Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024  20:35:54

Ιωάννης Πανούσης: Δεν είναι όλα ρατσισμός

Πρέπει να κάνουμε κάποιες οριοθετήσεις, γιατί έτσι όπως ακούω να μιλάνε οι συνάδελφοι, μοιάζει σαν όλα να είναι ρατσισμός. Προφανώς, κύριοι συνάδελφοι, έχουμε τον βιολογικό ρατσισμό, έχουμε τον λειτουργικό ρατσισμό, έχουμε τον πολιτισμικό ρατσισμό και έχουμε και τον φοβικό ρατσισμό.

Από την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορούμε να συγχέουμε κάθε κοινωνικό αποκλεισμό, κάθε κοινωνική ανισότητα και κάθε κοινωνική αδικία ή και κάθε στερεότυπο με τον ρατσισμό. Διότι τότε κάθε τι είναι ρατσισμός.

Υπάρχει η Διεθνής Διάσκεψη της Ουνέσκο το 1978, που εξέδωσε τη Διακήρυξη υπέρ της φυλής και της φυλετικής προκαταλήψεως. Εκεί πρέπει να στηριχθούμε για να δούμε ποιο είναι το κρίσιμο στοιχείο του ρατσισμού. Γιατί, κάθε κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι ρατσισμός. Με την έννοια αυτή, λοιπόν, κάθε φτωχός και άνεργος θα εμπίπτει σε μια ρατσιστική αντίληψη και κάθε διαφοροποίηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρατσιστική.

Τι λέει, όμως, η Ουνέσκο; Κάθε θεωρία που ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι ανώτερες ή κατώτερες, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι ορισμένοι θα είχαν το δικαίωμα να εξουσιάσουν ή να παραμερίσουν άλλες, που τις θεωρούν κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές κρίσεις σε φυλετικές διαφορές, τότε πράγματι έχουμε ρατσισμό. Άρα, το στοιχείο που κάνει μια συμπεριφορά ρατσιστική δεν είναι η κοινωνική ανισότητα. Είναι η αίσθηση του ανώτερου και του «δικαιώματος» αυτού του ανώτερου να εξουσιάζει τους άλλους.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, τι έχει συμβεί; Έχουμε δει καθεστώτα που εφαρμόζουν επισήμως τον ρατσισμό σε κρατικό επίπεδο. Και βέβαια, έχουν αυταρχική διακυβέρνηση. Έχουμε δει κοινωνικά συστήματα που οδηγούν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και με ένα λειτουργικό ρατσισμό, που εκμεταλλεύεται τα παραδοσιακά μίση των λαών και τα βάζει να συγκρούονται. Επίσης, έχουμε δει και ένα περίεργο φαινόμενο στη χώρα μας: Μερικοί να πιστεύουν ότι είναι συγχρόνως αληθινοί δημοκράτες και αληθινοί ρατσιστές. Βέβαια, δεν μπορεί εύκολα να διασυνδέσει κανείς όλες τις ρατσιστικές και εξτρεμιστικές τάσεις με έναν άκαμπτο κανόνα, χωρίς εξαιρέσεις. Γιατί πολλές φορές βλέπουμε αυταρχικά καθεστώτα να μην έχουν ρατσιστικές τάσεις και συμπεριφορές ή και το ανάποδο. Ούτε μπορεί να χρεώσουμε όλη την κοινωνία ότι, εφόσον υπάρχουν κάποια ρατσιστικά στοιχεία, όλη η κοινωνία βαίνει προς τον ολοκληρωτισμό.

Μολονότι ο ρατσισμός και ο φασισμός αποτελούν φαινόμενα με ορισμένα κοινά ιδεολογικά στοιχεία και συχνά συνδέονται με ιστορικές εκδηλώσεις, παραμένουν εντούτοις χωριστές κατηγορίες πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τον δεξιό εξτρεμισμό με το ποινικό δίκαιο. Γίνεται; Θα το δούμε. Άρα, ο ρατσισμός και ο φασισμός δεν οριοθετούνται εύκολα, καθώς εμπλέκονται ιστορικές πολιτικές, ακόμα και συναισθηματικές παράμετροι. Το ερώτημα είναι αν ο ρατσισμός συνιστά αναπόσπαστο τμήμα του οργανωμένου φασισμού.

