Πέμπτη 25 Απριλίου 2024  13:49:31

Παρασκευής Βρεττού- Κοψιδά: Η χαμένη τιμή δανειστή-οφειλέτη

Οι ιστορίες δανεισμού είναι οι πιο δραματικά οικείες τόσο στις οικογενειακές μικροϊστορίες όσο και στις σελίδες της οικονομικής ιστορίας. Το φαινόμενο έχει, ως φαίνεται, μια διαχρονική παρουσία στα οικονομικά ήθη των ανθρώπινων κοινωνιών και φυσικά συνδέεται με αλλεπάλληλες επώδυνες κρίσεις τόσο των μεμονωμένων νοικοκυριών όσο και των συγκροτημένων κρατών.

Στη νεοελληνική μας ιστορία, ο εθνικός δανεισμός αρχίζει από το 1824 και έκτοτε διαγράφει μια πορεία περιοδικών και δραματικών κρίσεων που διαπλέκονται με τις κρίσεις της γενικής μας ιστορίας και των εθνικών περιπετειών. Κι αυτή τη στιγμή ο τόπος μας ζει κάτω από την οδυνηρότερη μεταπολεμικά εμπειρία άσκησης βίας σε βάρος του, εξαιτίας της βιαιότητας των συνθηκών δανεισμού.

Ξαναθυμόμαστε τη φράση που χρησιμοποίησε ο καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ανδρέας Ανδρεάδης, στον πρόλογο του βιβλίου του Ιστορία των Εθνικών Δανείων (1904): C'est une lamentable histoire que celle de la dette hellenique ( είναι μια ιστορία αξιοθρήνητη τα χρέη της Ελλάδας). Δανειζόμενος με τη σειρά του τη φράση από τον Casimir Leconte, στη δική του μελέτη για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, μισόν αιώνα πριν από τον Ανδρεάδη (1847).

Ο δανεισμός, συνήθης τακτική της οικονομικής λειτουργίας, είναι πεδίο άσκησης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνιολογικής σκέψης. Και πεδίο θεωρητικού προβληματισμού και γένεσης ποικίλων «θεωρημάτων» και σχολών. Οι παρενέργειες, ωστόσο, του δανεισμού στη συνολική κοινωνία αλλά και στο άτομο –που συνδέονται και απορρέουν από τους επαχθείς, κατά κανόνα, και άνομους όρους του δανεισμού- εκβάλλουν στο πεδίο της ηθικής και της φιλοσοφίας.

Και μορφοποιούν τις ηθικές ορίζουσες της πράξης του δανεισμού, τόσο από την πλευρά του δανειζόμενου όσο και από την πλευρά του δανειστή. Από την πλευρά του δανειζόμενου, γιατί επιτρέπει στον εαυτό του να προσφύγει στον δανεισμό, έχοντας κάμει υπέρβαση των αναγκών και των δυνατοτήτων του να τις αντιμετωπίσει. Και από την πλευρά του δανειστή-πολύ περισσότερο-γιατί λειτουργεί ως ωμός εκβιαστής επιβάλλοντας υπέρογκους τόκους και λεηλατώντας έτσι όχι μόνο την περιουσία αλλά και την ψυχή των θυμάτων του.

Μια πρώιμη, διεισδυτική ανάλυση της ηθικής παθολογίας του δανεισμού παρακολουθούμε στο δοκίμιο του Πλουτάρχου (45-120 μ.Χ. περίπου), του Έλληνα ιστορικού από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Το δοκίμιο, που περιλαμβάνεται στο έργο του Ηθικά, φέρει τον τίτλο: Περί του μη δειν δανείζεσθαι, και ήδη από τον τίτλο του δίνεται η αποτρεπτική προς τον δανεισμό προθετικότητα του συγγραφέα. (Παρενθετικά σημειώνουμε την τεράστια-και δικαιολογημένη- απήχηση που είχαν τα Ηθικά στη νεότερη Ευρώπη και συγκεκριμένα στον Έρασμο που μετέφρασε στα λατινικά και αφιέρωσε στον Ερρίκο Η' το δοκίμιο Πώς αν τις διακρίνοιε τον κόλακα του φίλου. Ο Μονταίν εμπνεύστηκε τις Δοκιμές του από τα Ηθικά.

Επίσης, οι Βίοι Παράλληλοι και το συνολικό έργο του Πλουτάρχου γοήτευσε τον Ρουσσώ και τον Γκαίτε, τον Μπετόβεν, τον Έμερσον και τους Υπερβατιστές, τον Σαίξπηρ-στους Βίους στηρίχτηκε για να κατασκευάσει τα πορτρέτα των ηρώων του στις ρωμαϊκές του τραγωδίες. Και ο Ναπολέων είχε αγαπημένο του ανάγνωσμα τους Βίους του Πλουτάρχου).

Το συγκεκριμένο δοκίμιο του Πλουτάρχου (Περί του μη δειν δανείζεσθαι) ανασύρεται ξανά από τη σιωπή του από τις εκδόσεις Νεφέλη, μεταφράζεται και σχολιάζεται (Πολυξένη Παπαπάνου) και εκδίδεται σε καλαίσθητη έκδοση (Νεφέλη, Αθήνα 2011). Έρχεται -δυστυχώς επίκαιρα-εν μέσω κρίσης για να μας δώσει το ανθρωπολογικό πορτρέτο των εμπλεκομένων στη διαδικασία του δανεισμού και να αναλύσει την κοινωνική παθολογία και τις ηθικές παρενέργειες και ζημιές που προέρχονται από τον δανεισμό. Βασικός νόμος-κοινωνικός και ηθικός- κατά τον συγγραφέα είναι η άντληση και η εξάντληση ιδίων πόρων, προκειμένου για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

Αναλογίζεται –επηρεασμένος από σχετικές πλατωνικές απόψεις- μήπως θα έπρεπε να υπάρχει για τα χρήματα νόμος που να απαγορεύει στους ανθρώπους να δανείζονται από άλλους, αν πρώτα δεν εξετάσουν τη δική τους περιουσία και τις δυνατότητές τους και δεν συγκεντρώσουν σταγόνα-σταγόνα, ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο (σ. 6-7). Σε ποιες περιόδους συνήθως δανείζονται οι άνθρωποι; Ο συγγραφέας μεταφέρει την εικόνα της δικής του-ανακυκλούμενης- εποχής, περίοδο μαλθακότητας, τρυφής και σπατάλης.

Τότε είναι που οι άνθρωποι εκτρέπονται-ή ενθαρρύνονται να εκτραπούν-και δανείζονται έναντι υψηλών τόκων. Κι αυτοί είναι άνθρωποι που έχουν γιατί στους ενδεείς κανένας δεν δανείζει. «Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή...Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμιά συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς» (σ. 34-35).

Και τότε έρχεται η βαριά και δυσάρεστη οσμή των τόκων, που σαν τη σκουριά κατατρώγουν μέρα με την ημέρα την πολυτέλεια του δανειζόμενου. Και του θυμίζουν οι αποτρόπαιοι δανειστές, την πρώτη τού κάθε μήνα και με τη νέα σελήνη, τις φριχτές οφειλές του κάνοντάς του την καλύτερη μέρα, αποφράδα και μισητή (σ. 8-11).

Πώς κατασκευάζει το πορτρέτο του δανειστή-του τοκογλύφου-ο Πλούταρχος και ποιες είναι οι ζημιές-οι υλικές και ηθικές-που δέχεται ο δανειζόμενος; Να τι συμβουλεύει το θύμα ο συγγραφέας: «Μην περιμένεις ...ούτε άμαξες στολισμένες με κέρατο και ασήμι, που τις φτάνουν και τις ξεπερνούν οι γοργοπόδαροι τόκοι. Πάρε έναν γάιδαρο, όποιον να'ναι, ή ένα απλό άλογο, και φύγε να γλιτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή, που δεν ζητά γην και ύδωρ, αλλά θίγει την ελευθερία σου και βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου (οι σύγχρονοι επαγγελματίες δανειστές-τοκογλύφοι ζητούν και γην και ύδωρ!).

Και ποια είναι η θέση ή καλύτερα η μοίρα των οφειλετών; Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους-ή μάλλον ούτε καν δικοί τους, αυτό δεν θα ήταν τόσο φοβερό. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βάρβαρων και βάναυσων...Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν «βυθίζοντας το ράμφος τους στα σωθικά τους», και σαν άλλους Ταντάλους τους εμποδίζουν να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού...Κουβαλώντας μαζί τους σάκους γεμάτους συμφωνητικά και συμβόλαια, σαν δεσμά εναντίον της Ελλάδας, την οργώνουν απ'άκρη σ'άκρη. Και σπέρνουν όχι ωφέλιμο καρπό...αλλά χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν...(σ. 20-21).

Και με το που θα καταστρέψουν έναν, ρίχνονται στο κυνήγι και δεύτερου, χρησιμοποιώντας τον πρώτο για δόλωμα. Και η άγρια αυτή πρακτική εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά, που μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον και φουντώνει από τον όλεθρο και τον αφανισμό όσων βρεθούν στο πέρασμά της». Αλλά και για τον δανειστή, ποιο είναι το όφελος; «Ενώ ο δανειστής που τη συδαυλίζει και την τρέφει βλάπτοντας πολλούς, δεν αποκομίζει τελικά τίποτε περισσότερο από το να διαβάζει πότε-πότε στα κατάστιχά του πόσους ανθρώπους πούλησε σκλάβους και πόσους ξεσπίτωσε, και να βλέπει πώς έφτασαν σ'αυτόν τα χρήματα που έχει συσσωρεύσει» (σ. 24-25).

Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές είναι ως να αναπαράγεται και να παίζεται το πιο δραματικό σενάριο των όσων έχουν αποτυπωθεί με τόση διαχρονική διεισδυτικότητα στο κλασικό κείμενο του Πλουτάρχου. Ο πολλαπλασιασμός των σύγχρονων θυμάτων και η ακατάσχετη, μέχρι τοκογλυφικής υστερίας, δραστηριότητα των δανειστών, σε επίπεδο οικονομικών και πολιτικών υλοποιήσεων, θέτουν σε κίνηση έναν καθολικό προβληματισμό: που απορρέει από την ηθική ανθρωπολογία της αρχέτυπης εικόνας της τοκογλυφικής δραστηριότητας, όπως μας την προσφέρει το έργο του Πλουτάρχου. Δηλαδή: Πώς-με ποιον οικονομικό τακτικισμό και με ποιες οικονομικές και κοινωνικές στρατηγικές είναι δυνατόν να αποφευχθεί αυτή η αθέμιτη και αρπακτική τοκογλυφική εξάρτηση των σύγχρονων κρατών και η υπερδιόγκωση του ληστρικού τοκογλυφικού imperium αφενός. Και αφετέρου, στην περίπτωση των ήδη θυματοποιημένων κρατών, πώς θα δημιουργηθούν ανασχετικοί συνασπισμοί μικρών που συσσωματούμενοι μπορούν να αποτελέσουν ισχυρούς μηχανισμούς αντίδρασης και ανατροπής.

Πάντως το βιβλίο που περιγράψαμε-αναγνωστική πρόκληση για κάθε πολίτη- προσφέρει καταρχήν το κίνητρο μιας ατομικής και συλλογικής αυτοσυνειδησίας-κατάσταση από την οποία άρχεται η πιο ουσιαστική μορφή κοινωνικής αντί-δρασης.

 

Η Δρ Παρασκευή Κοψιδά- Βρεττού είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

1 σχόλιο

  • FRANA

    δημοσιεύθηκε από FRANA

    Δευτέρα, 15 Απριλίου 2013 00:41

    Καταπληκτικό! ΜΑς ΔΙΔΆΣΚΕΙ ΚΑΙ ΜΑς ΕΞΗΓΕΊ ΤΌΣΟ ΠΟΛΛΆ! Είναι η καλύτερη ψυχολογική απόδοση και ερμηνεία της τοκογλυφίας...

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline