Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ηλίας Ηλιόπουλος: Ο Βλαδίμηρος Πούτιν και η Εθνική Ιδέα

Σε μία βαρυσήμαντη ομιλία του, τον Σεπτέμβριο του 2013, ενώπιον των ιθυνουσών ελίτ της σημερινής, μετασοβιετικής Ρωσσίας, ο Πρόεδρος της Ρωσσικής Ομοσπονδίας, κ. Βλαδίμηρος Πούτιν, δήλωσε: «Είναι προφανές ότι είναι αδύνατον να προχωρήσουμε χωρίς πνευματική, πολιτιστική και εθνική αυτοδιάθεση».

 

Και εξήγησε: «Κάθε χώρα πρέπει μεν να έχει στρατιωτική, τεχνολογική και οικονομική ισχύ, αλλά, ωστόσο, το κύριο στοιχείο, το οποίο θα κρίνει την επιτυχία της, είναι η ποιότητα των πολιτών, η ποιότητα της κοινωνίας: η γνωστική, πνευματική και ηθική ισχύς τους

Άλλωστε, συνέχισε ο Πρόεδρος Πούτιν: «Οικονομική ανάπτυξη, ευμάρεια και γεωπολιτική επιρροή – όλα αυτά απορρέουν, εν τέλει, από τις κοινωνικές συνθήκες. Εξαρτώνται από το εάν οι πολίτες μιας δεδομένης χώρας θεωρούν εαυτούς ως ένα έθνος, μέχρι ποίου βαθμού ταυτίζονται με την Ιστορία τους, τις Αξίες και Παραδόσεις τους, καθώς και από το εάν είναι ενωμένοι μέσω κοινών σκοπών και ευθυνών.» Υπ’ αυτήν την έννοια, «το ζήτημα του προσδιορισμού και της ενισχύσεως της εθνικής ταυτότητος είναι, πράγματι, θεμελιώδες για την Ρωσσία», κατέληξε ο κ. Πούτιν.

Πράγματι, τα Έθνη είναι «πρωταρχικές αξίες και υποκείμενα της ανθρωπίνης Ιστορίας», όπως παρατήρησε ο κορυφαίος γεωπολιτικός στοχαστής της σύγχρονης Ρωσσίας, Καθηγητής κ. Αλέξανδρος Ντούγκιν (Aleksandr Dugin). Και «η σωτηρία του Έθνους είναι το ύψιστον καθήκον του Κράτους», όπως επεσήμανε προ ετών ο μέγας Ρώσσος φιλόσοφος, ο νεομάρτυς του Ρωσσικού Έθνους και της Ορθοδοξίας, Αλέξανδρος Σολτζενίτσυν (Aleksandr Solzhenitsyn).

Ευλόγως το ζήτημα μιας νέας Εθνικής Ιδέας απασχολεί σοβαρά την Ρωσσία, δεδομένου ότι η σπουδαία αυτή χώρα (η «Καρδιά» της χερσαίας, ευρασιατικής μάζας του Πλανήτη μας, κατά την αντίληψη της Κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής του SirHalford Mackinder) υπήρξε, μόλις προσφάτως, το 1991, το πρώτον θύμα της «μεγαλύτερης γεωπολιτικής καταστροφής» του 20ού αιώνος, κατά μιαν εύστοχη παλαιότερη διατύπωση του Προέδρου Πούτιν.

Από την πρώτη στιγμή της αναδείξεως του κ. Πούτιν στο ύπατο αξίωμα της Ρωσσικής Ομοσπονδίας, περί τα τέλη της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας, το κρίσιμο ερώτημα ήταν «εάν ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος  θα επιτύχει να αναδειχθεί από εικονικό σε πραγματικό Πρόεδρο», κατά την τότε διατύπωση της διαπρεπούς Γερμανίδας Κρεμλινολόγου, Καθηγήτριας M. Mommsen. Τούτο δε εξηρτάτο ευθέως από το εάν ο (κατά κοινή ομολογία ευφυέστατος και ικανός) πρώην Αξιωματικός της Υπηρεσίας Κρατικής Ασφαλείας θα κατόρθωνε να πραγματοποιήσει την μείζονα επιδίωξή του:

-         να αποκαταστήσει και να εμπεδώσει το ενιαίον της Κεντρικής Διοικήσεως,

-         να εξυγιάνει την Εθνική Οικονομία

-         και να προικίσει την μετασοβιετική Ρωσσία με ένα ισχυρό Κράτος.

Απαράβατος όρος της επιτεύξεως αυτού του αντικειμενικού σκοπού υπήρξε ο δραστικός περιορισμός της ασύδοτης ισχύος δύο κέντρων εξουσίας:

α) Του «καρτέλλ» των λεγομένων Ολιγαρχών, όπως αποκαλούνται στην μετασοβιετική Ρωσσία εκείνοι οι εκπρόσωποι του αναπτυχθέντος στην χώρα ιδιότυπου «καπιταλισμού», οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την αλλοτινή θέση τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα της ΕΣΣΔ και στο Κράτος – και με την σκανδαλώδη εύνοια της οικογένειας του πρώτου μετασοβιετικού Προέδρου Γέλτσιν αλλά και του ξένου παράγοντος –  ιδιοποιήθησαν κολοσσιαίες κρατικές επιχειρήσεις, εν μια νυκτί, στην πρώτη φάση της «ιδιωτικοποιήσεως» της οικονομίας της χώρας.

β) Των Κυβερνητών των (αυτοδιοικουμένων) Περιφερειών, οι οποίοι, εν αγαστή συνεργασία μετά των Ολιγαρχών, ενέμοντο τις διάφορες επαρχίες της αχανούς χώρας, όπως οι πασάδες τα τιμάριά τους κατά την ύστερη, παρακμιακή, φάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο (πρώτος μετασοβιετικός) Πρόεδρος Βόρις Γέλτσιν (BarisYeltzin)είχε καλέσει, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τους τοπικούς σατράπες να «αρπάξουν όσο περισσότερη εξουσία μπορούν» από την κεντρική κυβέρνηση! 

Ολιγάρχες και τοπικοί σατράπες – γόνοι της σοσιαλιστικής Νομενκλατούρας, που μετηλλάγησαν σε εκπροσώπους του μαφιόζικου μετασοβιετικού «καπιταλισμού» – κατελήστευσαν την χώρα, παραδίδοντας μάλιστα μέγα μέρος του υφαρπαγέντος εθνικού πλούτου σε ενδιαφερομένους Δυτικούς οικονομικούς παράγοντες. Παραλλήλως, έσπευσαν να αγοράσουν ή να ιδρύσουν από μερικά έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ ο καθένας, για να απολαμβάνουν ακόμη καλύτερης πολιτικής καλύψεως και να θεσμοθετήσουν, τρόπον τινά, τον εκβιασμό της πολιτικής εξουσίας από τους ιδίους. Μιας πολιτικής εξουσίας η οποία, προϊούσης της ολέθριας για τα Εθνικά Συμφέροντα της Ρωσσίας διακυβερνήσεως Γέλτσιν, είχε καταντήσει να αποτελεί το όργανο εξυπηρετήσεως των Ολιγαρχών (και του ξένου παράγοντος). Πράγματι, σε αυτό που εξέχοντες Δυτικοί πολιτικοί επιστήμονες χαρακτήρισαν «Δημοκρατία της Νομενκλατούρας» (Mommsen) και «διακυβέρνηση χωρίς σύστημα», ο Πρόεδρος Γέλτσιν και το πανίσχυρο περιβάλλον του (η «Οικογένεια», όπως έλεγαν οι Ρώσσοι – ιδίως δε η πρώτη θυγατέρα του Τατιάνα και ο προστατευόμενός της «επιχειρηματίας» κ. Berezovsky) κατέληξαν να αποτελούν την πυραμίδα μιας χαλαρής συνομοσπονδίας δικτύων ποικίλων διαπλεκομένων κρατικοϊδιωτικών συμφερόντων και οργανωμένου εγκλήματος.

Ούτως είχαν τα πράγματα όταν ανέλαβε τα ηνία ο Βλαδίμηρος Πούτιν, με την εκπεφρασμένη βούληση να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος, να εξυγιάνει την δεινώς χειμαζόμενη οικονομία και να εμφυσήσει στον λαό μία «νέα Εθνική Ιδέα», κάτι που συχνά επανελάμβανε στα διαγγέλματά του. Η ειρωνεία της υποθέσεως ήταν, βεβαίως, ότι ο ταλαντούχος αξιωματικός της πάλαι ποτέ KGB κατέκτησε τις θέσεις του Αρχηγού της μετασοβιετικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB) και, μετέπειτα, του Γραμματέως του νεοσυσταθέντος Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας χάρις, αφ’ ενός, στην πανθομολογούμενη μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητά του, και, αφ’ ετέρου, στην νομιμοφροσύνη που επέδειξε έναντι του Γέλτσιν και του περιβάλλοντός του. Έτσι, το καλοκαίρι του 1999, ο νεαρός «τεχνοκράτης» φάνταζε στην «Οικογένεια» ως η ιδεώδης λύση του ακανθώδους προβλήματος της διαδοχής του Γέλτσιν – ως ο νέος ευνοούμενος της «Οικογένειας» και των Ολιγαρχών, o οποίος θα λειτουργούσε, μετά την εκλογή του, κατά τα κελεύσματά τους.

Η σύνθεση της πρώτης Κυβερνήσεως Πούτιν αντιπροσώπευε, πράγματι, σε ικανό βαθμό, τα συμφέροντα του περιβάλλοντος Γέλτσιν και των Ολιγαρχών (Berezovsky, Μamuth, Abramovitz κ.λ.π.). Ωστόσο, δίπλα στον Αλέξανδρο Βολλιούσιν lexander Volliusin), τον πανίσχυρο «προσωπάρχη» του Κρεμλίνου επί Γέλτσιν (η παραμονή του οποίου στον θώκο του αποτελούσε την «εγγύηση» των Ολιγαρχών) ή στον οικονομολόγο Μιχαήλ Κατσιάνωφ (Michael Katzianov) – (ο οποίος ανελάμβανε το περιορισμένης ισχύος στην τότε Ρωσσία και, εν πολλοίς, τεχνοκρατικό αξίωμα του Πρωθυπουργού –, έκαμαν την εμφάνισή τους στην Κυβέρνηση πρόσωπα προερχόμενα εκ δύο ακόμη ομάδων:

α) Την πρώτη εκπροσωπούσαν οι νέοι φιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές της λεγομένης «Ομάδας της Πετρουπόλεως», όπως ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Βιομηχανίας κ. Αλέξιος Κουντρίν lexej Kundrin).

β) Την δεύτερη ομάδα συναποτελούσαν αυτοί που ο Ρωσσικός Τύπος και οι ξένοι παρατηρητές θα αποκαλούσαν, εφ’ εξής, «Ενστόλους» ή «ανθρώπους με τις κλάρες». Επρόκειτο για Aξιωματικούς του Στρατού ή των Υπηρεσιών Ασφαλείας, τους οποίους εισήγαγε για πρώτη φορά στο πολιτικό παίγνιο και στην κεντρική εξουσία ο κ. Πούτιν.

Οι πρώτοι, οι θιασώτες των φιλελευθέρων μεταρρυθμίσεων, οι «Νέοι Λύκοι», όπως χαρακτηρίζονταν από τον Τύπο, εθεωρούντο οι «άνθρωποι του μεταρρυθμιστού Πούτιν». Οι δεύτεροι έμελλε να αποδειχθούν οι πραγματικοί «άνθρωποί του». Με αυτούς ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος προσπάθησε, αργά αλλά μεθοδικά, να κατακτήσει, πέραν της ονομαστικής, την πραγματική εξουσία στην χώρα, κινούμενος σε τρία πεδία:

-        διορίζοντάς τους στα κρίσιμα Υπουργεία Εσωτερικών και Αμύνης,

 -     αναβαθμίζοντας το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας - στην κορυφή του οποίου τοποθέτησε τον άλλοτε συνάδελφό του, Αξιωματικό της KGBκ. Σέργιο Ιβανώφ (Sergej Ivanov) – με την απώτερη επιδίωξη να το καταστήσει το όργανο οικοδομήσεως και εξασφαλίσεως της προσωπικής του ισχύος και να αντισταθμίσει την παντοδυναμία του τότε προσωπάρχου της Προεδρικής «Administration»,

-      διορίζοντας επτά Πληρεξουσίους Υπουργούς για τις αυτόνομες περιοχές, εξ ων οι πέντε Στρατηγοί.

Έναντι των Ολιγαρχών, ο Πρόεδρος Πούτιν προχώρησε, όταν έκρινε ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, διαμηνύοντας προς αυτούς ότι απαιτεί να σέβονται τους κανόνες του παιγνίου, να ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κατά νόμον και να παύσουν να αναμειγνύονται στην πολιτική κινητοποιώντας τα ΜΜΕ που ελέγχουν προς εκβιασμό της Πολιτικής Ηγεσίας. Η απροσδόκητη πίεση των Αρχών ανησύχησε σφόδρα τους εκπροσώπους του ισχυρού διαπλεκομένου Κεφαλαίου. Λίαν ενδεικτικό της εκπλήξεώς τους ήταν ένα άρθρο που δημοσίευαν τον Ιούλιο του 2000, ενώ εκτυλισσόταν η πρώτη επίθεση Πούτιν κατά των «Βαρώνων», οι «NewYorkTimes»: «Κατόπιν εννέα ετών διαβιώσεως σε αμύθητα πλούτη και μακράν των νόμων της χώρας, στους οποίους υπόκεινται οι συνήθεις θνητοί, οι Ρώσσοι Ολιγάρχες ανακαλύπτουν τώρα, υποχρεωτικώς, ότι είναι σεσημασμένοι». Και η ταραχή τους καθίστατο μεγαλύτερη, δεδομένου ότι όλοι αυτοί – με την εξαίρεση του κ. Γκουσσίνσκυ (Gussinsky) – έτρεφαν ελπίδες για τον Πούτιν, την ανάρρηση του οποίου στον Προεδρικό θώκο είχαν, κατ’ επιθυμίαν του περιβάλλοντος Γέλτσιν, επιδοκιμάσει. Ωστόσο, η διαδοχή έμελλε να εκτυλιχθεί κατά τρόπον πολύ διάφορον εκείνου που εφαίνετο αρχικώς.

Υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων αποκαλύπτονται ως υπερβολικές και ιδιοτελούς αφετηρίας οι οιμωγές Δυτικών Κυβερνήσεων και ΜΜΕ περί «θανάτου της δημοκρατίας» (και δη σε μία χώρα έχουσα άλλη πολιτική παιδεία και ιστορία, διάφορη των Δυτικών χωρών).

Εξ άλλου, μετά το βαρύτατο και οδυνηρό τρομοκρατικό πλήγμα στην Β. Οσσετία, προ μιας δεκαετίας ακριβώς  (1/9/2004), ο Πρόεδρος Πούτιν εξήγγειλε ορισμένα μέτρα που συνιστούν μεταρρύθμιση του θεσμικού και πολιτικού εποικοδομήματος της χώρας – μεταξύ αυτών: την σύσταση Διϋπουργικής Επιτροπής Συντονισμού Έργου για τον Β. Καύκασο, την εκλογή των μελών της  Βουλής (Δούμα) μέσω λίστας, αντί σταυρού προτιμήσεως, τον διορισμό των Κυβερνητών των 89 Περιφερειών της Ρωσσικής Ομοσπονδίας υπό του Προέδρου κ.λ.π.

Η άμεση και αποφασιστική αντίδραση του Ρώσσου Προέδρου στα διαδοχικά αιματηρά τρομοκρατικά πλήγματα που διενεργήθησαν στο εσωτερικό της ρωσσικής επικρατείας  υπήρξε δηλωτική της αντιλήψεως του Βλαδιμήρου Πούτιν αλλά και των πολιτικών και στρατιωτικών ιθυνόντων της Μόσχας και της εν γένει «securitycommunity» ότι η χώρα ευρίσκετο, από 1ης Σεπτεμβρίου 2004, σε πόλεμο. Όπως το έθεσε ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Σέργιος Ιβανώφ, «κατ’ ουσίαν, μας εκήρυξαν τον πόλεμο, με ένα αόρατο εχθρό και χωρίς γραμμή μετώπου».Εξ ου και η σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατόπιν κατεπείγοντος σχετικού αιτήματος του Προέδρου, αλλά και η δημόσια υιοθέτηση, εκ μέρους της Ρωσσίας, του Δόγματος Μπους περί του δικαιώματος προληπτικού πλήγματος εναντίον των βάσεων της Διεθνούς Τρομοκρατίας οπουδήποτε(άρα και εκτός των συνόρων του κράτους), διά στόματος τόσον του Υπουργού Εξωτερικών όσον και του τότε Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγού Γεωργίου Μπαλιουέφσκυ (Yury Baluyevsky)υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος προέβη στις δηλώσεις αυτές την 9/9/2004, παρουσία του τότε SACEUR, δηλ. του Ανωτάτου Συμμαχικού Διοικητού Ευρώπης του ΝΑΤΟ,  Αμερικανού Στρατηγού James Jones).

Αντί μιας Πολιτικής Κατευνασμού (Appeasement) της Τρομοκρατίας, κατά τις υποδείξεις διαφόρων Δυτικών πολιτικών, ΜΜΕ και ΜΚΟ, ο Πρόεδρος Πούτιν σχεδίασε και εφήρμοσε – και ορθώς – μία Στρατηγική Ανασχέσεως (Containment) της απειλής κατά της Εθνικής Ασφαλείας, η οποία εμπεριείχε ασφαλώς το στοιχείον της αμέσου καταστολής, αλλά και ενετάχθη σε μία συνολική Πολιτική Εσωτερικής Ασφαλείας, συνοδευθείσα απαραιτήτως από την ριζική αναδιοργάνωση των Υπηρεσιών Ασφαλείας και από μία καλώς σχεδιασμένη Πολιτική Εθνικής Συνοχής, όρον επιτυχίας της οποίας αποτελούσαν όχι μόνον και οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις στο θεσμικό/πολιτικό εποικοδόμημα της χώρας και η εξυγίανση των οικονομικών του κράτους με παράλληλη δραστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών αλλά και η καλλιέργεια και διάδοση, εντός της κοινωνίας, μιας νέας Εθνικής Ιδέας.

Σημειωτέον ότι το ζήτημα της εθνικής ταυτότητος, των Αξιών και της Παραδόσεως, το οποίον προέταξε ο Πρόεδρος Πούτιν ευθύς εξ αρχής, από της αναρρήσεώς του στην Αρχή, και έθεσε εκ νέου, με την ιστορική εκείνη ομιλία του τον Σεπτέμβριο 2013, αφορά καίρια και την σημερινή, παρηκμασμένη, βιολογικώς φθίνουσα και ηθικώς βαθύτατα νοσούσα Δυτική Ευρώπη – την ούτω καλουμένη «Ευρωπαϊκή Ένωση» του Ολοκληρωτικού Μετα-Εθνικού Προοδευτισμού (Post-nationalProgressivism), της τυραννίας των μεταφιλελευθέρων, αντιδημοκρατικών ιδεολογημάτων της «PoliticalCorrectness», του Αντιρατσισμού και της Πολυπολιτισμικότητος, των «gayparade» ως κυριάρχων προτύπων και του ηθικού (και όχι μόνον) ερμαφροδιτισμού. Και βεβαίως, η συζήτησις αφορά τα μάλα και την σημερινή Ελλάδα, η οποία διανύει ακροσφαλή εποχή ιστορικής παρακμής, σύμφωνα με την διαπίστωση του αειμνήστου Έλληνα ιστορικού και φιλοσόφου της Χαϊδελβέργης, Παναγιώτη Κονδύλη.

Άλλωστε, ο Πρόεδρος Πούτιν, με την εξαιρετική διάνοιά του, παρατήρησε ότι η ανάγκη νέας στρατηγικής για την διατήρηση της εθνικής ταυτότητός μας σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο είναι ένα γεγονός, το οποίον αντιμετωπίζουν σήμερα όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί, κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον. Διότι «η ποικιλότητα των πολιτισμών είναι ο πλούτος του κόσμου», κατά την έξοχη διατύπωση του σπουδαίου Γάλλου φιλοσόφου Alain de Benoist. Μάλιστα, αυτήν την ποικιλότητα των πολιτισμών του κόσμου ο Πρόεδρος Πούτιν χαρακτήρισε «θεόδοτη».

Επεσήμανε όμως και κάτι άλλο: Δεν πειράζει να έχομε διαφορές απόψεων. Αλλά «διάλογοι περί ταυτότητος και περί εθνικού μέλλοντος είναι αδύνατοι εκτός εάν οι συμμετέχοντες είναι πατριώτες». Αυτή ήτο ακριβώς η φράσις του Βλαντιμήρ Πούτιν. Αυτό έθεσε ως προαπαιτούμενον ο σπουδαίος εκείνος ηγέτης, ο οποίος παρέλαβε την Πατρίδα του τσακισμένη στα Τάρταρα, στην κατάσταση πλήρους εσωτερικής διαλύσεως και διεθνούς ανυποληψίας και την ανέβασε και πάλιν στο βάθρο που της αρμόζει, στην θέση που αρμόζει  σε ένα μεγάλο, ιστορικό, πεπολιτισμένο έθνος.

Και συμπλήρωσε με νόημα ο ηγέτης της Ρωσσίας (για τους συμμετέχοντες στον διάλογο περί εθνικής ταυτότητος): «Εννοώ να διαπνέονται από πατριωτισμό με την καθαρότερη έννοια της λέξεως».

Εδώ ακριβώς – σε αυτό το σημείο – εμείς, εν Ελλάδι, έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα… 

 

* Ο κ. Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός – Διδάκτωρ (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και Στρατηγικός Αναλυτής.


 

Σχετικά Άρθρα

Πολυμέσα