Τον περασμένο μήνα, ο ΟΗΕ σε εκτίμησή του, βάσει πληροφοριών από κράτη-μέλη, ανέφερε ότι η Αλ Κάιντα είναι παρούσα σε τουλάχιστον 15 αφγανικές επαρχίες και το παρακλάδι της στην ινδική υπήπειρο «επιχειρεί υπό την προστασία των Ταλιμπάν των επαρχιών Κανταχάρ, Χελμάντ και Νιμρούζ».
Στην περσινή συμφωνία τους με τις ΗΠΑ, οι Ταλιμπάν είχαν δεσμευθεί να μην επιτρέψουν την εκπαίδευση, τη συλλογή χρημάτων ή τη στρατολόγηση «τρομοκρατών, περιλαμβανομένης της Αλ Κάιντα, που θα απειλούσαν την ασφάλεια των ΗΠΑ και των συμμάχων» τους. Αλλά παραμένει άγνωστο τι στάση θα τηρήσουν τώρα οι Ταλιμπάν έναντι της Αλ Κάιντα κι άλλων ισλαμιστών εξτρεμιστών που σχεδιάζουν εκστρατείας βίας, και πώς θα αντιδράσει η ίδια η Αλ Κάιντα στις εξελίξεις, μετά τη νίκη των Αφγανών μουτζαχεντίν επί των Σοβιετικών το 1989 και τώρα την ήττα μιας δεύτερης υπερδύναμης, που ενισχύει την προπαγάνδα του τζιχαντιστικού κινήματος.
Οι Ταλιμπάν θα επιδιώξουν διεθνή νομιμότητα, όπως είχαν κάνει και την προηγούμενη φορά που βρέθηκαν στην εξουσία, αλλά το ερώτημα, λένε αναλυτές, είναι από ποιον και τι συμβιβασμούς είναι διατεθειμένη να κάνει η ηγεσία τους. Ίσως να παίξει σημαντικό ρόλο στις σχέσεις τους με την Αλ Κάιντα η αλλαγή στρατηγικής που επέβαλε ο αρχηγός της δεύτερης, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, μετά την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011, όταν εγκατέλειψε τις επιθέσεις κατά του «εχθρού» στη Δύση, επιδιώκοντας να κερδίσει υποστήριξη και νομιμότητα σε ασταθείς περιοχές συρράξεων του ισλαμικού κόσμου, όπου θεωρεί ότι υπάρχουν δυνατότητες επέκτασης και ανατροπής ντόπιων καθεστώτων.
Μόνο που ο ίδιος είναι πολύ άρρωστος, σύμφωνα με δυτικούς και άλλους αξιωματούχους ασφαλείας, και δεν υπάρχει εγγύηση ότι η στρατηγική του θα παραταθεί μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο Αφγανιστάν και ενδεχόμενο θάνατό του. Κι ακόμη και αν δεν το αποτολμήσει η Αλ Κάιντα, θα σπεύσουν πιθανώς άλλοι, εκτιμούν αναλυτές, να εκμεταλλευθούν τις ευκαιρίες που δημιουργεί η επικράτηση των Ταλιμπάν, η ήττα των Αμερικανών από μια ισλαμιστική παραστρατιωτική οργάνωση, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή έπειτα από δύο δεκαετίες πολωτικών συγκρούσεων και εξτρεμιστικής βίας και η επέκταση της τζιχαντιστικής ιδεολογίας στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.