Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024  20:57:25

Ηλίας Ηλιόπουλος*: Η Συμβολή του Ελληνικού Στρατού στην ύπαρξη του Ελληνικού Έθνους- Κράτους

Στο πεδίο της ανθρωπίνης κοινωνίας «Ισχύς» σημαίνει, κατά την παροιμιώδη ρήση του κορυφαίου Γερμανού συγγραφέως Max Weber, κάθε δυνατότητα επιβολής, εντός μιας κοινωνικής σχέσεως, της ιδίας βουλήσεως εναντίον μιας άλλης, ακόμη και παρά την εμφάνιση αντιστάσεως αλλά και ανεξαρτήτως του πόθεν απορρέει αυτή η δυνατότης.


Συναφώς, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε θεωρεί την Ισχύ ως τον πραγματικό σκοπό της ζωής, γράφοντας επί λέξει: «Εκεί όπου βρήκα ζωή, εκεί βρήκα και θέληση για δύναμη. Ακόμα και στην θέληση του υπηρέτη βρήκα την θέληση του εξουσιαστή». Ο Bertrand Russell γράφει ότι η σημασία της Ισχύος για την Πολιτική είναι αντίστοιχη της σημασίας της Ενεργείας για την Φυσική, ενώ ο Karl Deutsch συνέκρινε τον ρόλο της Iσχύος στην Διεθνή Πολιτική με το ρόλο του Χρήματος στην Οικονομία.

Εάν θελήσουμε τώρα να μεταφερθούμε στο πεδίο της Διεθνούς Πολιτικής, τότε συναντούμε τον ορισμό - ή ορθότερα την περιγραφή - του φαινομένου της Ισχύος από τον πατέρα της Σχολής του Πολιτικού Ρεαλισμού Hans J. Morgenthau, ο οποίος (στα μνημειώδη έργα του "Politics among Nations", "In Defense of the National Interest" κλπ) όρισε την Ισχύ ως: την ικανότητα επιβολής μιας πολιτικής βουλήσεως.

Ο Morgenthau αναγνωρίζει στην επιδίωξη της ισχύος (Μachtstreben) ένα βασικό κίνητρο, το οποίο θεωρεί τυπικό αλλά και ουσιαστικό για την πολιτική δράση, όπως ακριβώς η επιδίωξη του κέρδους είναι τυπικό αλλά και ουσιαστικό κίνητρο της οικονομικής δράσεως. Σημειωτέον ότι η διαδικασία της διεθνούς πολιτικής είναι μία κατάστασις πολλαπλώς δυναμική, μηδέποτε τετελεσμένη υπό την αυστηράν έννοιαν του όρου, αλλά διαρκώς χαρακτηριζομένη από την διαπάλη και διαμάχη μεταξύ ανταγωνιζομένων συμφερόντων - και των βουλήσεων που υποκρύπτονται πίσω από τα συμφέροντα αυτά.

Η τελευταία παρατήρηση είναι κρίσιμη για να κατανοήσουμε την φύση της Διεθνούς Πολιτικής: Αυτή δεν είναι, κατ' ουσίαν, τίποτε άλλο από μία συνεχής αναμέτρηση πολιτικών βουλήσεων που ζητούν επιμόνως να επιβληθούν, διότι από την επιβολή της μιας ή της άλλης, εν όλω ή εν μέρει, εξαρτάται η εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Η μία πολιτική βούλησις εναντίον της άλλης: αυτή είναι η ουσία της Διεθνούς Πολιτικής, από την σκοπιά του Πολιτικού Ρεαλισμού, που έχει επίγνωση του άναρχου χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και της απουσίας μιας διεθνούς εννόμου τάξεως, και δεν αφήνεται να παρασυρθεί από ιδεαλιστικές, ανιστόρητες ή εξωπραγματικές προσεγγίσεις περί δήθεν «διεθνούς κοινωνίας», «τέλους ιστορίας», «υπερβάσεως των εθνών-κρατών / των ανταγωνισμών ισχύος» κλπ.

Παραμένει εν ισχύϊ, 2.500 χρόνια μετέπειτα, η διαπίστωσις του Πλάτωνος: «Αυτό το οποίον οι περισσότεροι των ανθρώπων αποκαλούν ειρήνην, είναι μόνον κατ' όνομα ειρήνη, εις την πραγματικότηταν δε διαρκής πόλεμος ακήρυκτος μεταξύ όλων των κρατών, συμφώνως άλλωστε προς τους νόμους της φύσεως.»

Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι ο πολύς Mοργκεντάου συνέδεσε ευθέως την Ισχύν με το συμφέρον, και εν προκειμένω το Eθνικόν Συμφέρον ενός εκάστου Κράτους (national interest), δοθέντος ότι τα Κράτη αποτελούν τους βασικούς δρώντες του διεθνούς συστήματος, τουλάχιστον από του έτος 1648 και εντεύθεν, δηλαδή από της εποχής της συνομολογήσεως της Ειρήνης της Βεστφαλίας και του Οσναμπρύκ (Westphälischer-Osnabrücker Frieden), η οποία εθεωρήθη ως η απαρχή του συγχρόνου διεθνούς συστήματος.

Τα Εθνικά Κράτη (nation-states) αποτελούν επί τρεισήμισυ αιώνες τις βασικές συνιστώσες, τους θεμελιώδεις παίκτες (actors, players) του διεθνούς συστήματος, παρ' όλες τις επίμονες προσπάθειες κατά την διάρκεια των τελευταίων, ιδίως, δύο δεκαετιών να υπονομευθεί αυτή η θεμελιώδης αρχή της Εθνικής Κυριαρχίας (souveraineté nationale) – προσπάθειες, οι οποίες προδήλως καταβάλλονται, επί των ημερών μας, από την πλευρά της οιονεί Hγεμονικής Παγκοσμίου Δυνάμεως – αλλά και από την πλευρά της Υπερεθνικής Χρηματοπιστωτικής Ελίτ της Wall Street ή της Φραγκφούρτης καθώς και από την πλευρά της Υπερεθνικής Πολιτικο-Γραφειοκρατικής Ελίτ των Βρυξελλών.

Έχει παρατηρηθεί ότι τα Κράτη κατά την διπλωματική τους συμπεριφορά τείνουν πάντοτε να επιδιώκουν, διά της ικανοποιήσεως των συγκεκριμένων συμφερόντων τους, την βελτίωση – ή, πάντως, τουλάχιστον την σταθεροποίηση – της θέσεως ισχύος των, ενώ σε κάθε περίπτωση τείνουν να παρεμποδίζουν ή να αποτρέπουν την επιδείνωση της θέσεώς των.

Είναι αξίωμα ιερόν και απαράβατον της Ιστορίας και της Διεθνούς Πολιτικής ότι εθελουσία, αυτόβουλος και άνευ ανταλλάγματος παραίτησις από τις ιδίας ισχύος αποτελεί για πολιτικούς δρώντες - για πολιτικά υποκείμενα - του διεθνούς συστήματος (δηλαδή για Κράτη) συμπεριφορά τόσον μη τυπική όσον και η εθελουσία, αυτόβουλος και άνευ ανταλλάγματος παραίτησις από του ιδίου κέρδους προκειμένου περί παικτών του χώρου της Οικονομίας.

Η Ισχύς, ως ικανότης επιβολής της ιδίας βουλήσεως, του ιδίου συμφέροντος, έναντι άλλων, μπορεί να προβληθεί με διαφόρους τρόπους. Το φάσμα των σχετικών δυνατοτήτων είναι τεράστιο και εκτείνεται από την τεχνηέντως σχεδιασθείσα και εφαρμοσθείσα επικοινωνιακή/προπαγανδιστική επίθεση μέχρι τον ανηλεή Ψυχολογικό Πόλεμο και από την διακριτική επίκληση ασκήσεως της υφισταμένης οικονομικής, διπλωματικής ή και στρατιωτικής Ισχύος μέχρι την πλήρη εξολόθρευση πάσης αντιστάσεως διά της χρήσεως στρατιωτικών μέσων.

Έτσι φθάνουμε εις το κρισιμώτερον σημείον, ήτοι εκείνο της χρήσεως βίας ή της απειλής χρήσεως βίας, άρα της Στρατιωτικής Ισχύος. Είναι γεγονός ότι η επίκληση της Ισχύος ενός Κράτους εκ μέρους του ιδίου, και μάλιστα της στρατιωτικής ισχύος του, αποτελεί το τελευταίο, το ακρότατον μέσον ασκήσεως της Ισχύος (ultima racio λατινιστί). Εν τούτοις, είναι αυτό ακριβώς το τελευταίον, το ακρότατον μέσον, το οποίον έχει «εξαιρετική σημασία, ιδίως για την σφαίρα της Διεθνούς Πολιτικής και της Διπλωματίας, η οποία από νομικής/δικαιϊκής απόψεως είναι ατελής, ως γνωστόν.

Διότι, όταν οξύνεται η διένεξη και ο ανταγωνισμός συμφερόντων μεταξύ δύο Κρατών / Πόλων Ισχύος του συστήματος, τότε η χρήση βίας, πραγματική η απειλουμένη, εκ μέρους ενός Κράτους εναντίον ενός άλλου, αποτελεί εκείνην την τελευταία ζώνη κλιμακώσεως, στην οποία πλέον διακυβεύονται η ζωή και ο θάνατος των ανθρώπων ου μην αλλά και αυτή ακόμη η ύπαρξη του ενός ή του άλλου πολιτικοκοινωνικού συστήματος.

Εδώ οφείλει να αναζητηθεί και η αληθής σημασία της περίφημης και (τόσον παρεξηγηθείσης επί των ημερών μας) θέσεως του προ-Σωκρατικού φιλοσόφου Ηρακλείτου: «Πόλεμος πατήρ πάντων». Διότι, όπως έσπευσε να εξηγήσει ο ίδιος ο μέγας Έλλην φιλόσοφος, «(πόλεμος) τους μεν γαρ ελευθέρους εποίησεν, του δε δούλους».

Συνεπώς, «οιαδήποτε ανάλυσις Συσχετισμού Ισχύος, και συνακολούθως, οιαδήποτε συμπεριφορά οιουδήποτε Κράτους / δρώντος του διεθνούς συστήματος, δεν λαμβάνει επαρκώς υπ'όψιν το σημείο αυτό και δεν πράττει αναλόγως, είναι μακροπροθέσμως καταδικασμένη εις σοβαράν μείωσιν της αξιοπιστίας του, και τελικώς εις ζημίαν των Εθνικών Συμφερόντων του.

Εν εσχάτη αναλύσει, η Στρατιωτική Ισχύς είναι εκείνη η οποία εγγυάται την ειρήνην, όπως ακριβώς το έθεσε ο μέγας Θουκυδίδης: «Εκ πολέμου γαρ μάλλον η ειρήνη βεβαιούται». Εξ ου και «καλώς διακυβερνωμένη πολιτεία» («ευ πολιτευομένη»), κατά Πλάτωνα, «είναι εκείνη η οποία έχει οργανωθεί κατά τρόπον ώστε να νικά εις τον πόλεμον («ώστε πολέμω νικάν») τα άλλα κράτη».

Το φαινόμενον του Πολέμου συνδέεται αρρήκτως με την εμφάνιση και ανάπτυξη του Πολιτισμού, και δη του Δυτικού Πολιτισμού, αρχής γενομένης από του Ελληνικού Πολιτισμού, όπως κατέδειξε και ο κορυφαίος Βρεττανός ιστορικός του 20ού αιώνος Michael Howard.

Κατ' ακολουθίαν, ο Στρατός, το εργαλείον διεξαγωγής του πολέμου, είναι κατ' εξοχήν πολιτισμικόν φαινόμενον. Η οντότης του Στρατού βασίζεται επί οργανωσιακών αρχών, τις οποίες μάλιστα απαρεγκλίτους τηρούν άπαντες οι Στρατοί, ασχέτως τόπου, εποχής, εθνικότητος, κρατούντος πολιτικού συστήματος κ.λ.π. και οι οποίες αρχές, όσον αφορά στην δομή και οργάνωση του Στρατού, ισχύουν εξ ίσου τόσον γιά τον Στρατόν των αρχαίων Αθηνών όσον και για τον Στρατό της συγχρόνου Ελβετίας, τόσον για τον Στρατό του Βασιλείου της Πρωσσίας ή την «Βέρμαχτ» του Τρίτου Γερμανικού Ράϊχ όσον και για τον «Ερυθρό Στρατό» της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ ή τον «Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό» της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, τόσον για τούς Στρατούς των πάλαι ποτέ Δυτικών Αποικιοκρατικών Δυνάμεων όσον και για τους Στρατούς που συνεκρότησαν οι πρώην αποικιοκρατούμενοι Λαοί, ευθύς μετά την απόκτησιν της ανεξαρτησίας των.

Και η εκπλήσσουσα, τω όντι, ομοιότης δομών και οργανώσεως μεταξύ τόσον διαφορετικών Στρατών της ανθρωπίνης Ιστορίας οφείλεται εις μιαν απλήν αλήθειαν: Η πράξις απέδειξε ότι η Στρατιωτική Οργάνωσις είναι σοφή.

Περαιτέρω, η οντότης του Στρατού εδράζεται και επί ηθικών αρχών (αυτή άλλωστε είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ συντεταγμένου Στρατού και στίφους ατάκτων ή κατ' όνομα στρατού ληστροσυμμοριτών), τις οποίες ηθικές αρχές μάλιστα εθέσπισαν και εφήρμοσαν πρώτοι οι πρόγονοί μας.

Σημειωτέον ότι – εν αντιθέσει προς κάποιους παντελώς αβασίμους ιστορικώς και ανθρωπολογικώς, πλην όμως ευρέως διαδεδομένους σήμερα μύθους και ιδεολογήματα – οι Έλληνες υπήρξαν από αρχαιοτάτων χρόνων λαός πολεμικός. Είναι δε λίαν ενδιαφέρον ότι ελάτρευαν τόσον τον θεόν Άρην (θεόν του πολέμου γενικώς) όσον και την θεάν Αθηνά Παλλάδαν, ήγουν την ένοπλον Αθηνά (θεάν του δικαίου πολέμου). Εν προκειμένω δυνάμεθα να διακρίνομε τις απαρχές της μετέπειτα θέσεως του κορυφαίου θεολόγου της Μεσαιωνικής Δύσεως και Αγίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας Θωμά Ακυϊνάτου περί «δικαίου πολέμου», η οποία επρόκειτο να καταστεί κτήμα κοινόν του Δυτικού Πολιτισμού, και όχι μόνον.

Επί τη βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων καθίσταται αντιληπτόν ότι κρίσιμος συντελεστής - και συνάμα κριτήριον ισχύος - ενός Κράτους είναι:

1) Η ποσότης, η ποιότης, η έκταση και η τρωτότης των ιδίων στρατιωτικών μέσων. Εν προκειμένω, είναι αυτονόητον ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το εάν και κατά πόσον υφίσταται ικανότης/δυνατότης, από τεχνολογικής και οικονομικής επόψεως, προς αυτάρκειαν / ιδίαν παραγωγήν και συντήρησιν οπλικών συστημάτων, δεδομένου ότι εν εναντία περιπτώσει οδηγούμεθα εις καθεστώς εξαρτήσεως υπό τρίτων, γεγονός με ποικίλες στρατηγικές και πολιτικές συνέπειες και επιπτώσεις.
2) Ο βαθμός συνοχής του στρατεύματος από πάσης απόψεως, πρωτίστως δε εθνολογικής και ψυχικής.
3) Ο βαθμός πρακτικής χρήσεως των δυνητικώς υφισταμένων μέσων στρατιωτικής ισχύος του Κράτους προς επίτευξιν των ακολουθουμένων Εθνικών Συμφερόντων, κάτι το οποίο ευθέως εξαρτάται από την ηγεμονική ιδεολογία του συγκεκριμένου Κράτους.
4) Ο βαθμός αξιοπιστίας ενός Κράτους στο διεθνές σύστημα (κρισιμώτατη παράμετρος – σε ευθεία συνάρτηση προς το προηγούμενον).
5) Η Ηγεσία, η προσωπική ικανότης και το προσωπικό χάρισμα των συγκεκριμένων ατόμων που συναπαρτίζουν την στρατιωτική ελίτ ενός Κράτους. Τουτέστιν, του Σώματος των Αξιωματικών.

Τα Κράτη, οι επιμέρους δρώντες του διεθνούς συστήματος, ακολουθούν την επιδίωξη συγκεκριμένων συμφερόντων τους, υπακούοντας στις άτεγκτες επιταγές της Γεωπολιτικής – ασχέτως ιδεολογικής/κανονιστικής ενδύσεως/νομιμοποιήσεως. Εξ αυτού του λόγου παρατηρούμε μία διαχρονικώς και διεποχικώς αναλλοίωτη - ή πάντως σταθερά - συμπεριφορά ορισμένων Κρατών ως προς την υπεράσπιση των Εθνικών Συμφερόντων τους, συμφώνως προς τα μακροδεδομένα της Γεωπολιτικής, παρά τις κατά καιρούς (ενίοτε θεαματικές) διαφοροποιήσεις ή μεταβολές καθ' όσον αφορά στην πολιτική, την ιδεολογία, την κοινωνία κλπ. Και, προκειμένου να εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντά των, τα Κράτη προβαίνουν στην σώρευση, βελτιστοποίηση, προβολή και άσκηση Στρατιωτικής Ισχύος.

Και όμως! Στην «όμορφη και παράξενη Πατρίδα» μας, ο Στρατός – η Ιστορία του, η Ηγεσία του, η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων, η στρατιωτική τέχνη και τεχνολογία, η στρατηγική κουλτούρα, τα επιχειρησιακά δόγματα και οι τακτικές – πάντα ταύτα απουσιάζουν από σύστημα της (τέως «εθνικής»!) Παιδείας μας.

Το πράγμα ασφαλώς ξενίζει, λαμβανομένου μάλιστα υπ' όψιν ότι ο πόλεμος απετέλεσε μόνιμο και σταθερό σημείο αναφοράς σχεδόν όλων των αρχαίων ελληνικών ιστορικών, φιλοσοφικών και λογοτεχνικών κειμένων. Προσέτι, οι σύγχρονοι εκφραστές της Αποδόμησης, του Ιστορικού Αναθεωρητισμού και του Εθνομηδενισμού ουδόλως φαίνονται να προβληματίζονται για το γεγονός ότι όλοι, ή σχεδόν όλοι, οι κορυφαίοι κλασσικοί Έλληνες συγγραφείς, στοχαστές, ιστορικοί, ποιητές, φιλόσοφοι ή πολιτικοί ταγοί είχαν διανύσει ικανό χρόνο της ζωής τους στα στρατόπεδα και στον στρατό, είχαν υπηρετήσει στην φάλαγγα κατά ξηράν ή επί της τριήρους κατά θάλατταν, είχαν δε συμμετάσχει σε εκστρατείες και πολέμους, τουλάχιστον δύο, ενίοτε και τρεις και τέσσερεις φορές διαρκούντος του βίου τους.

- Ο μέγας Σωκράτης επολέμησε ως απλούς στρατιώτης εις Αμφίπολιν, Ποτίδαιαν και Δήλιον και ετραυματίσθη.
- Ο κορυφαίος τραγωδός Αισχύλος επολέμησε γενναίως εις Μαραθώναν, Σαλαμίναν, Αρτεμίσιον και Πλαταιές. Μάλιστα δε εις το επιτύμβιον του τάφου του, κατόπιν επιθυμίας του, δεν ανεγράφη «ποιητής» αλλά «Μαραθωνομάχος»!
- Ο πατήρ της Ιστορίας Ηρόδοτος επολέμησε εις Αλικαρνασσόν.
- Ο Θουκυδίδης συμμετέσχε εις τον Πελοποννησιακόν Πόλεμον, και δη ως Στρατηγός εις την ατυχή διά τους Αθηναίους εκστρατείαν της Αμφιπόλεως, η οποία και οδήγησε στον εξοστρακισμόν του, συνεπεία του οποίου ο πρώτος ιστορικός επιστήμων της ανθρωπότητος αφιέρωσε το υπόλοιπον του βίου του εις την συγγραφήν της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου.
- Ο Ξενοφών πολέμησε, ως απλούς στρατιώτης αρχικώς, ως Ηγήτωρ μετέπειτα, στην Μικρά Ασία (κατά την «Κύρου ανάβασιν»).
Το Στρατιωτικόν Ιδεώδες ετιμήθη υπό των Επτά Σοφών, τέσσαρες των οποίων ήσαν πολεμισταί: Πιττακός, Βίας, Κλεόβουλος και Περίανδρος. Την Πολεμικήν Αρετήν επήνεσαν άπαντες οι λαμπροί ποιητές και λογοτέχνες της αρχαίας Ελλάδος:
- ο Τυρταίος με τα φλογερά εμβατήριά του,
- ο Σιμωνίδης με τα μνημειώδη επιγράμματά του,
- ο Αλκαίος με τους υπέροχους ύμνους του και
- ο μέγας Πίνδαρος με τους συγκλονιστικούς παιάνες του.

Η ιδιότης του Στρατιώτου ήτο όλως τιμητική για τον αρχαίον Έλληνα άνθρωπον. Ο φεύγων την στράτευσιν εθεωρείτο «άτιμος» και εστερείτο των πολιτικών δικαιωμάτων του, υφίστατο δε την κοινήν χλεύην και κατακραυγήν. Η βαρυτέρα προσβολή για τον Έλληνα της αρχαιότητος ήτο η λεγομένη «γραφή αστρατείας», ήτοι η καταγγελία εις τον εισαγγελέαν της εποχής του αποφεύγοντος να καταταγεί.
Υπό το φως των ανωτέρω εκτεθέντων, η έκδηλη τάσις «αλλεργίας», ούτως ειπείν, την οποίαν παρουσιάζουν ορισμένοι δημοσιολογούντες και διανοουμενίζοντες έναντι του Στρατού είναι ακατανόητος.

Προσέτι, πρόκειται για μία κατάσταση προβληματική, όχι μόνον διότι το φαινόμενον του Πολέμου συνδέεται αρρήκτως με την εμφάνιση και ανάπτυξη του Πολιτισμού, αλλά και διότι είναι ιδιαιτέρως «η ιδιότης του δημοκρατικού πολίτη που απαιτεί γνώσιν του πολέμου», για να θυμηθούμε τον διαπρεπή ιστορικό Victor David Hanson.

Ας σταθούμε για μιαν στιγμή στις δύο λέξεις «Πο-λίτης / Οπ-λίτης»: η άρρηκτη εσώτερη σχέση τους υπερβαίνει παρασάγγας αυτό που ηχεί ως απλούς αναγραμματισμός. Η γένεσις της Αθηναϊκής Δημοκρατίας δεν νοείται χωρίς την εμφάνισιν της Φάλαγγος των Οπλιτών, η οποία, πάλι, οφείλει ευθέως να συσχετισθεί με την Σεισάχθειαν του Σόλωνος.

Όπως άλλωστε, κατά τους νεωτέρους χρόνους, από της «Γαλλικής Επαναστάσεως» και εντεύθεν, ιδίως δε από εποχής Ναπολέοντος, η γέννησις της Δημοκρατίας ευθέως συνεβάδισε προς την εμφάνισιν ενός εντυπωσιακού Εθνικού Στρατού, συγκειμένου εξ οπλιτών-πολιτών. «Εις τα όπλα, πολίτες!», προέτρεπε ο πολεμικός θούριος τον οποίον συνέθεσε ένας ταπεινός μηχανικός εκ Μασσαλίας - η χιλιοτραγουδισμένη Μασσαλιώτις. Οι συμμαχικοί δυναστικοί στρατοί των ανακτοβουλίων της Ευρώπης αιφνιδιάσθηκαν σφόδρα εν έτει 1793, όταν ευρέθησαν αίφνης απέναντι σε μία εθνική πανστρατιά Γάλλων πολιτών-οπλιτών. Εξ ου και η θέσις περί «εκδημοκρατισμού του πολέμου» («Demokratisierung des Krieges»), την οποίαν έχω διατυπώσει στα επιστημονικά κείμενά μου και στις ακαδημαϊκές παραδόσεις μου, συνεχίζοντας την σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη περί «Μαζικής Δημοκρατίας» («Massendemokratie»).

Σαφώς σοφώτερος ενίων συγχρόνων, ο John Stuart Mill έγραψε κάποτε: «Ο Πόλεμος είναι άσχημο πράγμα, πλην όμως όχι το ασχημότερο των πραγμάτων. Το πεσμένο και εκφυλισμένο ηθικό, το πεσμένο και εκφυλισμένο πατριωτικό συναίσθημα που μας κάνει να θαρρούμε ότι τίποτε δεν αξίζει τον πόλεμο, αυτό είναι πολύ χειρότερο.» Ακούγεται μάλλον βάσιμη η παρατήρησις του Χάνσων ότι «αγνοώντας τον Πόλεμο, η εποχή μας αφήνεται να ερμηνεύει τον πόλεμο ως αποτυχία επικοινωνίας ή απουσία αυτής, απουσία διπλωματίας ή συζητήσεως» – ωσάν οι κατά καιρούς επιτιθέμενοι να ήσαν παρασυρθέντες έφηβοι μη έχοντες επίγνωση των πράξεών των.

Φυσικά, όταν κανείς έχει παντελή άγνοια του στρατιωτικού φαινομένου, δύναται να διατηρεί την ψευδαίσθηση ότι τάχα διαφορές και προβλήματα μεταξύ κρατών ουδόλως διαφέρουν από εκείνα μεταξύ των ατόμων εντός μιας δικαιοκρατικής κοινωνίας και, άρα, δύνανται να επιλυθούν πάντοτε ειρηνικώς και κατά τρόπον πεπολιτισμένο. Ή, πάλιν, ότι διαφορές γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ των εθνών – ή γεωπολιτισμικές αντιμαχίες, διαχρονικώς σταθερές, ανθεκτικές στον χρόνο και στις αλλεπάλληλες μεταβολές πολιτικών μορφωμάτων και στις αλλαγές ιδεολογικών ψιμυθίων – δύνανται να συρρικνωθούν ερμηνευτικώς, αποδιδόμενες στην κυριαρχία εσφαλμένων, τάχα, στερεοτύπων περί του «Άλλου», του «Διαφορετικού» καθώς και σε έναν (γενικώς και αορίστως δαιμονοποιημένο) «Εθνικισμό».

Δράττομαι της ευκαιρίας, ίνα διασκεδάσω και μιαν εισέτι παρεξήγησιν, η οποία εμφιλοχωρεί επί των ημερών μας: Προδήλως, η έμφασις στην Στρατιωτική Ισχύ δεν σημαίνει ούτε συνεπάγεται μηδενισμόν της σημασίας της Διπλωματίας. Αυτονοήτως, αποτελεί σφάλμα για οιοδήποτε Κράτος να υποτιμά την αξίαν της τελευταίας. Eν τούτοις, θα ήτο ομοίως ασύγγνωστον σφάλμα, για την ιθύνουσα ελίτ ενός Κράτους, το να αγνοήσει όσα σημείωνε ο Όθων φον Βίσμαρκ, την εποχή ακριβώς του θριάμβου της Διπλωματίας:

«Εκείνη η μάζα σοβαρότητος και ενεργείας που χρειάζεται προκειμένου να διασφαλισθεί η εκπλήρωση μιας γραπτής Συνθήκης ελάχιστα μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνον και μόνον χάρις εις το γράμμα της Συνθήκης, εάν δεν υφίσταται το ίδιον συμφέρον του αντισυμβαλλομένου μέρους στην επιβολή της».

Υπ' αυτήν την έννοια, η πολιτική ισχύς και επενέργεια των διπλωματικών Συνθηκών δεν είναι σταθερά, αλλ' εξαρτάται από τον (μεταβλητό) βαθμό εντάσεως της περιφρουρήσεώς των, εκ μέρους των Κρατών που εξεπόνησαν και υπέγραψαν αυτά τα διπλωματικά Σύμφωνα. Εμείς οι Έλληνες διαθέτομε, άλλωστε, πικράν ιδίαν πείραν: Αρκεί να αναλογισθούμε το πόσον ετίμησαν οι συνομολογήσαντες Σύμμαχοί μας την Συνθήκη των Σεβρών (1920), την οποίαν ουδέ καν εκύρωσαν εις τα Κοινοβούλιά των (και τούτο όχι βεβαίως συνεπεία της όποιας, πολύ αργότερα επελθούσης ιδικής μας, εσωτερικής πολιτικής μεταβολής, όπως ψευδώς λέγεται και γράφεται σήμερα, αλλ' εξ αιτίας των συμφερόντων και προτεραιοτήτων των ιδίων των Μ. Δυνάμεων) – και έτσι η προώρως εξυμνηθείσα Συνθήκη των Σεβρών έμελλε να αποδειχθεί, εντός βραχυτάτου μόνον χρονικού διαστήματος, περισσότερον εύθραυστη και από την περιλάλητη πορσελάνη του Παρισινού προαστείου, κατά την παροιμιώδην ρήσιν του Κλεμανσώ.

Εξ άλλου, στην περίπτωση του Ελληνικού Στρατού δεν έχομε «απλώς» ένα «εργαλείον πολιτικής» («policy tool», επί το νεοελληνικώτερον). Δεν πρόκειται «απλώς» περί ενός Στρατού λειτουργούντος ως εκτελεστικού βραχίονος της νομίμου Αρχής εις τα πεδία της Εθνικής Αμύνης και Ασφαλείας.
Ιδιαιτέρως ο Ελληνικός Στρατός υπήρξε ιστορικώς, ως εκ της φύσεως, προελεύσεως και συνθέσεώς του, ο γνησιώτερος εκπρόσωπος του Έθνους.

Η ιστορική, μοναδική και ανεκτίμητη προσφορά του Ελληνικού Στρατού δεν είναι «απλώς» ότι υπεράσπισε, οσάκις επέστη ανάγκη, την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδος ή, πολλώ μάλλον, την τιμήν της Πατρίδος. Διότι ας μη λησμονούμε την παρακαταθήκην του αειμνήστου και παμμεγίστου Πρωθυπουργού του «ΟΧΙ» Στρατηγού Ιωάννου Μεταξά: Η Ελλάς θα πολεμήσει διά την ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν της, και διά την τιμήν, και πρωτίστως διά την τιμήν.

Η ιστορική, μοναδική και ανεκτίμητη προσφορά του Ελληνικού Στρατού δεν είναι «ούτε» ότι υπερεδιπλασίασε την Πατρίδα εδαφικώς, όπως τον καιρόν των Βαλκανικών Πολέμων. Διότι, για να αποκαταστήσομε την ιστορικήν αλήθειαν, κατά συρροήν βιαζομένην ιδίως τις τελευταίες τέσσερες δεκαετίες, την Ελλάδα δεν την εδιπλασίασε τάχα η «Διπλωματία» αλλά ο ένδοξος Στρατός της:

- υπό την εμπνευσμένη Ηγεσία του Στρατηλάτου Διαδόχου (μετέπειτα Βασιλέως) Κωνσταντίνου καθώς και ενός αρίστου Σώματος Αξ/κών,
- και διά της ισχύος των Ελληνικών Όπλων καθώς και
- διά της θυσίας ποταμών σεπτού Ελληνικού αίματος,
που έχυσε ο Ελληνικός Στρατός υπέρ Πίστεως και Πατρίδος –
παρά τα βαρύτατα σφάλματα της τότε Ελληνικής Πολιτικής Ηγεσίας και της Διπλωματίας, τα οποία οδήγησαν, δυστυχώς, στην εκ νέου εκχώρηση εδαφών που ο Ελληνικός Στρατός είχε μόλις προ ολίγου μετά μυρίων θυσιών απελευθερώσει (όπως την Δυτική Θράκη και την Βόρειο Ήπειρο).

Αλλ' η μεγίστη διαχρονικώς συμβολή του Ε.Σ. είναι ότι εξ αρχής υπήρξε και πάντοτε παραμένει η γνησιωτέρα έκφρασις της εθνικής κοινωνικής συνοχής - καταλύτης άμα δε και θεματοφύλαξ αυτής. Με τον εξόχως υψηλόν βαθμόν διαταξικής συνθέσεως και κοινωνικής κινητικότητος, που παρουσιάζει από της ιδρύσεώς του, ο Ε.Σ. υπήρξε και παραμένει ο πλέον αυθεντικός, κοινωνικά δημοκρατικός θεσμός της Ελλάδος, το ασφαλές θεμέλιον της αρχής της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Πράγματι, εάν «το Έθνος είναι ένα καθημερινόν δημοψήφισμα», κατά την περίφημον ρήσιν του Ερνέστου Ρενάν, τότε ο Στρατός είναι η καθημερινή πραγμάτωσις της Εθνικής Ενότητος. Όπως το διετύπωσε λακωνικώς ο Μ. Ναπολέων: «L' armée, c' est la nation!» – «Ο Στρατός είναι το Έθνος!»

* Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Ιστορίας (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου. Καθηγητής Ναυτικής Σχολής Πολέμου.

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline