Σάββατο 20 Απριλίου 2024  17:33:29

Οι φορολογικές ελαφρύνσεις πρέπει να γίνουν περισσότερες σε ένα άδικο σύστημα, πολύχρονης υπερφορολόγισης. Δεν στοχεύουν σε πρόωρες εκλογές, όμως δεν μπορεί να αποκλεισθούν για το 2022, Μάιο ή Οκτώβριο.

Σε μια ενδιαφέρουσα και διεισδυτική ανάλυση, ο γνωστός οικονομολόγος και αναλυτής Γιώργος Κουρής, επί χρόνια γενικός γραμματέας του ΥΠΟΙΚ ανατέμνει την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα, προοπτική και δυναμική

Η νομοθεσία και τα στατιστικά στοιχεία πιστοποιούν ότι το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα μειώνεται. Αυτό είναι αποτέλεσμα κυρίως της παραδοχής ότι έχουμε υπερφορολογηθεί. Το βάρος των φόρων περιορίζει τα εισοδήματα και την ενεργό ζήτηση στην οικονομία. Έτσι προκειμένου να υπάρξει σήμερα ανάσα και προοπτική ανάπτυξης η φορολογία πρέπει να μειωθεί. Αυτό γίνεται και το βλέπουμε παραστατικά στον πίνακα 1 σε πραγματικές τιμές ώστε η διαχρονική σύγκριση των ποσών να έχει νόημα. Η γενική διαπίστωση είναι ότι από το υψηλότερο σημείο φορολογίας όλων των εποχών, που ήταν 4.600 ευρώ ανά άτομο το 2019, το 2021 πέσαμε στα 4.250 ευρώ ανά άτομο. Η μείωση της φορολογίας έχει πέσει σε όλους τους άμεσους και έμμεσους φόρους πλην του ΕΝΦΙΑ και των ασφαλιστικών εισφορών (πίνακας 2). Αυτό είναι πλέον το ζητούμενο, με την κυβέρνηση να υπόσχεται ότι θα κάνει και εκεί μειώσεις το 2023. Το θέμα βέβαια είναι κατά πόσο μπορεί να συνεχιστεί η μείωση του φορολογικού βάρους ενόψει του αυξανόμενου Δημόσιου χρέους και της πιθανής επαναφοράς στην ευρωζώνη της δημοσιονομικής πειθαρχίας από το 2023. Δύο παράγοντες που ουσιαστικά απαγορεύουν τις περαιτέρω φορολογικές ελαφρύνσεις.

Το σύστημα παραμένει άδικο

Όπως και να το κοιτάξει κανείς, το φορολογικό μας σύστημα πάσχει παρά τις προσπάθειες συμμόρφωσης και την αναβάθμιση του μέσω της δημιουργίας της Ανεξάρτητης φορολογικής Αρχής. Οι αδυναμίες φαίνονται πρωτίστως όταν βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις κραυγαλέας φοροδιαφυγής που κάνουν το νομοταγή πολίτη να αισθάνεται το μεγάλο κοροΐδο. Εμφανίζονται άτομα με εντυπωσιακά περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό πλήρως αδικαιολόγητα από το επάγγελμα που ασκούν. Είναι ελάχιστο το ποσοστό των Ελλήνων που μπορεί να έχει ακίνητο στο Μονακό, τη Φλόριδα, άλλες πόλεις της Ευρώπης και ταυτόχρονα ακίνητα εδώ. Όταν οι δουλειές και η επαγγελματική ενασχόληση κατατάσσει ένα φορολογούμενο στη μεσαία τάξη αλλά η ιδιοκτησία που ανακαλύπτεται ότι είναι δυσανάλογα μεγάλη, η αναντιστοιχία βγάζει μάτι και δείχνει πόσο εύκολο είναι για μερικούς να φοροδιαφεύγουν ασύστολα.

Η αδικία αυτή στα μεν φυσικά πρόσωπα σημαίνει ότι πληρώνουν πολύ περισσότερο ώστε να καλύπτονται οι απάτες των φοροφυγάδων, στα δε νομικά πρόσωπα σημαίνει αθέμητο ανταγωνισμό που μπορεί να οδηγήσει σε λουκέτο μία νομοταγή εταιρία γιατί μια άλλη ομοειδής που παρανομεί έχει χαμηλότερο κόστος λειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση είναι υποχρέωση της εκάστοτε κυβέρνησης να βρει αποτελεσματικούς τρόπους να μειωθεί πρώτα απ' όλα η κραυγαλέα φοροδιαφυγή. Μετά η μεγάλη φοροδιαφυγή και τελικά η απλή φοροδιαφυγή. Αυτό βέβαια μπορεί να ακούγεται θεωρητικό. Δεν είναι δυνατόν όμως να είναι τόσο εύκολο σε ορισμένους που έχουν άκρες και επιρροή να μπορούν να περνούν με τόση άνεση το δίχτυ των ελέγχων και να εμφανίζονται με τεράστια αδικαιολόγητη περιουσία όταν ο νομοταγής φορολογούμενος δεν μπορεί σήμερα να αντέξει το κόστος της θέρμανσης του σπιτιού του. Η νομοθεσία κατά της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να αναλώνεται μόνο στο κυνήγι του υδραυλικού που δεν δίνει απόδειξη. Ο συγκεκριμένος, ότι και να κάνει τα όσα αδήλωτα χρήματα κερδίζει, αναγκαστικά θα τα καταναλώσει ξανά στην εσωτερική αγορά για να ζήσει και με την έμμεση φορολογία θα τον
πιάσεις. Ο επιτήδειος και θρασύς όμως έχει τους τρόπους και τα μέσα να τα βγάλει στο εξωτερικό κοροϊδεύοντας το σύστημα και μπορείς να τον πιάσεις μόνο από τυχαίο γεγονός.

Όπως για παράδειγμα όταν οι κληρονόμοι αρχίσουν να τσακώνονται για το πώς θα μοιραστεί η περιουσία. Λες και αποκτήθηκε με νόμιμα μέσα.
Η ανάλυση των φορολογικών δηλώσεων (πίνακας 3) προσφέρει πολλά μηνύματα για το ποια κλιμάκια εισοδημάτων επωμίζονται το φορολογικό βάρος και κατά πόσο ο καταμερισμός των βαρών είναι δίκαιος. Η ανάλυση αφορά τα φυσικά πρόσωπα για το έτος 2019 όπου 6,5 εκατ. φορολογουμένων δήλωσαν εισοδήματα 78,4 δις ευρώ και πλήρωσαν, μετά από όποιες απαλλαγές δικαιούντο, 8,9 δις ευρώ φόρους. Το εντυπωσιακό γεγονός που βγαίνει από αυτή την ανάλυση είναι ότι το 85% των φορολογικών δηλώσεων γίνονται από φορολογούμενους που έχουν μέσο ετήσιο εισόδημα έως 7.397 ευρώ, ή 616 το μήνα. Με άλλα λόγια από τους φτωχούς προσπαθούν οι ελεγκτικές αρχές να βρουν τα απαιτούμενα έσοδα που θα καλύψουν τις κρατικές δαπάνες.

«Τι είναι ο κάβουρας τι είναι το ζουμί του», θα έλεγε ο οποιοδήποτε. Ο στόχος όμως είναι λάθος. Αν θέλουμε να επιτύχουμε ισοσκελισμένους κρατικούς ισολογισμούς οι φορολογικές αρχές πρέπει να επικεντρωθούν στο υπόλοιπο 15% και όποιον δουλεύει «κάτω από το ραντάρ». Όχι να κυνηγούν τον ανυποψίαστο συνταξιούχο για τη φορολόγηση των αναδρομικών και να του επιβάλουν μάλιστα πρόστιμα γιατί δεν φρόντισε να πληρώσει φοροτεχνικό να του ετοιμάσει νέες δηλώσεις ενώ επί χρόνια οι δηλώσεις του έρχονταν αυτόματα συμπληρωμένες με τον αναλογούντα φόρο υπολογισμένο.

Καθώς το εισοδηματικά κλιμάκια μεγαλώνουν (πίνακας 3) βλέπουμε ότι ο αριθμός των φορολογουμένων μικραίνει δραματικά και ο μέσος φόρος αυξάνει έως το 30% για όσους δηλώνουν εισοδήματα μεταξύ 100 και 200 χιλιάδες ευρώ το χρόνο. Μια παράδοξη όμως ελάφρυνση εμφανίζεται για τους περίπου 5.000 φορολογούμενους που δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 200 χιλιάδες ευρώ το χρόνο. Η μέση φορολογική επιβάρυνση για αυτούς μικραίνει και φτάνει στο 24% καθώς οι απαλλαγές και εκπτώσεις από φόρους που δικαιούνται μεγαλώνει εντυπωσιακά. Όπως βλέπουμε στην τελευταία στήλη του πίνακα 3 οι φορολογικές απαλλαγές στα υψηλότατα κλιμάκια εισοδήματος φτάνει τις 68 χιλιάδες ευρώ ανά φορολογούμενο όταν στο αμέσως προηγούμενο κλιμάκιο των 100-200 χιλιάδων ευρώ οι φοροαπαλλαγές είναι κάτω από 13 χιλιάδες ευρώ ανά φορολογούμενο. Είναι δύσκολο να εξηγηθεί το γεγονός αυτό όταν το φορολογικό μας σύστημα είναι θεωρητικά «προοδευτικό» προκειμένου να επιτευχθεί εξίσωση των φορολογικών θυσιών ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Μια εξήγηση ίσως είναι ότι οι έχοντες και κατέχοντες μπορούν να πληρώσουν ικανότερους λογιστές και φοροτεχνικούς για τη σύνταξη πιο «έξυπνων» φορολογικών δηλώσεων.
Στον πίνακα 4 βλέπουμε ακόμα πιο ανάγλυφα πόσο άδικο είναι το φορολογικό μας σύστημα. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στους μισθωτούς και τους συνταξιούχους οι οποίοι ακόμα και αν ήθελαν να φοροδιαφύγουν είναι αδύνατο να το κάνουν γιατί φορολογούνται στην πηγή από εισοδήματα που καταγράφονται λεπτομερώς. Από τα δηλωθέντα εισοδήματα των 78,4 δις ευρώ το 2019 οι μισθωτοί και συνταξιούχοι δήλωσαν τα 64,4 δις, ή το 82% του συνόλου.

Στοιχειοθετείται επομένως ότι δυνατότητα φοροδιαφυγής έχουν ουσιαστικά μόνο όσων το εισόδημα προέρχεται από επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε αυτή την περίπτωση των φορολογουμένων υπάρχει επίσης η δυνατότητα και φοροαποφυγής, η οποία βέβαια έχει νομότυπη αλλά όχι ηθική βάση. Είναι επομένως πολύ σημαντικό οι φορολογικές αρχές να στελεχωθούν καλύτερα ώστε να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικά στη δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών. Η νομοθεσία πρέπει να επανασχεδιαστεί ώστε στον τομέα της φοροδιαφυγής να υπάρξει μια συνεχής πίεση προκειμένου τα παρατράγουδα κραυγαλέων περιπτώσεων κλοπής του δημόσιου χρήματος να περιοριστεί στο ελάχιστο. Οι ποινές πρέπει να είναι αυστηρότερες και οι υποθέσεων να τελεσιδικούν σε πολύ μικρότερο χρόνο από ότι τώρα. Βέβαια, δεν μπορεί να πει κανείς ότι βήματα προόδου δεν γίνονται στον τομέα της φορολογικής νομοθεσίας και τη σύλληψη της φοροδιαφυγής. Το μεγάλο ζητούμενο όμως είναι η ταχύτητα με την οποία γίνεται ο εκσυγχρονισμός την εποχή της ψηφιακής επανάστασης, της παγκοσμιοποίησης και της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων. Εκεί είναι που πάσχουμε.

Ελαφρύνσεις και οι εκλογές

Αυτή την εποχή είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έχει πολιτικό αντίπαλο. Έχει όμως έναν ουσιαστικό και πολύ δύσκολο αντίπαλο και αυτός είναι η οικονομία. Η πανδημία προφανώς αποτελεί βαρίδι για την κυβέρνηση, ωστόσο επειδή βύθισε σε μεγάλη οικονομική ύφεση όλη την Ευρώπη η δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ άλλαξε και έγινε ελαστικότερη και έμεινε στον πάγο η λιτότητα και η πειθαρχία που ήταν η κύρια αιτία του περιορισμού της ανάπτυξης στη χώρα μας. Εφέτος δεν υπάρχουν περιορισμοί στο έλλειμμα ούτε στο χρέος της Ελλάδας και άρα οι ελαφρύνσεις για στήριξη των εισοδημάτων που οδηγούν σε πρόσθετο δανεισμό μπορεί να επουλώσουν τις ανοιχτές πληγές στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ωστόσο, προτού έλθουν οι επίσημες ντιρεκτίβες από τις Βρυξέλλες για το τι θα ισχύσει το 2023 μας έρχονται ήδη μηνύματα ότι πρέπει να μπει φρένο στο ξεχείλωμα των ελλειμμάτων και των χρεών. Ποιες επομένως μπορεί να είναι οι επιλογές της σημερινής κυβέρνησης ενόψει της χαραγμένης πολιτικής των φορολογικών ελαφρύνσεων που πρεσβεύει;

Το να πιέσει στο βαθμό που μπορεί για τη διαιώνιση στην ΕΕ των ελαστικών κανόνων σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία είναι αυτονόητο, ιδιαίτερα όταν έχει εκδηλωμένους συμμάχους σε αυτό τον τομέα τη Γαλλία και την Ιταλία. Αυτό όμως προσφέρει ανακούφιση με ημερομηνία λήξης γιατί η συνεχής αύξηση του δυσθεώρητου χρέους μας αποτελεί μόνιμο εμπόδιο στην ανάπτυξη. Το είδαμε στην αύξηση του επιτοκίου στην έκδοση του τελευταίου 10ετούς ομολόγου το οποίο ανέβηκε στο 1,84. Ούτως η άλλως η λιγότερη αυστηρότητα στα δημόσια οικονομικά αποτελεί μετάθεση και όχι λύση του προβλήματος.

Η μόνη λύση στο οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι η φυγή προς τα εμπρός, δηλαδή η ανάπτυξη και μεγέθυνση του ΑΕΠ. Το είδαμε με την εντυπωσιακή άνοδο της οικονομίας το 2021 η οποία έχει τα εχέγγυα να συνεχιστεί σε ένα ποσοστό και εφέτος εφόσον η Ευρώπη καταγράψει μια καλή ανάκαμψη και τραβήξει προς τα πάνω της εξαγωγές μας. Περισσότερο σημαντικό όμως είναι το πόσο δυνατά μπορεί να ανέβει τους θερινούς μήνες ο τουρισμός μας. Και ενώ ένα ριμπάουντ της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι δεδομένο, η άνοδος του τουρισμού έχει μεγάλη πιθανότητα να μας εκπλήξει και να καταγράψει ένα νέο ρεκόρ μεγαλύτερο από ότι το 2019. Σε αυτό το ενδεχόμενο υπάρχει ουσιαστικά μόνο μια αρνητική παράμετρος η οποία μπορεί να προέλθει από κάποια κρίση με αιτία τη διένεξη των υπερδυνάμεων στην Ουκρανία, ή εξαιτίας ενός απελπισμένου Ερντογάν του οποίου το «κεφάλι» πολιτικά βρίσκεται κάτω από Δαμόκλειο σπάθη.

Σταθμίζοντας όλα αυτά και βλέποντας ότι η εισαγόμενη ακρίβεια μέσω της έκρηξης των τιμών ενέργειας δεν παλεύεται εύκολα, η φιλολαϊκή πολιτική της κυβέρνησης στρέφεται στις φοροελαφρύνσεις. Επειδή όμως τα αυστηρά μηνύματα από τις Βρυξέλλες δεν σταματούν ορισμένες ελαφρύνσεις μετατίθενται για το 2023, ενώ επισημοποιείται ότι πολλές από αυτές που ισχύουν για το 2022 δεν είναι μόνιμου χαρακτήρα. Υπάρχει επομένως σοβαρό ενδεχόμενο να έχουμε εθνικές εκλογές εφέτος. Είτε το Μάιο αιφνιδιαστικά, είτε τον Οκτώβριο που είναι η πεπατημένη επιλογή των Ελλήνων πρωθυπουργών.

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline