Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024  15:00:44

Γιάννης Πανούσης: H πορνογραφία της καθημερινότητας

Θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις που προηγούνται τις ποινικοποίησης. Πορνογραφικό υλικό μπορούμε να αντλήσουμε από παντού, όπως από τα περιοδικά των περιπτέρων, από τις ερωτικές ταινίες, από τα τηλέφωνα «090» κλπ.

Μολονότι πολλές φορές δεν είναι εύκολο να οριοθετήσουμε το καλλιτεχνικό ερωτικό από το σκληρό ερωτικό, αφού η ένταση των εικόνων προσλαμβάνεται διαφορετικά, όλοι τον τελευταίο καιρό διαπιστώνουμε μία άνθηση τόσο της βιομηχανίας του παιδικού πορνό όσο και της διαδικτυακής παιδοφιλίας.

Δεν θα ασχοληθώ με τα βασικά χαρακτηριστικά αυτών των επιδράσεων, αλλά θα ήθελα να μιλήσω λίγο για τις πορνογραφικές αναπαραστάσεις. Ακόμα και αν τα νοήματα των λέξεων αλλάζουν, ακόμα και αν συνήθως ακολουθούμε τις απόψεις της πλειοψηφίας περί του ηθικού ή του αισχρού, τα αισθήματα που γεννούν οι ερωτικές αναπαραστάσεις αποτελούν τελικά μια προσωπική υπόθεση. Το αν, δηλαδή, η πορνογραφία στην τέχνη σκοπεύει να προκαλέσει σεξουαλικό πόθο ή σεξουαλική διέγερση, αν η μυστικότητα και όχι η σεμνότητα είναι αυτό που εκκολάπτει την πορνογραφία, είναι τελικά ζήτημα και προσωπικών επιλογών.

Η δική μας κατανόηση του συμβατικού νοήματος, που η κοινωνία, η πλειοψηφία, αποδίδει στις σεξουαλικές πράξεις, πολλές φορές υποχρεώνει και τον ίδιο τον δράστη να υιοθετεί πρακτικές και ερμηνείες που κατά βάθος δεν ήταν στις δικές του προθέσεις. Οι κοινωνικές σημασίες γίνονται εντονότερες όταν θεαματοποιούνται και όταν προσανατολίζονται στην πρόκληση υποθετικού φόβου θυματοποίησης. Η κατασκευή των σεξουαλικών εγκλημάτων, παραδείγματος χάρη μέσω των media, στοχεύει στο να σοκάρει την κοινή γνώμη και αυξάνει τη δραματοποιημένη προβολή τους. Έτσι, όμως, δεν διευρύνεται ο διάλογος.

Αγαπητοί συνάδελφοι, η σεξουαλικότητα είναι πάντοτε πολιτική, γιατί δημιουργεί δεσμούς και γεννά σύμβολα ιδεώδους. Το ηθικό και το αισθητικό στοιχείο εμφανίζονται κυρίως σε αναπαραστάσεις αυτής της πηγής εκπόρευσης μηνυμάτων. Το επιβλαβές και το προσβλητικό περιεχόμενο, που αφορά στο πορνογραφικό υλικό και γενικότερα στην ερωτική θεματογραφία, θεωρείται ότι αναπαριστά με λαθεμένο τρόπο τους σεξουαλικούς ρόλους και τις σεξουαλικές σχέσεις: οι άνθρωποι, δηλαδή, ως σεξουαλικό αντικείμενο.

Έτσι, όμως, η πορνογραφία σεξουαλικοποιεί το βιασμό, την πορνεία, την παρενόχληση, την παιδική κακοποίηση. Αυτό το διαδικτυακό cyber sex, η παιδική πορνογραφία με συναφείς διαταραχές στους ανήλικους, το συναρτούμενο με αυτά trafficking και ο σεξοτουρισμός, παίρνουν τη μορφή ενός οργανωμένου εγκλήματος. Είναι άλλο, όμως, πράγμα αυτό και άλλο η σεξουαλική κακοποίηση στο σπίτι.

Η πορνογραφική εικόνα ενός παιδιού στο δίκτυο διανομής ή η διανομή σε παιδιά και εφήβους εικόνων ή φωτογραφιών, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ηθική τους σε ζητήματα σεξουαλικών σχέσεων εφόσον δεν υπάρχουν αντερείσματα. Όλα αυτά, δηλαδή, λειτουργούν αρνητικά υπό την προϋπόθεση ότι ο θεατής ή ο παίκτης έχουν εκπαιδευτεί με λάθος τρόπο και ουδείς γύρω τους ασχολείται με το να τους εξηγήσει και να τους ερμηνεύσει τις εικόνες που βλέπουν. Όμως, οι έρευνες λένε ότι αυτή η πορνογραφική επικοινωνία δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε βιασμό, αλλά θέτει το ερώτημα τι ακριβώς ζητάει το κοινό όταν το βλέπει, όχι τι ακριβώς ζητάει ο πρωταγωνιστής. Δεν υπάρχει ταύτιση πορνογραφίας, παιδοφιλίας και παιδεραστίας. Μην τα συγχέουμε.

Κατά βάθος αυτό που μας φοβίζει είναι το διαδίκτυο. Ο ηθικός πανικός και η σύγχυση γύρω από το πώς το διαδίκτυο μπορεί να επηρεάσει την κατεστημένη ηθική οδηγεί σε μία μετουσίωση του συμβολισμού των εικόνων σε γεγονότα. Αφού χρησιμοποιείς πορνογραφικό υλικό, σίγουρα είσαι ο βιαστής της διπλανής πόρτας.

Η πορνογραφία της καθημερινότητας –αυτή τη ζούμε όλοι- η κουλτούρα της παιδοφιλικής υποκρισίας τελικά αντιμετωπίζεται ως αστυνομική υπόθεση. Από εκεί τα μαθαίνουμε, γιατί τα άλλα τα πετάμε κάτω από το χαλί. Το ζήτημα, όμως, είναι πιο περίπλοκο με το διαδίκτυο, γιατί αυτοεκτιθέμεθα ή ανακαλύπτουμε τους εαυτούς μας. Βιώνουμε, λοιπόν, μέσω του διαδικτύου και των media γενικά το φαντασιακό σαν να είναι πραγματικό. Έτσι, καθιστάμεθα άθελά μας συνένοχοι και συμπαίκτες σε μία ερωτική αναπαράσταση, μολονότι επικαλούμαστε την ηθική ουδετερότητα: «Εγώ δεν κάνω σωματική επαφή. Η οθόνη τα κάνει όλα αυτά». Η μετατροπή, όμως, του καταναλωτή των πορνογραφημάτων σε παραγωγό δεν μετατρέπει αναγκαστικά το πορνογραφικό υλικό σε πρόταση, πρόκληση, ερέθισμα σε βία.

Η δημοσιοποίηση του ιδιωτικού διά των ερωτικών αναπαραστάσεων του σώματος μπορεί να εκφεύγει της ηθικής ρύθμισης και να εισέρχεται στο πεδίο της επιτρεπτικότητας για το τι θεωρούν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές ως ανήθικη αναπαράσταση ή στον κυβερνοχώρο της εικονικότητας, αλλά δεν είναι πάντα στην πρόθεση. Ένα ζευγάρι παντρεμένο, δηλαδή, που βιντεοσκοπεί μία πράξη και την ανεβάζει στο δικό του site δεν σημαίνει ότι έχει ως στόχο, ως πρόθεση, να δημιουργήσει συγχύσεις ή να λειτουργήσει στη λογική της πορνογραφίας. Έχουμε ιδιωτικά φαντασιωνόμενους χρήστες.

Όταν λέμε για παιδική πορνογραφία, μιλάμε για πέντε διαφορετικά πράγματα: Πρώτον, τα παιδιά ως συμμετέχοντες στην παραγωγή πορνογραφικού υλικού. Έχουμε ιδιαίτερες καταδίκες ανηλίκων που αυτοί παράγουν το πορνογραφικό υλικό. Δεύτερον, τα παιδιά ως ακροατήριο. Τρίτον, η παιδική πορνογραφία και οι κοινωνικές αξίες. Αν, δηλαδή, δημιουργούν κοινωνική βλάβη. Τέταρτον, η προστασία της παιδικής ηλικίας μέσω της επιβολής νόμων και πέμπτον, η λογοκρισία.

Στην Αμερική, παραδείγματος χάριν, έχουν άλλη θέση ως προς τον ορισμό της παιδικής ηλικίας, της παιδικότητας, της ανηλικότητας και κατ' επέκταση και της σχετικής συναίνεσης ή ευθύνης.

Άρα, έχουμε να συνδυάσουμε ένα βιολογικό στοιχείο περί σεξουαλικής ωριμότητας και ανωριμότητας για την κρίση και την αξιολόγηση των καταστάσεων ενός παιδιού, ένα κοινωνικό στοιχείο σε σχέση με το τι εννοούμε «παιδί», τι εννοούμε «προεφηβική ηλικία», «πρώιμη εφηβεία» και τέλος ένα πλαίσιο αναφοράς. Ξέρετε πολύ καλά –είναι καταδικαστέο από κάθε άποψη- ότι ο σεξοτουρισμός στην Άπω Ανατολή δεν θεωρείται από τον πατέρα που εκδίδει την κόρη ότι είναι πορνεία. Άλλο τι κάνει ο Γιαπωνέζος, ο Αμερικάνος, ο Έλληνας σεξοτουρίστας. Αυτό είναι άλλο πράγμα. Θεωρείται κοινωνική λειτουργία και συμβολίζει την οικονομική επιβίωση της οικογένειας.

Και το νομικό ζήτημα που μας ενδιαφέρει είναι πώς με νομικούς όρους θα καθορίσουμε τα όρια ανάμεσα στα ορισμένα δικαιώματα. Το Κογκρέσο, παραδείγματος χάριν, συζήτησε επί ώρες τι είναι ελευθερία της έκφρασης και πού φτάνει η ελευθερία αυτή στην τέχνη, στην ποίηση. Να μην μιλήσουμε –τα ξέρει πολύ καλύτερα από εμένα ο Θωμάς ο Ψύρρας- για τα γαμοτράγουδα, για την ποίηση στην Ελλάδα, για τον Σεφέρη, για προκλητικά και διεγερτικά που γελάμε όταν τα ακούμε. Το ζήτημα, λοιπόν, πώς θα μιλήσουμε για τις ηλικίες και πώς βάζουμε τα όρια είναι κρίσιμο. Προφανώς έχουμε άλλη προσέγγιση όταν μιλάμε για παιδιά πέντε, έξι, επτά ετών και άλλη για παιδιά δεκαπέντε και δεκαέξι ετών. Πώς όμως θα συζητήσουμε το θέμα της συναίνεσης;

Εγώ είμαι εναντίον τού να θεωρούμε ότι μπορεί ένα παιδί να συναινεί και κατόπιν αυτού να έχουμε την άρση του αδίκου. Όμως, η σύνδεση με την ωριμότητα τι μας λέει; Μας λέει ότι όταν είναι συν μια μέρα από το όριο ηλικίας, είμαστε εντάξει, ενώ όταν είναι μία μέρα κάτω από το όριο ηλικίας εμπίπτουμε στην ποινικοποίηση. Καταλαβαίνω τη νομική προσέγγιση, αλλά επειδή όσον αφορά τη βιομηχανία πορνογραφικού υλικού για παράδειγμα –τα ξέρουν καλά στην Αμερική- θέλει πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του πορνογραφικού υλικού να τηρείται το αρχείο, πώς θα ξεπεραστεί ο νόμος;

Το θέμα της εκμετάλλευσης έχει να κάνει με το οικονομικό όφελος, παρόλο που στο νόμο άλλοτε ακούμε για χρήμα, άλλοτε για ωφελήματα, άλλοτε για ανταλλάγματα. Κάποιος ο οποίος, όμως, παράγει υλικό είτε δωρεάν είτε για ανταλλαγή εμπειριών πού εντάσσεται; Πολλοί μιλάνε για έγκλημα χωρίς θύμα, διότι σου λέει «Είναι σχέση μεταξύ τους. Τι ασχολείστε οι υπόλοιποι;». Πάρα ταύτα, όμως, μολονότι έχουμε βιντεοσκοπήσεις από τους ίδιους τους ανήλικους –θυμίζω την ιστορία στην Αμάρυνθο, στη Χαλκίδα, Εύβοια- ή το sexting όπου υπάρχει ανταλλαγή ερωτικού υλικού μεταξύ εφήβων μέσω τηλεφώνου, εγώ θεωρώ ότι δεν είναι αποδεκτή η συναίνεση των ανηλίκων και ότι ο νόμος πρέπει να λειτουργεί προληπτικά και όχι μεταγενέστερα, απαγορεύοντας πλήρως την έκθεση οποιουδήποτε ανήλικου, με οποιονδήποτε τρόπο.

Έχουμε και τη θέση των ανηλίκων ως καταναλωτών πορνογραφικού υλικού και όχι μόνο ως συμμετεχόντων στην παραγωγή του. Εδώ έχουμε ένα πρόβλημα. Ο μοναδικός επιχειρησιακός βραχίονας της κρατικής εξουσίας που μπορεί να επιβάλει κάτι τέτοιο είναι η αστυνομία. Ενώ η παρουσία της και η ένταση των ελέγχων σε ορισμένα σημεία της κοινωνικής ζωής είναι ισχυρή -έλεγχος ταυτοτήτων σε ακατάλληλα θεάματα, κατανάλωση αλκοόλ κ.λπ.- δεν είναι και δεν μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματική στα σημεία πώλησης και διανομής πορνογραφικού υλικού.

Πέρα απ' αυτά της πρακτικής φύσεως προβλήματα, υπάρχει το επιπρόσθετο πρόβλημα ότι οι ανήλικοι για τις συγκεκριμένες πράξεις δεν συλλαμβάνονται, δεν τιμωρούνται, όσο και αν υπάρχει μία δηλωμένη συναίνεση, πολύ απλά γιατί δεν θεωρούνται ικανοί να έχουν έγκυρη κρίση και άρα συναίνεση. Κατά συνέπεια, έχουμε προβλήματα λειτουργικά για την πιθανή εφαρμογή των σχετικών νόμων.

Τέλος, πρόβλημα είναι και ο ορισμός της πορνογραφίας και της παιδικής πορνογραφίας. Κύριε Υπουργέ, κοινωνίες με ισχυρά φιλελεύθερες και προοδευτικές παραδόσεις είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε θέματα λογοκρισίας, ενώ οι κοινωνίες με διαφορετικού τύπου παραδόσεις εμφανίζονται περισσότερο ανεκτικές σε κρατικές επεμβάσεις και ελέγχου με τη μορφή της λογοκρισίας. Τα όρια είναι δυσδιάκριτα, ειδικά σε ζητήματα που σχετίζονται με την παραγωγή έργων σύγχρονης τέχνης, όσον αφορά το αν προκαλούμε, αν επιτρέπεται, αν είναι ανεκτό. Να θυμίσω το «Nymphomaniac» του Von Trier που είναι και πολύ πρόσφατο.

Κατά συνέπεια, για οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με τη θέση θεσμικών ορίων και κανόνων σχετικά με την πορνογραφία και την παιδική πορνογραφία οι αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται στη βάση μιας εικαζόμενης συλλογικής συναίνεσης περί της ηθικής, η οποία συνήθως είναι έντονα συναισθηματικά φορτισμένη και βασίζεται σε ακραίες εκφάνσεις των φαινομένων, διότι θυμίζω πάλι ότι το '96 το Αμερικανικό Κογκρέσο είπε «ΝΑΙ» για την προστασία των παιδιών από την πραγματική πορνογραφία, την έκθεση σε πραγματικές σεξουαλικές πράξεις, όχι, όμως, να πάμε και στις εικονικές.

Οι ίδιοι οι δικαστές είπαν ότι οι όροι είναι εξαιρετικά ασαφείς. Το μόνο σίγουρο είναι ότι απαγορεύεται η πραγματική σεξουαλική παιδική πορνογραφία, όχι η εικονική.

Γράφοντας δε το αιτιολογικό της απόφασης, ο δικαστής Ντόναλντ Μόλευ επιχειρηματολογούσε ότι ο νόμος πάταξης της παιδικής πορνογραφίας πρέπει να εδράζεται στο ζήτημα της ζημίας που υφίστανται τα παιδιά που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή και ότι η προστασία των παιδιών είναι υψηλότερο αγαθό από την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης, όταν όμως αφορά πραγματικά παιδιά. Το δικαστήριο, δηλαδή, απέρριψε το επιχείρημα του νόμου για την απαγόρευση κάθε είδους εικονικής παιδικής πορνογραφίας, λέγοντας ότι μ' αυτό τον τρόπο είναι επικίνδυνο και ότι ανοίγει την «πόρτα» της ποινικοποίησης κάθε δημιουργικής δουλειάς στην τέχνη.

Άρα, λοιπόν, να μελετήσουμε αν η πορνογραφική επικοινωνία προκαλεί –και ποια- κοινωνική βλάβη, ποια ηθική κατάπτωση, ποιο έγκλημα, ποια είναι η σχέση ελευθερίας έκφρασης και πορνογραφικής επικοινωνίας. Μπορεί ο καθένας να κοινοποιεί υλικό που ο ίδιος δεν θεωρεί πορνογραφικό, αλλά οι άλλοι το θεωρούν ως τέτοιο; Έχει κανείς το δικαίωμα να βλέπει; Πώς οριοθετείται η ελευθερία της επιλογής και από πού αρχίζει και τελειώνει η λογοκρισία;

Θεωρώ, λοιπόν, ότι όλα αυτά θα έπρεπε να τα είχαμε συζητήσει προηγουμένως ως ελληνική κοινωνία και όχι να μπούμε γρήγορα σε λογική ποινικοποιήσεων με όρους και ασάφειες για τις οποίες θα σας μιλήσω στη συνεδρίαση επί των άρθρων.

(Ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης είναι βουλευτής Αθηνών της ΔΗΜΑΡ)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline