και με συμβουλεύουν να κοιτάξω για ψωμί; Κι εγώ δεν ξέρω-αν και είμαι περίεργος να 'βλεπα την απάντησή τους, αν τύχαινε από ανάγκη, ν'αποταθώ σ'αυτούς. Φαντάζομαι πως θ'απαντούσαν: «Πήγαινε από δω! Ζήτησέ το από τα παραμύθια σου». Και συμπληρώνει: «Και ασφαλώς οι ποιητές βρήκαν περισσότερο ψωμί στα παραμύθια τους, απ'ό,τι πολλοί πλούσιοι στους θησαυρούς τους»3.

Παραμένει ωστόσο γεγονός, ότι παρά τη σθεναρή αντίσταση της ποίησης, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, της τέχνης και πάνω απ'όλα των θρησκειών εναντίον του ανθρώπινου πάθους της συσσώρευσης χρήματος και του άκριτου πλουτισμού, ο άνθρωπος, ως ιδιαίτερη οντότητα, παραμένει-και θα παραμένει αιχμάλωτος (ίσως ακριβέστερα, δούλος) του χρήματος, καθιστώντας τον εαυτό του πειθήνιο υποτελή του, μέσα σε μια διαρκή ψευδαίσθηση κυριαρχίας και δύναμης και ελέγχου της ζωής (του). Πολύ συνηθισμένες διαπιστώσεις, θα έλεγε κάποιος, μειδιώντας ίσως ειρωνικά στην ενδεχόμενη «απορία» απόκτησης του χρήματος εκ μέρους πολλών ή μάλλον των περισσότερων ανθρώπων. Όταν όμως επικαλούμαστε την πρόοδο, τον πολιτισμό και την κάθε είδους ανάπτυξη, οι έννοιες δεν είναι απεξαρτημένες από τη γενική συσσώρευση πλούτου και την ατομική συσσώρευση χρήματος. Τα προβλήματα ωστόσο προκύπτουν-όπως η φιλοσοφία δια μέσου των αιώνων έχει βασανιστεί να τεκμηριώνει, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ και από τον Λέοντα Τολστόι μέχρι τον Μαρξ-, όταν η υπερσυγκέντρωση του πλούτου βαίνει σε βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της φυσικής ισορροπίας. και αν μένουμε απαθείς απέναντι σ'αυτά, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για την απώλεια της ευτυχίας και της ελευθερίας του ατόμου που συγκεντρώνει τον πλούτο. Πολύ συχνά οι εκπρόσωποι της ανθρώπινης σοφίας μιλούν και για την ασχήμια που κρύβεται στο κέρδος, στην άπληστη διαχείριση του χρήματος.

Στις φαντασιακές κοινότητες των ευρωπαϊκών ουτοπιών, η ιδιοκτησία και το χρήμα εξοβελίζονται από την αλληλέγγυα ζωή των ανθρώπων και την επιδίωξη μιας φιλοσοφίας κοινότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κάτοικοι της Ουτοπίας (1516) του Τόμας Μορ, οι οποίοι υλοποιούν την ομορφιά με ασήμαντα υλικά ενώ το ασήμι και το χρυσάφι τα χρησιμοποιούν για την κατασκευή «κατώτερων» χρηστικών αντικειμένων, όπως είναι τα ουροδοχεία. Κι αυτό για να δημιουργούν απέχθεια στους ανθρώπους και απώθηση απέναντι στο χρυσάφι και το ασήμι-απέναντι στο χρήμα, το οποίο θεωρούν ότι αποτελεί εμπόδιο στην κοινωνική δικαιοσύνη: « Εκτός αν πιστεύεις ότι δικαιοσύνη υπάρχει εκεί όπου τα πάντα βρίσκονται στα χέρια των φαύλων ή ότι η ευημερία βασιλεύει εκεί όπου τον πλούτο τον κατέχουν οι λίγοι»4. Στην ίδια ουτοπική φιλοσοφία και ο Τομμάζο Καμπανέλλα, στην ιδανική του Πολιτεία του Ήλιου (Civitas Solis) (1623), αποκαλεί δημόσιο αρπαχτικό τον άνθρωπο που διακατέχεται από το πάθος του πλουτισμού και της ιδιοκτησίας, την οποία επιθυμεί να κληροδοτήσει στο παιδί του5.

Σ'αυτούς τους διαχωρισμούς, όπου αντιτίθενται η ομορφιά και η ασχήμια, η δικαιοσύνη και η αδικία, η ύλη και το πνεύμα, η ανώτερη και η αγοραία φύση, ο φιλόσοφος και ο έμπορος, σταθερά ευδιάκριτη είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην υλική και την πνευματική διάσταση του ανθρώπου, στον αρχέγονο πόλεμο ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα. Χαρακτηριστικά εκφράζει αυτόν τον δυϊσμό η περίπτωση του φιλοσόφου Κράτη του Κυνικού (περίπου 330 π.Χ.), ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, έριξε τα χρήματά του στη θάλασσα, ώστε να απελευθερώσει την ψυχή του από τα ανθρώπινα πάθη της. (Ή κατ'άλλη παράδοση, τα κατέθεσε σε τραπεζίτη, με τη συμφωνία να παραδοθούν στα παιδιά του μόνο στην περίπτωση που δεν θα γίνουν φιλόσοφοι. Αν όμως γίνουν φιλόσοφοι, τότε να μοιραστούν στον λαό).

Στη φιλοσοφία των Στωικών και προπάντων των Κυνικών εγγράφεται η ασυμφιλίωτη σχέση ανάμεσα στην υλική και στην πνευματική υπόσταση του ανθρώπου. Πρόκειται για μια ακραία ίσως θεώρηση, που εκπηγάζει από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και επιχειρεί, με μια πραξιολογική στροφή στον φιλοσοφικό λόγο, να οδηγήσει τον άνθρωπο στην ανακάλυψη της προσωπικής ευτυχίας μέσ'από το δρόμο της πλήρους απαλλαγής του από την αιχμαλωσία της ύλης6.

Ποτέ ίσως στην ανθρώπινη ιστορία δεν έχει επιτευχθεί η μεταξύ ύλης και πνεύματος εξισορρόπηση, παρά την τεράστια επίδραση που κατά καιρούς διάφορα φιλοσοφικά συστήματα σε Ανατολή και Δύση και οι θρησκείες έχουν ασκήσει σε χιλιάδες οπαδούς τους. Και είναι σχεδόν νόμος της ιστορίας-ίσως και ανακυκλούμενος μηχανισμός επιβίωσης-, την υπέρμετρη υλικότητα ιστορικών φάσεων του ανθρώπινου γένους, που παράγει συνήθως ασύμμετρη ευμάρεια, να ακολουθούν περίοδοι αναζήτησης μιας στοχαστικότερης εποπτείας των ανθρώπινων. Και πάλι όμως εξορμά ο άνθρωπος, ο ίδιος ανιστόρητος ή και- προπάντων- αφιλοσόφητος άνθρωπος, με την «ένυλη μανία», είτε λέγεται δύναμη, είτε κυριαρχία, δόξα ή πλουτισμός.
Είναι αξιοσημείωτη η έννοια της «μανίας» σε σχέση με τα παραπάνω, όπως τη χρησιμοποιεί ο Καντ στην Ανθρωπολογία7 του. Πρόκειται για το σύνολο των ανθρωπολογικών μαθημάτων του στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης, όπου δίδαξε για τριάντα χρόνια, προσπαθώντας να δώσει απάντηση στο πρωταρχικό ανθρωπολογικό του ερώτημα: Τι είναι ο άνθρωπος; Επιδιώκει δηλαδή τη θεμελίωση μιας απάντησης για τη φύση του ανθρωπίνου όντος, τον συνδυασμό των ικανοτήτων και δεξιοτήτων του, των μορφών δράσης και συμπεριφοράς του, με τις οποίες διαμορφώνεται ως ελεύθερη οντότητα, διαμορφώνοντας και το πλαίσιο των σχέσεών του με τους συνανθρώπους του. Σ'αυτό λοιπόν το τελευταίο βιβλίο του Καντ, το οποίο επιμελήθηκε ο ίδιος και δημοσίευσε το 1798, συνθέτει τα βασικά ζητήματα της Μεταφυσικής, της Ηθικής και της Θρησκείας (Τι μπορώ να γνωρίσω, Τι πρέπει να πράξω, Τι επιτρέπεται να ελπίζω) στο ενοποιητικό θεμελιώδες ερώτημα: Τι είναι ο άνθρωπος; Ένα από τα γνωρίσματα του ανθρώπου, το οποίο διερευνά ο Καντ είναι «η τάση του να ασκεί επίδραση πάνω σε άλλους ανθρώπους», γεγονός που ισοδυναμεί με την ισχυρή του βούληση υπόταξης των άλλων ανθρώπων. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση τριών δυνάμεων: της δόξας, της ισχύος και του πλούτου (του χρήματος). Η αρχική επιθυμία πολλαπλασιάζεται συνεχώς για να φτάσει τα όρια της πραγματικής «μανίας», όρος που προέρχεται από την ψυχοπαθολογία και τον οποίο ο Καντ φαίνεται, με την ψυχολογική ένταση που του αποδίδει, να τον χρησιμοποιεί με την έννοια της ψυχικής απόκλισης.
Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι με το χρήμα επιτυγχάνονται τα πάντα, ο Καντ ερμηνεύει τη «μανία» του πλουτισμού, με τη δύναμη του χρήματος, τη μαγική του επιρροή στους ανθρώπους. «...η συνείδηση και μόνο ότι κατέχουμε τα μέσα που μας επιτρέπουν να επιδράσουμε στους άλλους, κεντρίζει τα πάθη μας πολύ ζωηρότερα από τη χρήση αυτών των μέσων στην πράξη»8. Αλλά και οι ποιητές έχουν μιλήσει για την κακοήθη παντοδυναμία του χρήματος. Ο Σοφοκλής διατυπώνει αποφθεγματικά και για πάντα, τη μέγιστη κακοποιό του δύναμη ανάμεσα στους ανθρώπους για να καταλήξει ότι το χρήμα δίδαξε στους ανθρώπους κάθε ανόσιο έργο: οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος /κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις/ πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν/δόμων·/τόδ᾽ ἐκδιδάσκει καὶ παραλλάσσει φρένας/χρηστὰς πρὸς αἰσχρὰ πράγμαθ᾽ ἵστασθαι βροτῶν·/ πανουργίας δ᾽ ἔδειξεν ἀνθρώποις ἔχειν/ καὶ παντὸς ἔργου δυσσέβειαν εἰδέναι9.
Μια συλλογιστική της παντοδυναμίας του χρήματος αναπτύσσει ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ του Γκαίτε, ενώ ο Σαίξπηρ στον Τίμωνα τον Αθηναίο πλέκει –με πόση ειρωνεία και σαρκασμό!- το εγκώμιο της διάστροφης δύναμης του κίτρινου χρυσού: Χρυσάφι; Κατακίτρινο, αστραφτερό, πολύτιμο χρυσάφι;... Τόσο χρυσάφι θα κάνει άσπρο το μαύρο, άσχημο τ'όμορφο, σωστό το λάθος, σπουδαίο το χυδαίο, νέο το παλιό, γενναίο το δειλό... Αυτός ο κίτρινος σκλάβος φτιάχνει και παύει νόμους, ενόχους αθωώνει, κάνει ευλογία την ευλογιά, παίρνει τους κλέφτες και τους δίνει αξία, υπόληψη και λόγο προεστού... Ε, χώμα εσύ καταραμένο, πόρνη της ανθρωπότητας, εσύ που κάνεις να σπαράζονται οι όχλοι των εθνών»10.
Σχολιάζοντας ο Μαρξ τη φύση του χρήματος όπως ο Σαίξπηρ την παρουσιάζει, υπογραμμίζει δύο χαρακτηριστικές του ιδιότητες: 1. Το χρήμα είναι ορατή θεότητα, που μεταμορφώνει τις ανθρώπινες και φυσικές ιδιότητες στα αντίθετά τους. και 2. Το χρήμα είναι η πόρνη και ο προαγωγός των ανθρώπων και των εθνών. Για να συμπυκνώσει τη συλλογιστική του: «Το χρήμα είναι η παραμόρφωση του ίδιου του ανθρώπινου είδους»11.
Με τις παραπάνω, ενδεικτικές απλώς αναφορές για το χρήμα, διαφαίνεται η μετακίνηση από τον χρηστικό, πρακτικό του χαρακτήρα στον κοινωνικό και ψυχολογικό, στην επίδραση που ασκεί σε όλες τις εκφάνσεις της ατομικής και συλλογικής ζωής: στον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, στη φιλοσοφία και στην επιστήμη μας, στη θρησκεία, στη διαμόρφωση της ταυτότητάς μας εντέλει.
Ο Charles Eisenstein, στο έργο του Sacred Economics (2011)12, υποστηρίζει ότι «έχουμε δημιουργήσει έναν θεό κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν του χρήματος»: μια αόρατη δύναμη που κινεί και εξουσιάζει τα πάντα, ένα αόρατο χέρι που δίνει εντολή και κατευθύνει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, μια οντότητα μη υλική αλλά πανταχού παρούσα.
Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του, στο οποίο δίνει τον ελκτικό τίτλο: Το χρήμα και ο νους (Money and Mind), o Eisenstein αναφέρεται στη δημιουργία της άυλης υπόστασης του χρήματος, όπως έγινε και με τον ανθρώπινο νου, που στη διάρκεια χιλιάδων χρόνων εξελίχθηκε ως μια μη υλική υπόσταση, για να φτάσουμε στη σημερινή αντίληψη μιας «άυλης συνειδητότητας, ενός εξαϋλωμένου πνεύματος». Τελικά, καταλήγει ο Eisenstein, αυτή η αφαίρεση και στην κοσμική και στη θρησκευτική σκέψη, έγινε πιο σημαντική από το υλικό όχημα, όπως ακριβώς η «αξία» ενός αντικειμένου έγινε πιο σημαντική από τα φυσικά του γνωρίσματα.

Έτσι, μπορεί να ερμηνευτεί και η δυσερμήνευτη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα, στα όρια που αυτό μεταβάλλεται σε πάθος και μανία. Μια σχέση που δεν υπερβαίνει απλώς την πρακτικότητα και τη χρηστική του σημασία, τη δυνατότητα που προσφέρει στην κάλυψη ανθρώπινων αναγκών, ακόμα και την κατανοητή επένδυση σ'αυτό μιας κοινωνικής δύναμης και εξουσίας. Πρόκειται για την εσωτερίκευσή του ως απόλυτης αξίας, ως λατρευτικού αντικειμένου που εγκαθίσταται στη συνείδηση υπερβαίνοντας κάθε άλλη αξία (πνευματικής ή ηθικής φύσεως), και προπάντων υπερβαίνοντας την ένυλη φύση του, την ικανοποίηση δηλαδή των ανθρώπινων αναγκών. Και το δραματικότερο- αν όχι και το κωμικότερο πολλές φορές, αν το γεγονός δεν είχε επιπτώσεις στο σώμα της κοινωνίας- υπερβαίνοντας την υποτελή του φύση σε σχέση με τον άνθρωπο, καθώς τον μεταμορφώνει σε αντικείμενο, παίρνοντας τη θέση και τον ρόλο του υποκειμένου-εξουσιαστή.

Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Michael J. Sanders, καθηγητή της Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με τίτλο: Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα- Τα ηθικά όρια των αγορών (What Money can't buy-The moral limits of markets), αποκαλύπτεται η πλήρης διάβρωση της ηθικής και πνευματικής φύσης του ανθρώπου σήμερα και η κατασκευή ενός απόλυτα δουλοποιημένου ανθρώπου. Τα πάντα σχεδόν αγοράζονται, υποστηρίζει ο συγγραφέας και σχεδόν τα πάντα είναι προς πώληση. Και αναφέρει «εκκεντρικά» παραδείγματα αγοράς: Αναβάθμιση κελιού φυλακής, πρόσβαση στη λωρίδα που προορίζεται για οχήματα υψηλής πληρότητας, οι υπηρεσίες μιας Ινδής «φέρουσας μητέρας», αγορά της ασφάλειας ζωής ηλικιωμένου: πληρώστε τα ετήσια ασφάλιστρα όσο βρίσκεται εν ζωή ώστε να εισπράξετε την αποζημίωση όταν πεθάνει: έως και πολλά εκατομμύρια (ανάλογα με την ασφαλιστική κάλυψη). πληρωμή γυναικών για να στειρώνονται. Κι ακόμα, αγορά θέσης σε πανεπιστήμιο κύρους. και πληρωμή μαθητών για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους... Αλλά ο έσχατος ευτελισμός της ανθρώπινης αξίας και βέβαια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έρχεται με τα προσφερόμενα προς πώληση είδη (που είναι κυρίως οι χρήσεις του ανθρώπινου σώματος): Νοικιάστε χώρο στο μέτωπό σας (ή σε άλλα σημεία του σώματός σας) για διαφημιστικές καταχωρίσεις. Γίνετε πειραματόζωο μιας φαρμακευτικής εταιρείας... Καθίστε στην ουρά όλη τη νύχτα έξω από το Καπιτώλιο για να κρατήσετε θέση για έναν λομπίστα που θέλει να παρακολουθήσει μια συνεδρίαση του Κογκρέσου...13

«Το χρήμα ασχημαίνει όλους τους θεούς των ανθρώπων: τους μετατρέπει σε ένα εμπόρευμα. Το χρήμα είναι η παγκόσμια αξία κάθε πράγματος που συγκροτείται για τον εαυτό της. Είναι το χρήμα ο αντιπρόσωπος της αξίας όλων των πραγ¬μάτων, κάθε ανθρώπου και όλων των κοινωνικών σχέσεων»14, θα γράψει ο Μαρξ.
Είναι γεγονός ότι διανύουμε-πόσο ευρηματικά!- την απόλυτα οικονομική προσέγγιση της ζωής και τη μαξιμαλιστική προσαρμογή του ατόμου στο σύγχρονο χρηματοοικονομικό περιβάλλον. Με αποτέλεσμα το χρήμα – και ο ατέρμων πλουτισμός (των ολίγιστων), να καθίστανται πραγματικότητες που μετακινούν τα όρια πολύ πέραν της δημιουργικής φύσης του ανθρώπου. Πολύ πέραν του θεμιτού και κατανοητού. Πολύ πέραν αυτού που με όρους πραγματολογικούς και ψυχολογικούς μπορούμε να ονομάσουμε «κανονικότητα». Και φυσικά δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ηθική και ηθική των ορίων.

Η διαρκής-και χωρίς υπαρξιακό προσανατολισμό- υπερσυσσώρευση του ατομικού πλούτου, η ανεξάρτητη από τις πραγματικές ανάγκες συγκέντρωση χρήματος, και η φετιχοποίησή του ως οντότητας υπερβαίνουσας την υλική, ηθική και πνευματική υπόσταση του ατόμου, εγείρει το ζήτημα μιας «ψυχικής εξάρτησης» απ'αυτό, καθώς υποτάσσει το άτομο άκριτα στην υπερβούλησή του. Ακόμα και το ιδεώδες της άμετρης υλικής ευζωίας, η απόλαυση δηλαδή του πλούτου, απόλλυται μέσα στη χαώδη δίνη στην οποία εμπλέκεται ο θηρευτής του. Ίσως κάποιοι μειδιούν ειρωνικά για την έννοια της εξάρτησης από το χρήμα ή του εθισμού σ'αυτό. Αλλά πώς ορίζεται η εξάρτηση; Πρόκειται γενικώς για τη μη ελεγχόμενη επιθυμία να δημιουργεί κάποιος μια συγκεκριμένη βιωματική κατάσταση, στην οποία υποτάσσει την υγεία του-ψυχική και σωματική-, την εργασία και την οικογένειά του και κάθε άλλο ζωτικό ενδιαφέρον στη ζωή του.

Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι κάθε ανθρώπινη ανάγκη, ακόμα και κάθε ανθρώπινο ενδιαφέρον, μπορεί, στη νοσηρή και ανέλεγκτη υπερβολή του, να προκαλέσει εθισμό και εξάρτηση. Το χρήμα ανήκει λοιπόν σ'αυτή την κατηγορία. Ακριβώς γιατί έχει τη δύναμη να προκαλεί ατομική ή συλλογική παραίσθηση. Και να αιχμαλωτίζει άκριτα κάθε άλλη ζωτική λειτουργία ή συμπεριφορά, αποκόπτοντας –το κυριότερο- την ηθική και ενσυναισθητική σύνδεση του ανθρώπου με την κοινωνία, με τον συνάνθρωπο. Κι αυτό όχι με μια στενή θεολογική αντίληψη, αλλά με την πρωτογενή ανθρωπολογική διαδικασία οργανικής σύνδεσης του ανθρώπου με τους άλλους ανθρώπους.

Σε μια σαρκαστική και ίσως αυτοβιογραφική του εξομολόγηση για το χρήμα ο Αμερικανός πρωτοπόρος της ποπ αρτ Άντι Γουόρχολ, γράφει: «Δεν νομίζω ότι πρέπει να έχουν όλοι χρήματα. Δεν θα 'πρεπε να προορίζονται για τον καθένα-δεν θα γνώριζες ποιος είναι σημαντικός. Τι βαρεμάρα. Ποιον θα κουτσομπόλευες; Ποιον θα ταπείνωνες; Ποτέ δεν θα 'νιωθες το φοβερό εκείνο συναίσθημα όταν λέει κάποιος: «Μπορείς να μου δανείσεις είκοσι πέντε δολάρια;»15 Και ο ίδιος, νοσηρά μικροβιοφοβικός, μιλώντας για τη λατρεία, τη φετιχοποίηση του χρήματος: «Δεν νιώθω σαν να πιάνω μικρόβια όταν κρατάω χρήματα. Το χρήμα διαθέτει κάποιου είδους αμνηστία. Όταν κρατάω χαρτονομίσματα, αισθάνομαι πως το δολάριο δεν έχει πιο πολλά μικρόβια από τα χέρια μου. Όταν τρίβω με το χέρι μου τα χρήματα, μου φαίνονται πεντακάθαρα...»16

Ζούμε την αυτοκρατορική εποχή του χρήματος. Τη θαυμαστή «κοσμοκρατορία» του και τη «διαβόητη» νοσηρότητά του. Ο Νίτσε θα είχε σήμερα μια λαμπρή «μελέτη περίπτωσης» ώστε να θεμελιώσει την αιρετική φιλοσοφία του πάνω στους δύο τύπους ηθικής, όπως ο ίδιος τους αντιλαμβανόταν: την «ηθική του κυρίου», όπου το «καλό» περιλαμβάνει τον πλούτο, το πάθος για επιχειρήσεις, την υγεία, την τόλμη, την αρπακτικότητα, την εκδίκηση, τη δίψα για δύναμη. και την ηθική του δούλου, όπου το «κακό» είναι συνυφασμένο με την πενία, την παθητικότητα, την ασθένεια, την αδυναμία και την υποτακτικότητα17.
Παρακολουθούμε, λοιπόν, εξελικτικά τα επώνυμα και αθέατα βιογραφικά των παγκόσμιων φορέων του χρήματος. Και τα λιγότερο ή καθόλου επώνυμα βιογραφικά των περιφερειακών του φορέων. Τις ορατές και αθέατες διαπλοκές για την αδιατάρακτη πορεία του. Μπορεί να είναι αφέλεια ή και αδυναμία συνθετικής κατανόησης η αμφισβήτηση του χρήματος και τα οριακά παιχνίδια που το φέρουν πρωταγωνιστή. Και σίγουρα το Διαγνωστικό και Στατιστικό

Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV-TR) δεν συμπεριλαμβάνει το χρήμα στους βασικούς τύπους εθισμού. Μήπως όμως-σε μια διαδικασία ηθικής και κοινωνικής προόδου, ακόμα και οικολογικής- μια άλλη φιλοσοφία ζωής, που θα περιλαμβάνει και τους κατόχους και τους μη κατόχους του, σε εξισορροπητικές καταστάσεις μέτρου, αριστοτελικής υφής, που θα μεριμνά τόσο για την υλική όσο και την ψυχική ευδαιμονία όλων των ανθρώπων, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβλέπει-σε ένα εκσυγχρονισμένο, ανθρωπιστικό πλαίσιο κοινωνικής πρόνοιας- και για μονάδες παροχής υπηρεσιών «αποτοξίνωσης» από το χρήμα; Προς όφελος των μη εχόντων αλλά προπάντων των εχόντων και «νοσούντων» από τη μεταδοτική ασθένειά του!

Την ευδαιμονία τη δικαιούται ο καθένας, στο βαθμό τουλάχιστον που αυτή εξαρτάται από μιαν εξορθολογισμένη εναρμόνιση των απαιτήσεων και των αναγκών της κοινωνικής συνύπαρξης σε κάθε κλίμακα. Και η ευδαιμονία μπορεί να μην εξαρτάται ίσως απόλυτα από το χρήμα... Μάλλον σίγουρα δεν εξαρτάται απ'αυτό, στο βαθμό τουλάχιστον που το έχουν αναγάγει οι «εθισμένοι» εκπρόσωποί του!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Περί χρήματος, εκδ. Κοβάλτιο, Αθήνα 2017, σ. 116-117 (Από τις Φωτοβολίδες ( Fusees) του Charles Baudelaire).
2. Nuccio Ordine, Η χρησιμότητα του άχρηστου, μτφρ. Χρυσόστομος Ανταίος, επιμέλεια Σταύρος Πετσόπουλος, Άγρα, Αθήνα 2014, σ. 85.
3. Ό.π., σ. 95.
4. Thomas More, Ουτοπία, μτφρ. Νατάσα Βαρσάκη, Ιάμβλιχος, Αθήνα 2003, σ. 48.
5. Tommaso Campanella, Η Πόλη του Ήλιου, μτφρ. Αθανασία Κοντοχρήστου, Άρδην, 2007.
6. Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Χ. Θεοδωρίδης, Εστία, 2008.
7. Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, μτφρ. Χάρης Τασάκος, Printa, Aθήνα 2011.
8. Ό.π. και Γεράσιμος Βώκος, Οι τρεις μανίες του ανθρώπου, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008. επίσης, Γ. Βώκος, Επιφυλλίδες, Άγρα, Αθήνα 2011.
9. Σοφοκλέους, Αντιγόνη, στ.295-301.
10. Περί χρήματος (συλλογικό), εκδ. Κοβάλτιο, Αθήνα 2017.
11. Ό.π., σ. 67.
12. Βλ.Charles Eisenstein: Sacred Economics, Wordpress, 2011. Άλλα έργα του: The More Beautiful World Our Hearts Know is Possible (2013).
13. Βλ. Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα, Β'έκδ., μτφρ. Μιχάλης Μητσός, Πόλις, Αθήνα 2017, σ. 9-12.

14. K. Marx, Oeuvres, ΙII, Philosophie, Παρίσι, Gallimard, «Bibl. de la Pléiade», 1982, σ. 378, στο Περί χρήματος-Ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016, σ. 135.
15. Περί χρήματος, ό.π., σ.84.
16. Στο ίδιο, σ. 90.
17. Βλ. Φ. Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Νησίδες, Αθήνα 1998. Επίσης, Θ. Πελεγρίνης, Ο Νίτσε για τη φιλοσοφία, στο: Ποίηση-Φιλοσοφία-Ψυχιατρική, Αφιερωματικός τόμος στον Καθηγητή Μάριο Μαρκίδη (επιμ. Κ. Σολδάτος, Σ. Ροζάνης κ.ά.), ΕΚΠΑ 2013, σ. 189-200.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline