Βιβή Κοψιδά- Βρεττού: Pedro Olalla, Η λυρική φωνή της Δημοκρατίας

Ενας εξαίρετος ανατόμος του ελληνικού πολιτισμού με υψηλή αίσθηση της έννοιας της Δημοκρατίας. Μια στοχαστική παρουσίαση του οραματικού βιβλίου «Η ΜΕΤΕΩΡΗ ΕΛΛΑΔΑ» (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2015).

Δεν ξέρεις πώς λειτουργούν οι χρόνοι του: στην ευθύγραμμη κίνησή τους με φορά από το παρελθόν στο παρόν ή με την αντίθετη κίνηση, όπου η σημειολογία του παρόντος εκτρέπει τη φορτισμένη μνήμη του στο παρελθόν. Για τον Pedro Olalla, τολμώ να πω, ότι και οι δύο εκδοχές των χρόνων του είναι βίωμα: το παρελθόν της αθηναϊκής πόλης ως πεδίο διανοητικής και συναισθηματικής σπουδής και το παρόν ως συγχρονική κοινωνική και πολιτική εμπειρία: όπου αλληλοδιαπλέκονται σε ενότητες σκέψης και συναρτώνται συγκριτικά κάτω από τη θεωρία και την πράξη της πολιτικής με την ευρύτερη σημασία της.

Μια ενσώματη και ταυτόχρονα διανοητική διαδρομή στα σημεία που γεννούν ιστορία απομνημειωμένη, και συγχρόνως στα ίδια σημεία που κυοφορείται η ιστορία ολοένα εν τω γίγνεσθαι. Ο Λόφος των Νυμφών, η Πνύκα, ο Άρειος Πάγος, το Θησείο, η Αρχαία Αγορά, η Βασίλειος Στοά, η Στοά του Ελευθερίου Διός, το Συνέδριον, ο Βωμός των Επωνύμων Ηρώων, το Βουλευτήριον και το Μητρώον, η Θόλος, τα Δικαστήρια, Κεραμεικός, κι ως την Ερμού και Αιόλου και Σύνταγμα και άλλοι σημαίνοντες τόποι, φύση και ιστορία, μια φύση παλλόμενη από την αρχαιολογία της μνήμης και μια ιστορία που αναδύεται από τη φυσική της μήτρα. Τα σημεία των τόπων βοούν, κεντρίζουν τις αισθήσεις του περιπατητή-συγγραφέα, αναστατώνουν τη μνήμη, ανακαλούν τη γνώση, αναρριχώνται στο παροντικό βίωμα, το κατανοούν, το συγ-κρίνουν και το ερμηνεύουν με την ανάλυση του παρελθόντος.

Ο Πέδρο Ολάγια σ'αυτό το εκπληκτικό χρονικό της τεκμηρίωσης της αθηναϊκής δημοκρατίας-πιο εύστοχα της δημοκρατίας ως αρχετυπικής πολιτικής έννοιας που διατρέχει αιώνες τώρα τον ανθρώπινο πολιτικό πολιτισμό- διαχειρίζεται με την ίδια χαρισματική μαεστρία τόσο τα εργαλεία του καλλιτέχνη όσο και τη διανοούμενη φύση του ανθρώπου της σκέψης. Υπάρχει εδώ, στη Μετέωρη Ελλάδα του, ο εκπρόσωπος των Humanities, των Ανθρωπιστικών Σπουδών, με την ακαδημαϊκή του σκευή, αλλά υπάρχει και ο λογοτέχνης, ο ποιητής της εικόνας- ο κινηματογραφιστής, ο στοχαστής, όπως και ο πολίτης της σύγχρονης Ελλάδας, της σύγχρονης Ευρώπης, της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας με την όποια σημασία της. Και με την ίδια άνεση, ως πολίτης πολλών πατρίδων και δισσών χρόνων, αναφαίνει το απώτατο παρελθόν-περιεχόμενο της γνώσης του, και την παρούσα στιγμή, επώδυνη αναστροφή με την ιδιότητά του ως πολίτη στον ενιαίο και αδιατάρακτο τόπο που επιλέγει να εναποθέσει τη νοσταλγία του: την Αθήνα.

Ένας μετακινούμενος, ευαίσθητος κινηματογραφικός φακός που κατευθύνεται από τη νοήμονα χειρονομία του χαρισματικού χειριστή του, απαθανατίζει την τοπογραφία της ιστορίας και συνομιλεί συγχρονικά και διαχρονικά μαζί της. «Η Ελλάς άπασα μετέωρος ην» η αποφθεγματική υπογράμμιση του Θουκυδίδη για την καθολική εμπλοκή της αρχαίας Ελλάδας σε έναν επώδυνο εμφύλιο πόλεμο: αυτή είναι η αφετηριακή έμπνευση του Πέδρο Ολάγια μέχρι τον μετεωρισμό της σύγχρονης Ελλάδας. «Μετέωρος σημαίνει στον αέρα, αυτό που αιωρείται, που πλανάται. Αλλά σημαίνει και το επισφαλές , το αβέβαιο. Και τέλος, το εκκρεμές, το ανεκπλήρωτο... Σήμερα η Ελλάδα, χώρα και ηθική πρόκληση συνάμα, εξακολουθεί να είναι μετέωρη, πλανώμενη, σκόρπια. Και αβέβαιη ακόμα και ανεκπλήρωτη. Και αναμφίβολα επισφαλής, αιώνια απειλούμενη». Για να καταλήξει εισαγωγικά σε μια διαπίστωση ιστορικής σημασίας, με την οποία ο Νίκος Σβορώνος, ο γαλήνιος και ανεξάρτητος μελετητής της ελληνικής ιστορίας της προσέδωσε την πιο αυθεντική, διαχρονική της ταυτότητα: τον αντιστασιακό της χαρακτήρα.

Ο Πέδρο Ολάγια, με την ίδια ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασιακή δομή, και χωρίς να είναι ιστορικός, μετακινεί και διευρύνει τον αντιστασιακό χαρακτήρα της Ελλάδας, στα έργα του πολιτισμού της, στο ίδιο το κύτταρο της ελληνικής σκέψης: «...η στάση και οι κατακτήσεις που σήμερα θεωρούμε πολύτιμο κληροδότημα των Ελλήνων, υπήρξαν στην πραγματικότητα χειρονομίες αντίστασης: ήταν η ανυπακοή κάποιων ατόμων, Ελλήνων στο αίμα ή στο πνεύμα, απέναντι στην ίδια την κοινωνία στην οποία έζησαν. Ακόμα και στις μνημονευόμενες ως πιο περίλαμπρες στιγμές, η κυρίαρχη πραγματικότητα υπήρξε πολύ διαφορετική απ'τις προθέσεις. Και τα δύο ήταν η Ελλάδα, και συχνά αναλογιζόμαστε την κληρονομιά της παγιδευμένοι μες σ'αυτή τη σύγχυση. Το βέβαιο όμως είναι πως τότε, όπως και σήμερα και ανέκαθεν, τον άνθρωπο προήγαγαν αυτοί που επεχείρησαν να παλέψουν ενάντια στην αδικία και στην άγνοια, και τον κατακρήμνισαν αυτοί που, από ιδιοτέλεια είτε άγνοια ακόμα μεγαλύτερη, επέλεξαν να τις ευνοήσουν» (σ. 10).

Ο συγγραφέας επιλέγει την ανάλυση της έννοιας της δημοκρατίας, όπως σε μια μακρά διάρκεια στοχασμού και πολιτικής πράξης υλοποιήθηκε στην αρχαία Αθήνα, και όπως στα ελληνιστικά χρόνια, στη ρωμαιοκρατία, στη μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη, με διάφορες παρακμές ανθρώπων και πολιτισμών έχασε τον αρχετυπικό της χαρακτήρα για να φθάσει στο σύγχρονο κόσμο αναζητώντας εναγώνια μιαν οντότητα που να στεγάζει τις σύνθετες ανάγκες της πολυφωνικής παγκόσμιας πραγματικότητας.

Τη βλέπει τη δημοκρατία να ταξιδεύει σήμερα-και για όσο θα υπάρχει αίτημα ανθρώπινης και αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον άνθρωπο-, κάτω από το πρίσμα μιας οριακής αντίθεσης και διαπάλης των ανθρώπινων κοινωνιών: την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στον πλούτο και στη φτώχεια, ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ένα δυσεπίλυτο τραγικό παιχνίδι εξισορροπήσεων, που ούτε καν οι μεγάλες ουτοπίες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία, προσκρούοντας στην ελλειπτικότητα και την ηθική και νοητική μειονεξία της ανθρώπινης φύσης. Στα πλαίσια της πραγματωμένης ιστορίας της δημοκρατίας, ως πολιτικής θεωρίας και πράξης, ο Πέδρο Ολάγια, αναγνωρίζοντας την πρωτογενή υλική βάση της πραγματικής δημοκρατίας, μέχρι να καταστεί πνευματική ατομική και κοινωνική κατάκτηση, ανατρέχει στις προβαθμίδες της αθηναϊκής δημοκρατίας, πρωτίστως στη «σεισάχθεια», την επαναστατική πολιτική χειρονομία κοινωνικής απελευθέρωσης των πολλών από τον Σόλωνα, τον οποίο επιστέφει με την τιμή ενός πρώτου μεγάλου κοινωνικού και πολιτικού ηρωισμού και μιας απίθανης ιστορικής τόλμης: την αποδέσμευση της εξουσίας από τον πλούτο, την απεξάρτηση της ελευθερίας από την κατοχή αγαθών.

Την καταπολέμηση με άλλα λόγια της οικονομικής ανισότητας, πηγής κοινωνικής αδικίας. Και καθώς μετεωρίζεται συνεχώς ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, αυθεντικός συνομιλητής και των δύο, διαπιστώνει: «Σήμερα, είκοσι έξι αιώνες μετά, όχι μόνο δεν έχει ξεριζωθεί η σκλαβιά του χρέους, αλλά τουναντίον ο υπέρτατος σκοπός των εξουσιαστών που τώρα μας κυβερνούν, δεν φαίνεται να είναι άλλος από ακριβώς αυτόν: την de facto υποδούλωση της ανθρωπότητας μέσω του χρέους» (σ.16).

Και στη συνέχεια θα θέσει βασικά ερωτήματα που προσδιορίζουν τα προαπαιτούμενα της δημοκρατίας και θα ανατρέξει στη σημειολογία των συμβολισμών της. Ποια ήταν η συμμετοχή του λαού, ποιοι και πώς λειτουργούσαν οι θεσμοί της; Ποιες αξίες τη στήριζαν; Στην αρχαία αγορά θα συναντηθεί με τη διανοούμενη κοινωνικότητα των ανθρώπων στα χρόνια της ακμής, με συνομιλητές της υψηλής δημιουργίας και διανόησης να συζητούν μεταξύ τους αλλά και να μορφοποιούν με μια κουλτούρα υψηλών απαιτήσεων σκέψης και συναισθήματος τον πολίτη της δημοκρατίας, ταυτότητα για τον κάθε πολίτη καθώς από τα χρόνια του Σόλωνα θεσπίζεται νόμος ενάντια στην πολιτική αδιαφορία, με βάση τον οποίο έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα αυτός που δεν θα μετείχε στα προβλήματα της πόλης (σ. 41) Γι'αυτό και η ιερότητα του χώρου και η ιεροτελεστία των καθαρμών.

Πόσο εύστοχα υπογραμμίζει ο Ολάγια το νόημα αυτής της τελετουργίας, υπενθυμίζοντας μία από τις διαχρονικότερες καταστατικές αρχές της δημοκρατίας: την προάσπιση του κοινού συμφέροντος και την υπεράσπιση της πόλης και των πολιτών, πέρα και πάνω από κάθε προσωπική επιδίωξη. (σ. 37). Ιχνηλατώντας τον όρκιο λίθο-τη λαξευτή πέτρα που πάνω της έδιναν τον όρκο τους οι εννέα άρχοντες της πόλης, θυμίζει την κύρια υπόσχεση του επώνυμου άρχοντα πως κανένας πολίτης δεν θα πλούτιζε εις βάρος του δημοσίου στη διάρκεια της θητείας του, ενώ οι έξι θεσμοθέτες επιφορτίζονται το καθήκον να διώκουν ποινικά τη διαφθορά κι όσους πρότειναν νόμους εις βάρος του κοινού συμφέροντος. Με τον όρκο τους οι ίδιοι δεσμεύονταν ότι σε περίπτωση δωροδοκίας τους θα αναλάμβαναν να κατασκευάσουν ένα χρυσό άγαλμα στο ύψος του ανθρώπου (σ. 39). H ηθική της άσκησης του πολιτικού λειτουργήματος και η θεσμική προστασία από τη διαφθορά, αποθάρρυνε από την αθέμιτη επιθυμία πλουτισμού μέσω της πολιτικής. Πόσο προσφυώς ο συγγραφέας το επισημαίνει: «... η άσκηση του πολιτικού λειτουργήματος ήταν ένα πεδίο για την πραγμάτωση του πολίτη ως φορέα της κυριαρχίας, ήταν ο φόρος ευθύνης και κόπου που αυτός πλήρωνε για να μπορεί να είναι αυτεξούσιος, ένα προνόμιο ελεύθερων ανθρώπων και μία τιμητική υπηρεσία προς το κοινωνικό σύνολο» (σ.58).

Τη μέθεξη του συνόλου των πολιτών στην ανέλιξη της συλλογικής ζωής, τη θεσμική μεταβίβαση της ευθύνης του κυβερνάν σε όλους, ο συγγραφέας συναρτά με το ήθος πολίτη που προσπαθεί η αθηναϊκή δημοκρατία να σφυρηλατήσει, δηλαδή να ορίζεται το δίκαιο και το συμφέρον από το σύνολο της κοινωνίας. Γι'αυτόν ακριβώς το λόγο η παιδεία δεν λειτουργεί ως ελιτίστικη αναστροφή με τη διανόηση, τη φιλοσοφία, την τέχνη, τη ρητορική και προς όφελος μιας ταξικής αριστοκρατίας με την όποια σημασία. Η παιδεία μέσω του λόγου και της τέχνης, μέσω της πνευματικής και διανοητικής ανάπτυξης και της ψυχικής καλλιέργειας, εξοπλίζει τους πολίτες με όλες εκείνες τις γνώσεις, θεωρητικές και εργαλειακές και τις πολιτικές δεξιότητες ώστε να ανταποκριθούν στο πλέον δυσχερές και καθολικής ευθύνης έργο: του κυβερνάν. Γνωρίζοντας ωστόσο την αυστηρή λειτουργία του συνεχούς αμφίδρομου ελέγχου, του κάθε πολίτη χωριστά προς το σύνολο και του συνόλου-του κράτους δηλαδή- προς τον κάθε πολίτη (σ. 64).

Πειθώ και υπακοή λοιπόν για όσα με διαδικασίες πολιτικές ψηφίζονται και γίνονται νόμος όχι του κράτους, αλλά των πολιτών. Αυτοί προτείνουν, αυτοί ψηφίζουν, αυτοί εφαρμόζουν. Υπάρχει ωστόσο και η έννοια της πολιτικής απείθειας, της ανυπακοής. Ο συγγραφέας, προσεγγίζοντας την αντιστασιακή βούληση της Αντιγόνης και μάλιστα στο έργο ενός γαλήνιου εκφραστή του αρχέτυπου της αθηναϊκής δημοκρατίας, του Σοφοκλή, δεν μπορεί παρά να αρθρώσει την ερμηνεία της αντίστασης ως στοιχείου που αντιμάχεται τον κίνδυνο του κομφορμισμού, της κατεστημένης τάξης-που μετατρέπεται σε κατεστημένη αδικία, όταν η πραγματικότητα της πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και οι ηθικές της προεκτάσεις κινούνται προς άλλα συνολικά αιτήματα.

«Η Αντιγόνη μας αποκάλυψε... ότι για να επιβιώσει η δημοκρατία χρειάζεται την πολιτική ανυπακοή. Εφόσον αντιλαμβανόμαστε τη δημοκρατία ως ένα δημιούργημα εν εξελίξει και όχι ως ένα τετελεσμένο γεγονός, οφείλουμε να αποδεχτούμε αυτή την ανυπακοή ως εν δυνάμει κάλεσμα ενάντια στον κομφορμισμό, ως διαρκή προβληματισμό γύρω από τη νομιμότητα, και, ακόμα περισσότερο, ως θεμιτό συλλογικό μέσο για να ανακοπεί η ολέθρια πολιτική τάση να υποκαθίσταται η ηθική από το Δίκαιο». Ορίζοντας βέβαια ο συγγραφέας το Δίκαιο με την έννοια που απέδιδε η σοφιστική στο νόμο, την πρόσκαιρη δηλαδή σύμβαση, προς την οποία υπάρχει η συλλογική συναίνεση και ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις για όσο ανταποκρίνεται στις συλλογικές ανάγκες και την ηθική της δημοκρατίας. Αυτό ακριβώς είναι και το όριό της. Η αμφισβήτηση, η ανυπακοή «μετατρέπεται σε συναγερμό και κάλεσμα σε διάλογο για να βρεθεί νέα συναίνεση πάνω στην ηθική νομιμότητα του νόμου...» (σ. 94-95).

Κάτω από το πρίσμα της ανυπακοής ως κοινωνικής άμυνας, ο Ολάγια θεωρεί τον σύγχρονο πολιτικό «πολιτισμό», τη στιγμή της ολικής του έκπτωσης, που εκφράζεται-αναγιγνώσκοντας τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, και καταγγέλλει ο ίδιος πλέον «ως στρεβλά αυτά που σήμερα είναι τα θεμέλια της δικής μας μοντέρνας δημοκρατίας: την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς της με κριτήρια επιχειρηματικής κερδοφορίας, την υπόγεια παντοδυναμία των τραπεζών και της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, την κερδοσκοπία και τον δανεισμό ως αισχροκερδείς δραστηριότητες πλήρους νομιμότητας, την κατίσχυση του χρήματος πάνω στην αξιοπρέπεια και τις ανθρώπινες ανάγκες» (σ.125). Και υπογραμμίζει τα δύο αναπαλλοτρίωτα προνόμια της δημοκρατίας τη Βούληση και την Πειθώ, θεωρώντας την επανάσταση ενάντια στη δια της βίας επιβολή, μια πράξη πλήρους νομιμότητας» (σ. 172)

Ο περίπατος του Πέδρο Ολάγια- συνειρμική ανάγνωση τοπογραφικών σημείων της Αθήνας, της ιστορίας των κλασικών, των μετακλασικών-των ελληνιστικών χρόνων, της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου, της ευρωπαϊκής και της νεοελληνικής ιστορίας, της σύγχρονης παγκόσμιας έκπτωσης από τις γνήσιες καταστατικές αρχές της δημοκρατίας, δημιουργεί ένα οπτικό και διανοητικό πανόραμα μυθιστορικής ανάλυσης της περιπέτειας της δημοκρατίας διαχρονικά.

Το βιβλίο αυτό, Η Μετέωρη Ελλάδα, πρέπει να διαβαστεί από τον κάθε Έλληνα, τον κάθε πολίτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, τον κάθε άνθρωπο, μήπως και προλάβει τον εαυτό του στο ευαίσθητο σημείο διολίσθησης από την ταυτότητα του «πολίτη» στην εκπεσμένη ιδιότητα του ευτελούς «υπηκόου»-και χωρίς να το καταλάβει. Θα χαρακτήριζα το έργο ένα μανιφέστο-τιμή στην επανάσταση ως κυτταρική ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν δεν είχε τα δεδομένα της επιστημονικής σύνθεσης (παραπομπές, σημειώσεις, βιβλιογραφία, ονομαστικό ευρετήριο). Κι αν η συναισθηματική ποιητική νόηση του δημιουργού του δεν το επένδυε με τόση ευγένεια εκλεπτυσμένης σκέψης και έκφρασης! Αλλά μήπως και η επανάσταση δεν ανήκει στις μεγάλες ευτοπίες του ανθρώπινου συναισθήματος, της ανθρώπινης διάνοιας;

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού
Διδάκτωρ Φιλολογίας
Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline