Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024  13:54:38

Τρία κείμενα μνήμης και τιμής, ένα ξεχωριστό «αναρχικό και αλήτη των ιδεών». Κωνσταντίνος Τζούμας: Ανθελληναρία. Κύριο

Για τον πόνο. «Μπαινόβγαινα για κανένα τετράμηνο στον "Ευαγγελισμό" για χημειοθεραπείες, παρακεντήσεις κ.λπ. "Πονάτε;" με ρωτούσαν. "Και να πονάω θα στο δείξω;"».

1. ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΤΙΝΤΣΙΝΗ

«Ήταν, βεβαίως, ηθοποιός. Όμως, πόσα αποσιωπά όποιος βιάζεται να ορίσει ως ηθοποιό έναν άνθρωπο που δεν «έκανε» απλώς θέατρο• που είχε ενστερνιστεί το θέατρο ως τρόπο του βίου; Η μανιώδης μέριμνα που έδειχνε ο Κωνσταντίνος Τζούμας για το στυλ του, για την εμφάνιση και κυρίως για την εκφορά του λόγου του, δεν έμοιαζε ποτέ «φυσική». Φύση του ήταν η θεατρική επιτήδευση, σε βαθμό που, ακόμη κι όταν έπαιζε κάποιον ρόλο επί σκηνής ή επί της οθόνης, να δίνει την αίσθηση ότι αναπαράγει τον εαυτό του.

Ο Εαυτός, με κεφαλαίο –ο εξέχων, αδέσποτος και ιδιόρρυθμος– ήταν άλλωστε και η ανεπίγνωστη κατεύθυνση του ρεύματος που έφερε και τον Τζούμα στον αφρό. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, μια γλυκιά συμμορία δημιουργών, χωρίς τα χαρακτηριστικά της συντεταγμένης ομάδας και μάλλον χωρίς πρόγραμμα, διεκδίκησε αισθητικά την αυτονόμησή της από την κουλτούρα των μεγάλων ιδεών και των αγελαίων στρατεύσεων. Αντί να ξύνουν πληγές για να βρουν νόημα στα ιστορικά τραύματα, αφέθηκαν στο παρόν τους. Και στον εαυτό τους.

Προϊόν αυτής της χειραφέτησης από την υπερπολιτικοποίηση και τις ορθοδοξίες της πρώιμης μεταπολίτευσης ήταν και το βλέμμα του Τζούμα. Βλέμμα φανατικής εξωστρέφειας που κατέληξε σε έναν ανοικτίρμονα σαρκασμό για το εγχώριο γούστο – σε μια κεχαριτωμένη σιχασιά έναντι αυτού που ο ίδιος ονόμαζε «ελληναρία».

Η ωσμωτική αντιπαράθεση με την «ελληναρία» ήταν όμως που τελικά διαμόρφωσε και το ύφος αυτής της υπεροψίας. Ο λαίμαργος νεοπλουτισμός δικαίωνε την πόζα του εστέτ. Η αστική ασχήμια επέτρεψε την καθιέρωσή του σαν κριτή των καφενείων – ένα μονίμως σηκωμένο φρύδι που έσκεπε πάντα το Κολωνάκι.

Το στόμα που φτύνοντας δρόσιζε και βρίζοντας ανακαίνιζε.
Η πρόζα που έδωσε φωνή στην πόζα της περιφρόνησης –αυτό το ηδυσμένο κράξιμο των πάντων με τον συριγμό στο σίγμα– λειτουργούσε λυτρωτικά ακόμη και για τα θύματά του. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην καλλιγραφημένη κακία του Τζούμα. Έφτυνε και δροσιζόσουν. Έβριζε και ανακαίνιζε το(ν) υβριζόμενο.

Η στωμυλία του –η άνεσή του να μιλάει διαρκώς για όλα χωρίς να υπολογίζει τη χοντράδα και την παραδοξολογία– προκαλεί νοσταλγία. Νοσταλγεί κανείς τη βάναυση ελαφρότητα που συγχωρούνταν στον δημόσιο λόγο πριν από την πολιτική ορθότητα. Τη νοσταλγεί, λησμονώντας ότι και η ίδια κατέληξε στον δικό της στυφό συντηρητισμό – στη μανιέρα του «κράζω, άρα υπάρχω», που έμελλε να γίνει η επίσημη γλώσσα της τρολόσφαιρας.
Τον Τζούμα τον βρήκε η πολιτική ορθότητα άρρωστο και συγκεχυμένο. Κι έτσι τον δίκασε στυγερά παραμονές της τελευτής του.

Αντί στεφάνων, η οικογένειά του ζήτησε να γίνουν δωρεές σε μια οργάνωση για τα έμφυλα δικαιώματα και την ισότητα. Ζήτησε μάλλον να τον εξιλεώσει για το ύστερο και ακαταλόγιστο ολίσθημά του. Λες και ο Τζούμας πέθανε αποσυνάγωγος. Λες και δεν είχε προλάβει να επιβάλει το ψεύδισμά του ως διαφημιστική ορθοφωνία.»

2.Αποχαιρετισμός Σταύρου Θεοδωράκη στον Κωνσταντίνο Τζούμα
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν είναι πια εδώ. Και ο Σταύρος Θεοδωράκης, λίγες ώρες πριν από την κηδεία του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, θυμάται τους «Πρωταγωνιστές» που έκαναν τον Νοέμβριο του 2007.

Ήταν Νοέμβριος του 2007. «Γιατί γελάτε δυνατά;», ρώτησα τον Κωνσταντίνο Τζούμα. «Ναι, πολύ συχνά γελάω δυνατά, έχεις δίκιο. Ποιος ξέρει τι ξορκίζω. Ίσως γιατί θέλω να παρασύρω και τους άλλους να γελάσουν κι αυτοί».
Μετά μιλήσαμε για τον γάμο του στη Νέα Υόρκη. «Είχε πλάκα. Στο δημαρχείο της Νέας Υόρκης ντυμένοι στα λευκά, και βγαίνοντας έξω πέσαμε πάνω σε μια διαδήλωση νοσοκόμων. Λευκά και αυτοί. Ε, είχε πολλή πλάκα!».

Για τη μοναξιά του. «Θέλω να βγαίνω από το ντουζ χωρίς να σκουπίζομαι και να μη φωνάζει κάποιος "θα γεμίσεις το σπίτι νερά", "μη, μη, θα βρέξεις τα σεντόνια"».

Για την πρώτη περιπέτειά του με τον καρκίνο. «Τι ζωή θα ήταν αυτή χωρίς μια σοβαρή ασθένεια. Για να αισθανθείς ότι επιβίωσες κιόλας».

Για τον πόνο. «Μπαινόβγαινα για κανένα τετράμηνο στον "Ευαγγελισμό" για χημειοθεραπείες, παρακεντήσεις κ.λπ. "Πονάτε;" με ρωτούσαν. "Και να πονάω θα στο δείξω;"».

Για το γυναικείο σώμα. «Το κόκαλο των ώμων μ' αρέσει πάρα πολύ γιατί πέφτουν πολύ ωραία τα ρούχα επάνω του».

Για τα ανδρικά ρούχα. «Το τζάκετ του ταυρομάχου είναι από τα πιο γοητευτικά ανδρικά ρούχα που έχω δει ποτέ μου».

Για τα ανεκπλήρωτα όνειρα. «Ήθελα να ιππεύσω άλογα. Όπως στο σινεμά. Με μπότες και σπιρούνια. Και να με πηγαίνει μέχρι την κρεβατοκάμαρα».
Και κάπου εκεί ρώτησα τον Κωνσταντίνο Τζούμα -άγνωστο γιατί- πώς θέλει να είναι η κηδεία του.

«Θα είχε πλάκα ένα τραγούδι του Ντίλαν», μου απάντησε. «"Knockin' on Heaven's Door". Και μετά σκέφτηκα... τι σημασία έχει βρε, αφού δεν πρόκειται να το χαρείς, μήπως θα το πάρεις χαμπάρι; Εδώ δεν έχω πάρει χαμπάρι, Σταύρο μου, πώς πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή καμιά φορά σκέφτομαι "είναι δυνατόν;". "Έλα ρε συ!". Ο χρόνος είναι πολύ περίεργο πράγμα. Διότι δεν φτάνει που είναι δική μας εφεύρεση, μας καταπιέζει κιόλας. Αυτό πάλι τι σου λέει, ας πούμε. Ο χρόνος...».

Κάπου εκεί τέλειωσε η βόλτα μου με τον Κωνσταντίνο Τζούμα εκείνο το φθινόπωρο του 2007.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν από λίγες ημέρες στην ανηφόρα της Λυκαβηττού. Φορούσε πάλι λευκά. Κάτι ανάμεσα σε πιτζάμες και φόρμες. Στηριζόταν στον τοίχο και με μικρά μικρά βήματα πλησίαζε τη Σκουφά. Να περάσει απέναντι και να καθίσει στην αγαπημένη του ψάθινη πολυθρόνα του «Φίλιον».

Και ναι, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, ήταν και ο Ντίλαν εκεί. Με την κιθάρα του να του τραγουδά...

Κωνσταντίνος Τζούμας: Αντίο σε έναν αριστοκράτη της ζωής
«Εφυγε» ο Κωνσταντίνος Τζούμας, μια αντισυμβατική περσόνα

«Γεννήθηκε το 1944 στην Πειραιά και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα με επιδόσεις στη βιβλιοφαγία, στους κλασικούς μυθιστοριογράφους, στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ», ανέφερε στο βιογραφικό του σημείωμα.

«Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο, πάντα σε ασημένια ταμπακιέρα». Η ατάκα από την ταινία-σταθμό του Νίκου Νικολαΐδη «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη», η φράση που ο Κωνσταντίνος Τζούμας λέει λίγο πριν από το περίφημο «άκου πτώμα να μαθαίνεις», είναι απολύτως ταιριαστή με τον αποχαιρετισμό του. Άλλωστε, απεχθανόταν οτιδήποτε γραφικό, και όσοι τον ακούγαμε επί χρόνια στο ραδιόφωνο, ξέρουμε ότι ο Τζουμ ντε λα Τζουμ ντε λα Φουέντε –η περσόνα που είχε δημιουργήσει ως ραδιοφωνικός παραγωγός– δεν θα ανεχόταν κοινοτοπίες ούτε στον επικήδειό του.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας έφυγε από τη ζωή το περασμένο Σάββατο και μέχρι τέλους μοιράστηκε τις μέρες του με την οικογένεια και τους δικούς του ανθρώπους. Όπως μας λέει ο αγαπημένος φίλος του, ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου, σύντροφος στις βόλτες, στις μαγειρικές και στα όνειρα για επόμενες παραστάσεις, «η ζωή τού επιφύλαξε τον θάνατο που επιθυμούσε: Καμιά ασθένεια δεν τον κατέβαλε, ποτέ δεν ένιωσε ηττημένος. Πέθανε επειδή η καρδιά του δεν άντεξε· αλλά ίσως, σαν γνήσιος εστέτ, απλώς βαρέθηκε».

Οι δυο τους γνωρίστηκαν στην παράσταση της Άντζελας Μπρούσκου «Εξολοθρευτής άγγελος», το 2018, κι έκτοτε έγιναν αχώριστοι. Τους ένωσε το θέατρο, αλλά κι αυτή η πόλη – αμφότεροι κάτοικοι του κέντρου, πιστοί στα καφέ, στα μπαρ, στα σινεμά, στους δρόμους του άστεως χειμώνα-καλοκαίρι. Στο βιογραφικό σημείωμά του για το βιβλίο «Ως εκ θαύματος», το πρώτο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του που ξεκίνησε το 2007, σημείωνε: «Γεννήθηκε το 1944 στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα με επιδόσεις στη βιβλιοφαγία, στους κλασικούς μυθιστοριογράφους, στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ.

Απέφυγε τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και προτίμησε τη δράση των δρόμων, των καφέ και των ταξιδιών. Διάλεξε την ηθοποιία από αντίδραση στην αντίληψη που θεωρούσε τους ηθοποιούς ελαφρών ηθών. Διδάχτηκε θέατρο στη Δραματική Σχολή Αθηνών και έκανε χορό με τη Ζουζού Νικολούδη, τον Αλβιν Νικολάις, τον Μερς Κάνινγκχαμ και τον Αλβιν Εϊλυ.

Στη Νέα Υόρκη έμαθε να επιβιώνει χωρίς να το κάνει θέμα. Εγκατέλειψε το χορό, γιατί "βαριά η καλογερική". Επαιξε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Για αρκετά χρόνια είχε καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο». Η περιγραφή του εαυτού του σε τρίτο πρόσωπο ταιριάζει στο αριστοτεχνικό ύφος με το οποίο συνέθεσε την προσωπικότητά του: αριστοκράτης από πεποίθηση, καλοζωιστής, ευφρόσυνος, δημιουργικός, σνομπ, ενίοτε σκληρός με τους άλλους αλλά πρωτίστως με τον εαυτό του. Εξαιρετικά δημοφιλής.

Αγαπούσε το μαύρο χιούμορ, τα ευφυολογήματα, το «δήθεν που εμπεριέχει όμως μια παράσταση», όπως είχε πει ο ίδιος σε παλιότερη συνέντευξή του στην «Κ». «Είχε αδυναμία στο σινεμά και στη λογοτεχνία – κανείς δεν διάβαζε όπως εκείνος» , λέει ο κ. Παπαδημητρίου, και θυμάται ότι τρία βιβλία τον συντρόφευαν πάντα στο κομοδίνο του, ενώ η τρομερή μνήμη του ήταν σε θέση να ανακαλέσει κινηματογραφικές σκηνές και λογοτεχνικές φράσεις ανά πάσα στιγμή.

«Πέθανε επειδή η καρδιά του δεν άντεξε· αλλά ίσως, σαν γνήσιος εστέτ, απλώς βαρέθηκε», λέει στην «Κ» ο φίλος του Αγγελος Παπαδημητρίου.

Κάθε μέρα αγόραζε δύο εφημερίδες, έπινε τον καφέ του στο Φίλιον, απεχθανόταν την ασχήμια, ερωτευόταν τη χάρη και την κομψότητα. Ετοιμαζόταν για μια παράσταση για τη Σάρα Μπερνάρ, σε σκηνοθεσία της Κερασίας Σαμαρά, κι έκανε πρόβες κάθε μέρα. Παρά τα δύσκολα, ποτέ δεν παραιτήθηκε.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline