Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Έλλειψη αίματος, ένα χρόνιο πρόβλημα για την Ελλάδα

Ειδικοί εξηγούν στην «Κ» τα αίτια του προβλήματος και τονίζουν την αγωνία των ασθενών που χρειάζονται μεταγγίσεις, Κάθε Σεπτέμβριο, το πρόβλημα της έλλειψης αίματος αναδύεται στην επιφάνεια με εμφαντικό τρόπο. Τα καλέσματα σε «έκτακτες» αιμοδοσίες από άκρη σε άκρη στην Ελλάδα, μάς θυμίζουν (για λίγο) ένα σημαντικό, χρόνιο κοινωνικό πρόβλημα.

Η Ελλάδα χρειάζεται ετησίως 600.000 μονάδες αίματος για τις ανάγκες των ασθενών της. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ), αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν επαρκώς εάν η χώρα διέθετε 300.000 ενεργούς αιμοδότες, οι οποίοι θα δίνουν αίμα τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο. Αυτό που συμβαίνει τελικά είναι πως οι ενεργοί εθελοντές αιμοδότες φτάνουν περίπου τους 259.000 με τη συνεισφορά τους να καλύπτει το 65% των εθνικών αναγκών. Για το υπόλοιπο ποσοστό, όπως εξηγούν στην «Κ» άνθρωποι με γνώση του προβλήματος, ξεκινάει ένας (ανοργάνωτος) αγώνας δρόμου.

«Μία φορά για αιμοδοσία δεν είναι αρκετή»

«Το πρόβλημα είναι διαχρονικό. Ανέκαθεν συγκεντρώναμε λιγότερο αίμα από τις ανάγκες μας» λέει στην «Κ» η Ναταλία Κρίτσαλη, ιδρύτρια της δραστήριας ΜΚΟ Bloode, η οποία μεταξύ άλλων στοχεύει στην αύξηση των εθελοντών αιμοδοτών. «Στην Ελλάδα βασιζόμαστε πολύ στους "δότες αντικατάστασης", συγγενείς και φίλους δηλαδή. Αντί οι πολίτες να δίνουν εθελοντικά αίμα 2-3 φορές τον χρόνο, υιοθετείται η άποψη "αν κάποιος χρειαστεί, θα το μάθουμε". Οι δε "προσωπικές κάρτες αιμοδότη" βασίζονται στην ανταλλαγή. Δίνεις μια μονάδα αίματος και έτσι, δικαιούσαι και εσύ μια. Στο τέλος, όλοι σκέφτονται: "θα δώσω 2-3 φορές στη ζωή μου αίμα και αν χρειαστώ θα το πάρω πίσω". Η έλλειψη ενημέρωσης στο κοινό είναι κομβική. Στα σχολεία, τα παιδιά δεν μαθαίνουν για αυτό το τόσο σημαντικό κοινωνικό θέμα», εξηγεί.

Να σημειωθεί εδώ πως σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, μόλις το 49% των εθελοντών αιμοδοτών στη χώρα μας προσφέρει αίμα πάνω από μία φορά τον χρόνο.
Η κ. Κρίτσαλη μάς εξηγεί και γιατί οι ελλείψεις σε πολλά νοσοκομεία γίνονται αισθητές σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. «Μετά τα Χριστούγεννα, μετά το Πάσχα και ιδίως μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, το πρόβλημα διογκώνεται απότομα. Γιατί στις χαλαρές περιόδους των γιορτών και της ξεκούρασης, τα ποσοστά της εθελοντικής αιμοδοσίας πέφτουν κατακόρυφα.

Στην πανδημία τα πράγματα χειροτέρεψαν – ο κόσμος φοβόταν να μπει και σε ένα βαθμό ακόμα φοβάται, σε ένα δημόσιο νοσοκομείο για να δώσει αίμα. Και να πούμε και το εξής βασικό που ίσως πολύς κόσμος αγνοεί: το αίμα έχει "ημερομηνία λήξης". Τα ερυθρά αιμοσφαίρια μπορούν να συντηρηθούν έως και 42 ημέρες, τα αιμοπετάλια για πέντε ημέρες. Γι αυτό και η αιμοδοσία πρέπει να είναι συνεχής».

Σύνθετο πρόβλημα

Η κ. Κρίτσαλη τονίζει πως υπάρχουν και άλλοι λόγοι πίσω από την παγίωση του προβλήματος. Η ίδια υπογραμμίζει την απουσία μιας κεντρικής διαχείρισης στη συλλογή και στη διάθεση του αίματος. «Και την ίδια στιγμή, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας δεν ακολουθεί μια συνεχή, ξεκάθαρη πολιτική. Με κάθε νέα κυβέρνηση αλλάζει και το πρόσωπο που χαράσσει τη στρατηγική. Επίσης, οι αιμοδοσίες πραγματοποιούνται μόνο σε δημόσια νοσοκομεία, σε αντίθεση με πολλές χώρες του εξωτερικού όπου υπάρχουν σταθερά κέντρα αιμοδοσίας.

Πολυμέσα