Ο ιστορικός φασισμός περιλαμβάνει τον υπερεθνικισμό, τον αντικοινοβουλευτισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, το λαϊκισμό, τον αντικομμουνισμό και συχνά περιλαμβάνει κι ένα είδος μυστικισμού. Όμως, μια οικονομίστικη ερμηνεία του φασισμού δεν αρκεί για να εξηγήσει το φαινόμενο, καθώς δεν αποτελεί μια γραμμική εξέλιξη.

Πάμε, όμως, σε αυτό που θέλει να τιμωρήσει ο νόμος. Ο νόμος πρέπει να τιμωρεί το έγκλημα, τη βία. Υπάρχει ασυμφωνία των κοινωνικών επιστημόνων ως προς τον ορισμό του εγκλήματος μίσους.

Δηλαδή, το κίνητρο επιλογής του δράστη που είναι η προκατάληψη κατά της ομάδας δεν αρκεί. Πρέπει να εγκληματήσει. Πολλές φορές, βέβαια, δεν πρόκειται για «καθαρό μίσος», αλλά για αντιλήψεις, τάσεις, συμπεριφορές και πράξεις που αφορούν σε ορισμένη κοινωνική κατηγορία, μέσα στην οποία κρύβονται και οικονομικά και πολιτικά και άλλα στοιχεία.

Έχουμε ομάδες «στόχους» και ομάδες «μισητής δράσης». Αυτά τα εγκλήματα μίσους στρέφονται κατά ευάλωτων φυλετικών στόχων. Πίσω, όμως, από αυτές τις επιθέσεις, επαναλαμβάνω, υπάρχει οργάνωση με διάφορους σκοπούς.

Τα εγκλήματα μίσους προκαλούνται από εχθρότητα σε ειδική φυλή, εθνική μειονότητα κλπ.. Η προκατάληψη ή η αρνητική πρόσληψη του άλλου ή της ομάδας καταλήγουν σε φυλετικά εγκλήματα, αφού έχει κατηγορηθεί, βέβαια, όλη η συγκεκριμένη ομάδα και η πολυπολιτισμικότητα ως γενεσιουργός αιτία του εγκλήματος. Όμως, αυτό πρέπει να τιμωρεί ο νόμος, το έγκλημα μίσους. Όχι ακόμα και τον ακραίο ρατσιστικό λόγο. Και εκεί είναι όλο το πρόβλημα.

Στα εγκλήματα μίσους ο δράστης αρνείται την ύπαρξη του θύματος ως τέτοιου, δηλαδή ως ανθρώπινου όντως. Από την άλλη μεριά το θύμα του εγκλήματος μίσους νιώθει διπλά τραυματισμένο, διότι γνωρίζει ότι ο δράστης είχε ένα γενικά απρόσωπο κίνητρο που απευθύνεται με βία σε αυτόν, αλλά αλλού στέλνει το μήνυμα: «Δεν σας θέλουμε». Το δίλημμα δεν είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά όλη η ομάδα. Γι' αυτό και τα εγκλήματα προκατάληψης πρέπει να τιμωρούνται βαρύτερα από τα αντίστοιχα απλά εγκλήματα.

Υπάρχουν, βέβαια, και αντίθετες απόψεις. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η αντιρατσιστική νομοθεσία δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Ορισμένοι αναρωτιούνται πώς συνδυάζεται η ελευθερία της έκφρασης και της ανάπτυξης της προσωπικότητας με την τιμωρία των εγκλημάτων προκατάληψης. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα γενικό κίνητρο αντιπάθειας; Στα εγκλήματα μίσους πέφτει κάποιος θύμα για αυτό που είναι; Μήπως τα περισσότερα εμπεριέχουν κι άλλα στοιχεία, απλώς αυτό που εμφανίζουν μπροστά είναι το μίσος, ένα ψευτοεχθρικό στοιχείο, ενώ πίσω υπάρχει διαπλοκή; Ακόμα, όμως, και στις συμβολικές πράξεις μίσους, Κου Κλουξ Κλαν, κι αυτές δεν καλύπτονται από την ελευθερία έκφρασης. Μπορεί να τιμωρηθούν ως απειλή κατά των προσώπων, αλλά αν έχουμε βία.

Οι απόλυτες απαγορεύσεις έκφρασης ρατσιστικής ιδέας και η διέγερση σε μίσος με βάση τη ρατσιστική προπαγάνδα, θέλουν οριοθετήσεις. Η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να ποινικοποιείται ούτε συλλογική ευθύνη να θεσμοθετείται, όσο κι αν ο ρατσιστικός λόγος είναι ένας λόγος φονιάς, γιατί κουβαλάει έγκλημα και βία, ένα φονικό όργανο κατά των ανθρώπων, των θεσμών και των ιδεών. Μόνο με αντίλογο μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε.

Ο πολιτικός αυτός λόγος μπορεί να διαμορφώσει τόσο ρατσιστικές, όσο και αντιρατσιστικές συνειδήσεις. Ο ποινικός έλεγχος του λόγου μπορεί να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές εκτός του ρατσισμού και θέλει προσοχή. Η φίμωση λόγω διαφωνιών είναι ασύμβατη με τα φιλελεύθερα καθεστώτα. Γύψος στη γλώσσα δεν νοείται και τα εγκλήματα μίσους πρέπει να τιμωρούνται. Όμως, να δούμε πότε και πώς και με ποια διατύπωση.

Η εχθροπάθεια ως καλλιέργεια αλλά και η εξωτερίκευση συναισθημάτων μίσους δεν μπορεί να γίνει βάση ενός ιδιώνυμου εγκλήματος. Η ετερότητα και η διαφορετικότητα δεν μπορούν να ταυτιστούν με την εχθρότητα. Προσοχή, όμως, από την προκατάληψη στην ποινικοποίηση ο δρόμος είναι σπαρμένος με θεσμικά αγκάθια.

Επειδή μιλάμε για ξενοφοβία, θα ήθελα να πω ότι η ξενοφοβία είναι ένας όρος φορτισμένος με ψυχολογικά ηθικά και άλλα κριτήρια φόβου και αυτοσυντήρησης που δεν ποινικοποιούνται. Όταν φοβάται κάποιος, δεν ποινικοποιείται ο φόβος. Η πρόκληση ξενοφοβικών αντανακλαστικών με ψευδείς ειδήσεις είναι άλλης τάξης θέμα, σε σχέση με τη δημοσιότητα προσωπικών ξενοφοβικών απόψεων, χωρίς όμως πρόθεση επηρεασμού της κοινής γνώμης ή διασάλεψης της τάξης. Έτσι, λοιπόν, το κριτήριο πρέπει να παραμείνει η επιθετική ετοιμότητα, η πραγματική δύναμη υποκίνησης, η κινητοποίηση των δυνάμεων βίας και τελικά η βία. Ο φόβος από τον ρατσιστικό λόγο δεν πρέπει να γίνει για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου ένας σταυρός μαρτυρίου, που θα κουβαλάνε στην πλάτη και ένοχοι και αθώοι.

Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα: Αν θα ποινικοποιήσουμε και θα διαμορφώσουμε νέα άρθρα στον Ποινικό Κώδικα ή θα αναγνωρίσουμε βαρυντικές περιστάσεις με ειδική απαξία στα ισχύοντα εγκλήματα.

Κάθε έγκλημα του Ποινικού Κώδικα μπορεί να είναι ρατσιστικό, με ή χωρίς βία ή απειλή βίας, προσβολή τιμής, γενετήσια ελευθερία. Κάθε ρατσιστικός λόγος, όμως, δεν είναι αναγκαστικά και ρατσιστικό έγκλημα. Άρα, πρέπει να πάρουμε μια απόφαση: Αν θα έχουμε ένα γενικό ποινικό μέρος και αυτό που ονομάζουμε ένα ποινικό μέρος του εχθρού -αντιτρομοκρατικός, αντιρατσιστικός και πάει λέγοντας- ή αν θα προσέξουμε τη διατύπωση του συγκεκριμένου νόμου.

Στηριζόμενοι στη δομή του νομοσχεδίου, κύριε Υπουργέ, αυτές οι πράξεις πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορες για να κινητοποιήσουν μία τέλεση εγκλήματος, έστω κι αν δεν χρειαστεί να αποδειχθεί ότι πράγματι τελέσθηκαν τα εγκλήματα.

Άρα, οι συνθήκες, η κινητοποίηση αορίστου αριθμού ατόμων κ.λπ. αποτελούν κρίσιμους παράγοντες. Δηλαδή υποκίνησε μίσος, παρόλο που αυτή η λέξη δύσκολα μπορεί να μπει σε νομικό ορισμό. Δεν προϋποθέτει αναγκαία προτροπή σε πράξη βίας, σε εγκληματική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε έκφραση σκέψεων, ιδεών που δεν δημιουργεί έστω και μία δυνατότητα αντικειμενικού κινδύνου για το συγκεκριμένο έννομο αγαθό δεν μπορεί να είναι καν αρχικά άδικη συμπεριφορά.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι για το ρατσιστικό λόγο των δημοσιογράφων, με παρουσίαση ρατσιστικών γνωμών τρίτων ακόμα και με αξιόποινο περιεχόμενο στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Αν ο δημοσιογράφος, δε, συμβάλλει ενεργητικά στην αντιρατσιστική πληροφόρηση και τον αντισχολιασμό, δεν πρέπει να είναι ποινικά υπεύθυνος. Υπάρχουν σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Όταν πράγματι ο λόγος είναι τυπικά επιστημονικός ή ενημερωτικός, όταν ο δημοσιογράφος κρατά αποστάσεις, όταν γενικά τηρείται το αναγκαίο μέτρο για την ενημέρωση της κοινής γνώμης σχετικά με ένα ζήτημα, δεν πρέπει αυτή η πράξη να έχει καμία σχέση με το ποινικό δίκαιο.

Σχετικά με τον ιστορικό αναθεωρητισμό, η περίπτωση που δεν περιορίζεται απλά στη διατύπωση αμφιβολιών για κάποια ιστορικά γεγονότα, αλλά συνδυάζεται με απειλητικές, προσβλητικές και καταφρονητικές εκφράσεις εναντίον των επιζώντων, δεν εμπίπτει στην ελευθερία της γνώμης. Το Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο σε μία απόφαση της υπόθεσης Ντεγκρέλ είπε ότι «το δικαίωμα στην τιμή των μελών ως λαού ή έθνους, στο μέτρο που προστατεύει και εκφράζει το αίσθημα της προσωπικής του αξιοπρέπειας, πλήττεται όταν προσβάλλεται ή υποτιμάται γενικά στο σύνολό του ένας λαός και ένα έθνος».

Λίγη προσοχή, όμως, στην ιδεολογικοποίηση της νομοθετικής παρέμβασης στη μνήμη, γιατί αυτό θα οδηγεί σε συνεχείς αναθεωρήσεις, καθώς κάθε Κυβέρνηση, κάθε συσχετισμός στην Ευρώπη, στην παγκοσμιοποίηση, μπορεί να αλλάξει αυτά τα γεγονότα και αυτές τις αξιολογήσεις αυτών των γεγονότων.

(Ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης είναι βουλευτής Αθηνών της ΔΗΜΑΡ)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline