Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024  12:14:32

Γιάννης Κουτσούκος: Επτά επώδυνα χρόνια Μνημόνια

Δυστυχώς συζητάμε έναν ακόμα προϋπολογισμό της Κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με επώδυνα μέτρα, περικοπές, φόρους, σε βάρος όλων των κοινωνικών ομάδων, ενώ θα έπρεπε –θα μπορούσαμε λέγω εγώ- να έχουμε αλλάξει σελίδα εδώ και καιρό.


Θα έπρεπε σήμερα, επτά χρόνια μετά το σοκ της αυτογνωσίας και τις θυσίες του λαού μας, να έχουμε τελειώσει με τα μνημόνια και τη συνεχιζόμενη λιτότητα. Θα μπορούσαμε να έχουμε περάσει από τη φάση της εξόδου στη συζήτηση για την ανάπτυξη, το δικαίωμα στην ευημερία, τη δίκαιη κατανομή των βαρών και ωφελειών και δυστυχώς, λέω πάλι, αντί αυτού συζητάμε για νέες μακροχρόνιες και επαχθείς δεσμεύσεις για τη χώρα και για τα επόμενα μνημόνια, όπως και να τα ονομάσει αυτά κανένας: μνημόνιο plus, μνημόνιο 3,5, μνημόνιο 4.

Θέλω να σας θυμίσω ότι όταν ξεκινήσαμε τη δύσκολη αυτή πορεία το 2010 ήμασταν μόνοι μας, μιας και κανένας δεν δέχθηκε να βάλει πλάτη, όταν τότε κρίθηκε ότι για να αποφύγουμε την ολική καταστροφή και την άτακτη χρεοκοπία της χώρας, έπρεπε να υποστούμε όλοι θυσίες. Ήταν η παράταξή μας τότε που πήρε τις δύσκολες αποφάσεις. Τότε, όμως, όλοι –άλλοι από τις πλατείες και άλλοι από τα «Ζάππεια»- είτε επένδυαν στην οργή του κόσμου είτε προσπαθούσαν να αποφύγουν και να κρύψουν τις ευθύνες τους.

Το κόστος του αντιμνημονιακού αγώνα, μας συνοδεύει ακόμα, παρ' ότι τώρα, εφτά χρόνια μετά, η ευρεία πλειοψηφία της Βουλής έχει αποδεχθεί και συνομολογήσει ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Όμως, η προσχώρηση στην εθνική γραμμή που εμείς χαράξαμε από το 2010, δεν ήταν ούτε ανέφελη ούτε χωρίς κόστος. Το πολιτικός κόστος βέβαια πλήρωσε η παράταξή μας, αλλά το οικονομικό ο ελληνικός λαός, που πίστεψε τα ψέματα και τις εύκολες υποσχέσεις. Αυτοί που θα έσχιζαν τα μνημόνια, υπογράφουν τώρα με κλειστά τα μάτια και έχουν και το θράσος να πανηγυρίζουν και από πάνω.

Στο θεωρητικό ερώτημα αν μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει με το πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα, χωρίς να έχουμε μπει σε ένα τρίτο και επαχθέστερο, η απάντησή μου είναι ναι, με την προϋπόθεση ότι θα είχαμε αποφύγει τις διπλές εκλογές του 2012, με κόστος 6 δισεκατομμύρια, για να γίνει πρωθυπουργός ο κ. Σαμαράς, και τις διπλές εκλογές του 2015 με κόστος 12,5 δισεκατομμύρια, για να γίνει πρωθυπουργός ο κ. Τσίπρας.

Θα το επαναλάβω ακόμη μία φορά για την ιστορία, πού βρισκόταν η χώρα το 2009 και τι παρέλαβε ο κ. Τσίπρας το 2015. Το 2009 η ελληνική οικονομία βρέθηκε στον αστερισμό των δίδυμων ελλειμμάτων, ισοζυγίου συναλλαγών και δημοσιονομικό, με το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στα 36 περίπου δισεκατομμύρια σε ετήσια βάση ή 15,1% του ΑΕΠ και το χρέος να έχει εκτοξευθεί στα 301 δισεκατομμύρια, ενώ το ΑΕΠ από το 2000 και μετά είχε πτωτική πορεία.

Θα καταθέσω στα Πρακτικά κάποιους πίνακες. Αφορούν το ύψος και την εξέλιξη του ελλείμματος, το ύψος και την εξέλιξη του χρέους, την αλόγιστη αύξηση των δαπανών την περίοδο 2004-2009, που οδήγησαν στα υψηλά ελλείμματα.
Το λέω, έτσι, για να κλείσουμε για μια ακόμη φορά και με την επίσημη σφραγίδα της Eurostat τη συνωμοσιολογία που αναπτύχθηκε τότε, πίσω από την οποία κρύφτηκαν πάρα πολλοί και άλλοι έκαναν καριέρες. Αυτή τη συνωμοσιολογία, που καλλιεργείτο μέχρι τώρα, την έκλεισε σήμερα η ελληνική δικαιοσύνη.
(Στο σημείο αυτό ο Βουλευτής κ. Ιωάννης Κουτσούκος καταθέτει για τα Πρακτικά το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Aρχείο του Τμήματος Γραμματείας της Διεύθυνσης Στενογραφίας και Πρακτικών της Βουλής)

Όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο τέλος του 2014, μετά από μια πεντάχρονη πορεία κόπων και θυσιών του ελληνικού λαού, η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική. Τα δίδυμα ελλείμματα είχαν εξαλειφθεί εντελώς και για πρώτη φορά μετά το 2008 είχαμε πλεονάσματα.
Για πρώτη φορά, επίσης, μετά το 2008, αποτυπώθηκε θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Και χάρη στο γνωστό PSI, τη μοναδική, δηλαδή, περίπτωση ονομαστικής περικοπής του χρέους, ήταν βελτιωμένα όλα τα παραμετρικά του στοιχεία και κατά συνέπεια το προφίλ της βιωσιμότητάς του, τα οποία αναγνωρίζει και τώρα η Κυβέρνηση, δηλαδή το κόστος εξυπηρέτησης, η επιμήκυνση του μέσου χρόνου λήξης, η σύνθεσή του, που είναι θεσμικό θέμα και επιτρέπει τώρα με ασφάλεια να γίνονται ασκήσεις επί χάρτου για τη βιωσιμότητά του, χωρίς το ρίσκο των αγορών.

Σε τι περιπέτειες ενέπλεξε τη χώρα η τυχοδιωκτική πολιτική των ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, δέσμια των προεκλογικών και μετεκλογικών ψεμάτων, είναι τώρα πια γνωστό σε όλους τους Έλληνες, που βιώνουν με οδυνηρό τρόπο την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Ό,τι δηλαδή κατέκτησε ο λαός μας με τους δικούς του κόπους και θυσίες για τη βελτίωση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεγεθών σε μια δύσκολη πεντάχρονη πορεία από το 2010 μέχρι το 2014 ανετράπη και μαζί ανετράπη και η προοπτική εξόδου της χώρας από τα μνημόνια.

Οι πληγωμένοι από την πεντάχρονη αυτή πορεία κόπων και θυσιών Έλληνες πολίτες, που πίστεψαν στο βάλσαμο της αντιμνημονιακής ρητορείας και της περήφανης διαπραγμάτευσης, βλέπουν τις πληγές ανοιχτές και χαίνουσες και τώρα πια έχουν απωλέσει κάθε ελπίδα.
Αυτό που συνέβη χθες στο Eurogroup δείχνει πώς μια καιροσκοπική και επιπόλαιη πολιτική δεσμεύσει τη χώρα σε βάθος από τη ζημιά που η ίδια προκάλεσε. Η Κυβέρνηση, δηλαδή, πρώτα επιδείνωσε τους όρους βιωσιμότητας του χρέους, λόγω της γενικής οπισθοχώρησης της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα και με τη μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως δείχνει ο σχετικός πίνακας, που θα καταθέσω τώρα στα Πρακτικά, από τις 24-5-2016, και μετά κατέστησε το κόστος εξυπηρέτησης από 15%, που είχε προοπτική, στο 60%.

Συμφώνησε μετά τον Μάιο του 2016 σε ρυθμίσεις πιο συσταλτικού και συντηρητικού χαρακτήρα από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι εταίροι μας τον Νοέμβριο του 2012 και τώρα, δέσμια όσων συμφώνησε, ενσωματώνει αυτή τη ζημιά με πρόσθετα μέτρα και δεσμεύσεις, πέραν του τρίτου μνημονίου, στην προοπτική μιας θεωρητικά εικαζόμενης και όχι ονομαστικής –το σημειώνω– αλλά έωλης για την ασφάλεια των μακροχρόνιων δεδομένων βιωσιμότητας του χρέους το 2060.

Δηλαδή, η Κυβέρνηση, αφού περιπλανήθηκε μεταξύ επονείδιστου και επαχθούς χρέους και διεθνούς διάσκεψης για την περικοπή του χρέους, προσκυνάει τώρα στο PSI, αλλά λόγω αδυναμίας να διαπραγματευτεί, δίνει πολλά για να πάρει λίγα. Δίνει μπροστά για να πάρει στο μέλλον.
Αυτή είναι, δυστυχώς, η κατάσταση και τα κυβερνητικά στελέχη πανηγυρίζουν, ανεξάρτητα εάν ο κ. Τσίπρας ήρθε σήμερα με γραβάτα ή χωρίς γραβάτα. Γιατί είχε δεσμευτεί ότι όταν λύσει το θέμα του χρέους, σας θυμίζω, θα βάλει και γραβάτα.

Κατά συνέπεια, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η συζήτηση του Προϋπολογισμού του 2017 γίνεται σε μια περίοδο γενικευμένης ανασφάλειας και αβεβαιοτήτων για την πορεία της χώρας, τη ζωή των πολιτών, τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή. Όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά και οι προβλέψεις ανησυχητικές έως δυσοίωνες. Η οικονομία ματώνει από τον συνδυασμό της ύφεσης και της φορολογικής αφαίμαξης. Η κοινωνία στενάζει κάτω από το βάρος των κοινωνικών προβλημάτων, την ανεργία, τις περικοπές των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών.

Ο δεύτερος Προϋπολογισμός της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, όπως και ο πρώτος του 2016, ενσωματώνει το κόστος που σώρευσε στη χώρα το τρίτο επαχθέστερο μνημόνιο.

Είναι αποτέλεσμα μιας διαπραγματευτικής τακτικής, που αφού έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, υποτάχθηκε με δυσμενείς όρους και αποδέχθηκε στη συνέχεια νέα δυσβάσταχτα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, το ύψος των οποίων σωρευτικά ανέρχεται στα 12,5 δισεκατομμύρια, και την πρωτοφανή ταπείνωση της χώρας, που εκχώρησε στους δανειστές τη δημόσια περιουσία για εκατό χρόνια.

Το αποτέλεσμα αυτής της περιπέτειας, στην οποία η Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου περιέπλεξε τη χώρα, εκτιμάται από διάφορους αναλυτές και οικονομολόγους από 45 δισεκατομμύρια έως 86 δισεκατομμύρια, ανάλογα με τη σχολή από την οποία προέρχονται. Τα έχουμε ξαναπεί σε αυτήν την Αίθουσα. Μπορούμε να αθροίσουμε την απώλεια των καταθέσεων, την απώλεια της αξίας των μετοχών του ελληνικού Δημοσίου στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας λόγω της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Μπορούμε να προσθέσουμε την απώλεια των επενδύσεων και κυρίως, το κόστος των μέτρων του νέου μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και όλα αυτά, για να επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν πριν δυο χρόνια, δηλαδή στο τέλος του 2014.

Η φοροκεντρική πολιτική και η συνέχιση της λιτότητας έχει οδηγήσει στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των Ελλήνων πολιτών, όπως αποτυπώνεται στην αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, τα οποία εκτινάχθηκαν στα 93 δισεκατομμύρια από 75 δισεκατομμύρια που ήταν στο τέλος του 2014, καθώς και την αύξηση των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία γύρω στα 20 δισεκατομμύρια. Χαρακτηριστική είναι επίσης η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών, που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, για το 2015 περίπου 4,5 δισεκατομμύρια.

Την ίδια περίοδο της υπερφορολόγησης, η Κυβέρνηση μεθόδευσε μια τεχνητή συγκράτηση δαπανών, όπως δείχνουν τα στοιχεία για την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες, τα οποία ανέρχονται στα 6,2 δισεκατομμύρια από 3,7 δισεκατομμύρια που ήταν στο τέλος του 2014.
Είναι φανερό ότι η Κυβέρνηση μετέρχεται αυτών των τεχνασμάτων, γιατί πάνω από την κυβερνητική πλειοψηφία πλανάται το φάντασμα του κόφτη, του νομοθετημένου κόφτη, όχι αυτού που θα νομοθετηθεί με βάση τη χθεσινή συμφωνία του EUROGROUP. Και στερεί πόρους από την αγορά και από τους Έλληνες πολίτες με αυτά τα τεχνάσματα η Κυβέρνηση.

Το μέγεθος της υπερφορολόγησης για να επιτευχθεί το πρωτογενές αποτέλεσμα είναι πολύ μεγαλύτερο από τη φαινομενική υπέρβαση του στόχου κατά ένα δισεκατομμύριο, καθώς οι άμεσοι και οι έμμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 2,1 δισεκατομμύρια μέσα στο 2016. Επομένως, η επίτευξη του εκτιμώμενου πρωτογενούς πλεονάσματος, για το οποίο επίσης πανηγυρίζει η Κυβέρνηση, κατά 1,9 δισεκατομμύρια ή 1,09% του ΑΕΠ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των έμμεσων και άμεσων φόρων κατά 4,8 δισεκατομμύρια.
(Ο πρώην υφυπουργός Γιάννης Κουτσούκος είναι βουλευτής Ηλείας του ΠΑΣΟΚ)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline