Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ηλίας Ηλιόπουλος*: Ιράν, ολική επαναφορά!

Σε παλαιότερη ανάλυσή μας, προ εξαμήνου, γράφαμε ότι απείρως προτιμώτερο και ορθότερο (από κάθε τυχοδιωκτική στρατιωτική ενέργεια της Δύσεως κατά του Ιράν) θα ήτο να παραδεχθεί η Δύσις, έστω και σιωπηρώς, το μοιραίον σφάλμα του 1953 και να επιδιώξει μία στρατηγική συνεννόηση με το Ιράν.

Και εκφράζαμε την πεποίθησή μας ότι αυτό θα απέβαινε προς όφελος όλων των μερών – και της διεθνούς ασφαλείας και σταθερότητος – πολλώ δε μάλλον σήμερα, που η περιοχή αλλά και η ανθρωπότητα ζει υπό την απειλή του εφιάλτη του ISIS, του ολοκληρωτικού ισλαμιστικού «Frankenstein» (δυτικής κατασκευής, για να μη ξεχνιώμαστε!). Τονίζαμε δε με έμφαση ότι «το πρώτο - κατεπείγον - βήμα είναι η πλήρης άρση των κυρώσεων της Δύσεως κατά του Ιράν».

Οι εξελίξεις της τελευταίας εβδομάδος δικαίωσαν τις εκτιμήσεις μας εκείνες. Αναμφιβόλως, η κορυφαία είδηση των τελευταίων δεκαετιών, όσον αφορά στο γεωπολιτικό υποσύστημα του Περσικού Κόλπου, της Αραβικής Χερσονήσου και της ευρυτέρας Μέσης Ανατολής είναι η επιτευχθείσα συμφωνία, μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρεττανία, Γαλλία, Ρωσσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) και της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν (Islamic Republic of Iran), σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, την άρση των οικονομικών και λοιπών κυρώσεων εις βάρος της και την πλήρη επάνοδό της στο διεθνές σύστημα. Είχαν προηγηθεί μακροχρόνιες και επίπονες διαπραγματεύσεις στην Γενεύη μεταξύ του συγχρόνου «κονκλαβίου» των προαναφερθεισών Μεγάλων Δυνάμεων (γνωστού και ως «P5+1») και του Ιράν.

Η ιστορική τομή επήλθε τον περασμένο Απρίλιο, οπότε και επετεύχθη η κατ' αρχήν πολιτική συμφωνία και απέμενε, πλέον, η ρύθμιση των ιδιαιτέρων, τεχνικής φύσεως ζητημάτων, η οποία και περατώθηκε την παρελθούσα Τρίτη 14 Ιουλίου. Σημειωτέον ότι η ύπαρξη (ή εξεύρεση) πολιτικής βουλήσεως, από πλευράς της Ουάσιγκτων, προς συνομολόγηση πολιτικής συμφωνίας ήταν πάντοτε το μέγα ζητούμενον. Διότι τα (όποια) τεχνικά ζητήματα ελαχίστη σημασία είχαν και έχουν, καθώς ήταν γνωστόν στους σοβαρούς αναλυτές ότι το Ιράν δεν διέθετε ούτε κατασκεύαζε πυρηνικά όπλα (εν αντιθέσει προς άλλα κράτη της περιοχής) και ότι, συνεπώς, η σχετική μακροχρόνια εκστρατεία Παραπληροφόρησης (Desinformation - Disinformation) και Προπαγάνδας (Prapaganda), που εκπορευόταν από τα (γνωστής ταυτότητος) κέντρα επηρεασμού της διεθνούς κοινής γνώμης, αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του όλου Ψυχολογικού Πολέμου (Psychological Warfare) των εν λόγω κέντρων κατά του Ιράν.

Η επελθούσα συμφωνία είναι μείζονος ιστορικής σημασίας, για τους εξής λόγους:
1) Πρώτον, τερματίζεται το απαράδεκτο καθεστώς των οικονομικών και συναφών κυρώσεων και περιορισμών (sanctions / embargo) κατά του Ιράν και, συνεπώς, εκλείπουν όλα τα εξωγενή εμπόδια για την (περαιτέρω) οικονομική ανάπτυξη αυτής της σπουδαίας χώρας, η οποία και αναμένεται να είναι αλματώδης και εντυπωσιακή. Ήδη οι εκπρόσωποι των συμφερόντων των Δυτικών Δυνάμεων (επιχειρηματίες υποστηριζόμενοι ευθέως από διπλωμάτες και πολιτικούς παράγοντες) έχουν αποδυθεί σε ένα φρενήρη αγώνα δρόμου για τον προσεταιρισμό της Τεχεράνης και την απόσπαση της «μερίδος του λέοντος» από την νέα αναδυομένη γιγαντιαία αγορά του Ιράν.

2) Δεύτερον, τερματίζεται το απαράδεκτο καθεστώς διεθνούς στιγματισμού (stigmatization) ενός μεγάλου, αρχαίου και ιστορικού έθνους, με μακραίωνη ιστορία, λαμπρό πολιτισμό, ανεκτίμητη γεωστρατηγική αξία, θαυμαστό γεωπολιτικό δυναμικό και τεράστιες γεωπολιτικές δυνατότητες.
Έχομε και παλαιότερα διατυπώσει την θέση μας ότι, από γεωπολιτικής απόψεως, το Ιράν είναι ο «κλειδόλιθος» (keystone) της Μέσης Ανατολής: Κατέχει κεντρική γεωγραφική θέση (central geographical position), επιτελεί μείζονα γεωπολιτικό ρόλο (major geopolitical role) και είναι κρίσιμος περιφερειακός γεωστρατηγικός κρατικός δρων (regional geostrategic state actor) με τεράστια γεωστρατηγική προστιθεμένη αξία (geostrategic added value) τόσο για το γεωπολιτικόν υποσύστημα του Περσικού Κόλπου και της ευρυτέρας Μέσης Ανατολής όσο και για την διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα, δεδομένης και της σημασίας του εν λόγω υποσυστήματος για το όλον διεθνές σύστημα.

Τα αδιάψευστα αυτά δεδομένα της Γεωπολιτικής, της Ιστορίας και, εν τέλει, της Real-Politik ήσαν ασφαλώς (ή ώφειλαν να είναι) γνωστά στους ιθύνοντες της Δύσεως. Εν τούτοις, το Ιράν υπέστη, επί δεκαετίες, ένα επαχθές καθεστώς αποκλεισμού εκ μέρους της Δύσεως, επειδή αυτό πρόσταζαν τα γνωστής ταυτότητος "lobby" επιρροής των αποφάσεων στην Ουάσιγκτων.

3) Τρίτον, η συμφωνηθείσα σταδιακή (εντός 5ετίας) άρση των περιορισμών όσον αφορά στις προμήθειες στρατιωτικού υλικού θα επιφέρει την (ακόμη μεγαλύτερη) ενίσχυση της μαχητικής αξίας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων (military capabilities) του Ιράν. Υπενθυμίζουμε ότι, από στρατιωτικής επόψεως, το Ιράν είναι, μακράν, ο κυριώτερος περιφερειακός στρατηγικός δρων του Περσικού Κόλπου (the major regional strategic actor of the Persian Gulf). Λόγω γεωγραφικής θέσεως, οι Ένοπλες Δυνάμεις (Armed Forces) της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν δύνανται ανέτως να προβούν σε άσκηση σκληράς ισχύος (hard power) στο σύμπλοκον του Περσικού Κόλπου και των Στενών του Ορμούζ (Persian Gulf and Strait of Hormuz), με τεράστιες, ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην παγκόσμιο οικονομία, πρωτίστως δε στην οικονομία της Δύσεως.

Ήδη, κατά το παρελθόν, η Τεχεράνη απείλησε με φραγή των Στενών του Ορμούζ, εις απάντησιν της αυθαίρετης και μονομερούς, εξακολουθητικής επιβολής αποκλεισμού (embargo) εις βάρος της χώρας εκ μέρους της Δύσεως. Θα μπορούσε βεβαίως να παρατηρηθεί ότι, κατά τα τελευταία έτη, τα φιλοδυτικά κράτη του Κόλπου, κυρίως δε η Σαουδική Αραβία, βελτίωσαν την στρατιωτική ισχύ τους διά των καταλλήλων προμηθειών τεχνολογικώς προηγμένων οπλικών συστημάτων. Ασφαλώς, η σύγχρονη τεχνολογία προσδίδει ένα πλεονέκτημα στις Ε.Δ. της Σαουδικής Αραβίας, αλλά, εν τούτοις, δεν αποτελεί υποκατάστατον της επιχειρησιακής πείρας, την οποίαν διαθέτουν σωρευμένη οι Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράν.

Σε υποθετική περίπτωση αναφλέξεως, οι δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας (και όποιου άλλου περιφερειακού δρώντος) θα ηττηθούν από τις Ένοπλες Δυνάμεις του Ιράν, οι οποίες διαθέτουν όχι μόνον υπέρτερη ισχύ αλλά και πλουσιώτατη επιχειρησιακή πείρα (operational experience) και – το σημαντικώτερον – υψηλότερον Ηθικόν Μάχης (combat moral), λόγω του υψηλού βαθμού ταυτίσεως (identification) του Ιρανικού Λαού με το κρατούν πολιτικόν σύστημα της Πατρίδος του. Το τελευταίο δεν ισχύει, βεβαίως, σε τόσον υψηλό βαθμό, για άλλα κράτη της περιοχής.

Άρα, σε περίπτωση ενεργοποιήσεως του «worst case scenario», η Ουάσιγκτων γνωρίζει ότι δεν θα μπορεί να βασισθεί στην Σαουδική Αραβία (ακόμη ολιγώτερο δε σε όποιον άλλον τοπικό δρώντα). Θα έπρεπε, συνεπώς, να εμπλακούν στρατιωτικώς οι ίδιες οι ΗΠΑ, απ' ευθείας, είτε κατά μόνας είτε εν συνεννοήσει με το Ισραήλ.

4) Επομένως – και αυτός είναι ο τέταρτος κατά σειράν λόγος που καθιστά την επελθούσα συμφωνία αληθώς ιστορική – εδώ εφάνησαν τα όρια της ισχύος της Παγκοσμίου ή Πλανητικής Δυνάμεως (αυτής η οποία κάποτε, όχι προ πολλών ετών, κατά την πρώτη μετα-ψυχροπολεμική δεκαετία, απεκαλείτο «η εναπομείνασα Υπερδύναμις»).

Διότι η επιλογή της στρατιωτικής οδού (military option) θα συνεπήγετο βαρύτατες επιπτώσεις για τις ΗΠΑ και την Δύση, εν γένει, χωρίς, συγχρόνως, να είναι βέβαιον ότι οι επιτιθέμενοι θα κατόρθωναν να ματαιώσουν, πράγματι, το ιρανικό πρόγραμμα χρήσεως πυρηνικής ενεργείας. Ενδεχομένη καταστροφή των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, διά του από αέρος βομβαρδισμού, ακόμη και αν το σχετικό στρατιωτικό εγχείρημα εστέφετο υπό επιτυχίας, δεν θα επέφερε βιώσιμα αποτελέσματα άνευ αποστολής και εμπλοκής χερσαίων στρατευμάτων – με ό,τι τούτο θα συνεπήγετο για τους επιτιθεμένους.
Αυτός είναι και ο λόγος, εξ αιτίας του οποίου η Ουάσιγκτων απέστη της στρατιωτικής επιλογής ενεργείας και επείσθη, τελικώς, να ακολουθήσει την οδό της διπλωματικής διευθετήσεως του ζητήματος. Προσέτι, λόγω της σχέσεως του Ιράν με την Ρωσσία και την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τυχόν επίθεση των ΗΠΑ και του Ισραήλ κατά του Ιράν θα ισοδυναμούσε με άνοιγμα της θύρας του διεθνούς φρενοκομείου!

5) Η επιτευχθείσα συμφωνία αποτελεί δεινή πολιτική και συμβολική ήττα της Κυβερνήσεως του Ισραήλ, η οποία έπραξε τα πάντα, καθ' όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, για να αποτρέψει, υπονομεύσει ή τορπιλλίσει την προοπτική μιας συμφωνίας, κινητοποιώντας τον θηριώδη μηχανισμό επηρεασμού της διαμορφώσεως της διεθνούς κοινής γνώμης αλλά και της διεθνούς πολιτικής, που έχει στην διάθεση της (ιδιαιτέρως δε της αμερικανικής), και απειλώντας «θεούς και δαίμονες», εάν τυχόν υπεγράφετο συμφωνία.

6) Η επελθούσα συμφωνία οφείλεται στην απαράμιλλη όσο και αξιοθαύμαστη σοφία των Ηγετών του Ιρανικού Έθνους, και ιδιαιτέρως του Προέδρου της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν κ. Hassan Rowhani και του Υπουργού Εξωτερικών κ. Mohammad Javad Zarif.
Πράγματι, η πολιτική και διπλωματική ηγεσία του Ιράν επέδειξε σπάνιες στρατηγικές ικανότητες και διπλωματικές αρετές:
- υποδειγματική στοχοπροσήλωση,
- ιώβειο υπομονή, αντοχή στις πιέσεις και, συνάμα, επιμονή στην εξασφάλιση ειρηνικής διεξόδου από την τεχνητή (κατασκευασθείσα από τα Δυτικά κέντρα επιρροής και ΜΜΕ) κρίση περί το πρόγραμμα χρήσεως πυρηνικής ενεργείας του Ιράν για ειρηνικούς σκοπούς,
- μεθοδική, συστηματική εργασία ad hoc, στα επί μέρους σημεία, διά της οποίας απεδείχθη, πέραν πάσης αμφιβολίας, η εποικοδομητική διάθεση της Τεχεράνης και εξετέθη ως διεθνής ταραξίας η Κυβέρνηση του Ισραήλ, ακόμη και στους πλέον θερμούς υποστηρικτές της,
- αναζήτηση και σφυρηλάτηση των καταλλήλων συμμαχιών (με την Ρωσσία και την Κίνα), που παρείχαν στην Τεχεράνη την απαιτουμένη στρατηγική κάλυψη και,
- last but not least, ευφυή εκμετάλλευση των επί μέρους αντιθέσεων και ανταγωνισμών συμφερόντων στο εσωτερικό της λεγομένης «Δύσεως».

7) Η επιτευχθείσα συμφωνία οφείλεται, συν τοις άλλοις, στο πολιτικό θάρρος, που επέδειξε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Ομπάμα αλλά και στην υψηλή διπλωματική τέχνη του Υπουργού Εξωτερικών της Ρωσσικής Ομοσπονδίας κ. Σεργίου Λαβρώφ. Γενικώτερα, η συμφωνία συνιστά και μιαν ουσιώδη ενίσχυση του ρόλου τόσο της Ρωσσίας και της Λ.Δ. της Κίνας στο ευρύτερο γεωπολιτικό υποσύστημα Περσικού Κόλπου – Μέσης Ανατολής – Ανατολικής Μεσογείου, έναντι της Δύσεως. Θα έχει δε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε εάν το Ιράν θα προσχωρήσει, και αυτό, στο αναδυόμενο γεωπολιτικό-γεωοικονομικό συγκρότημα των λεγομένων «BRICS», το οποίον αποτελεί, αναμφισβητήτως, την σπουδαιότερη τομή στα δεδομένα της διεθνούς Γεωπολιτικής, αφ' ότου η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ διεκήρυξε, προ 75 ετών, την δημιουργία ενός ενοποιημένης Ευρώπης – και, πάντως, η δημιουργία των BRICS αποτελεί μία κοσμοϊστορική εξέλιξη, καθώς η συγκρότηση ενός Μείζονος Γεωοικονομικού-Γεωπολιτικού Χώρου απαρτιζομένου από τις δύο μείζονες Ευρασιατικές Ηπειρωτικές Δυνάμεις του πλανήτη, την Ινδική Υποήπειρο, την Λατινική Αμερική και την Μαύρη Ήπειρο ανατρέπει άρδην την συμβατική αγγλοσαξονική γεωπολιτική σοφία και τα παραδοσιακά δεδομένα από εποχής Sir Halford Mackinder και Nicholas Spykman μέχρι Brzezinski.

ΑΜΕΣΗ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΣΧΕΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ – ΙΡΑΝ!

Τα ΜΜΕ, και εν Αθήναις, αναμετέδωσαν προ ημερών την είδηση ότι επίκειται επιχειρηματική-επενδυτική «εισβολή» Γάλλων, Γερμανών και λοιπών Δυτικών ενδιαφερομένων για την «πίττα» της γιγαντιαίας και πολλά υποσχομένης αγοράς του Ιράν.

Οι ιθύνοντες των Αθηνών τι θα πράξουν;

Όπως και προ εξαμήνου σημειώναμε, τα τελευταία έτη η Ελλάς απώλεσε, ιδία υπαιτιότητι, την λίαν προνομιούχο θέση, την οποίαν άλλοτε και επί μακρόν χρόνον κατείχε εντός του Ιράν – με δυσμενείς επιπτώσεις και επί της χειμαζομένης εθνικής οικονομίας. Και συνεχίζαμε: «Επειδή, όμως, στην πραγματική ζωή «τα πάντα ρει», παριστάμεθα ήδη, και θα παραστούμε έτι μάλλον εις το μέλλον, μάρτυρες του εξής κωμικοτραγικού (δι' ημάς) φαινομένου: Οι Δυτικοί ιθύνοντες σπεύδουν να «ανακαλύψουν» εκ νέου το Ιράν και ανταγωνίζονται ήδη αλλήλους ποίος θα προλάβει να καταλάβει καλλίτερες «θέσεις μάχης» εν όψει της επικειμένης συνομολογήσεως πλειάδος εμπορικών και εν γένει οικονομικών συμφωνιών, συμβολαίων κ.λ.π. – και οι διεθνοπολιτικώς ανύπαρκτοι και ετεροκαθοριζόμενοι ευρωλάγνοι των Αθηνών θα βλέπουν, μιαν ακόμη φορά (όπως και στην περίπτωση του Κουρδιστάν), ότι μένουν «εκτός νυμφώνος! Όπερ έδει δείξαι!

Και, βεβαίως, δεν αρκεί η άοκνη και εξαιρετική εργασία του Πρέσβεως της Ελλάδος στην Τεχεράνη, κ. Γ. Αϋφαντή, όταν, από την άλλη πλευρά, το «apparatus» του Υπουργείου Εξωτερικών δεν διαθέτει (ούτε επιθυμεί ούτε καν διανοείται να διαθέτει!) ιδίαν, εθνική στρατηγική θεώρηση των διεθνών πραγμάτων – όλως διάφορη εκείνης που επιτάσσουν οι ...«Προστάτιδες Δυνάμεις»!

Η υπόθεσις των ελληνοϊρανικών σχέσεων είναι πολύ σοβαρά. Οι δυνατότητες που διανοίγονται εδώ για τους Έλληνες εφοπλιστές αλλά και λοιπούς επιχειρηματίες είναι τεράστιες. Πέραν δε των αμιγώς οικονομικών ευεργετημάτων, μείζονες γεωστρατηγικοί λόγοι επιτάσσουν την άμεση και συνεπή δραστηριοποίηση της Ελλάδος προς την Τεχεράνη, προτού να είναι πολύ αργά. Ήδη η νεο-οθωμανική Τουρκία του Ερντογάν έχει προβεί, από ετών, στην σφυρηλάτηση αρίστων σχέσεων – εκμεταλλευόμενη και την ιδεοληπτική, σχεδόν ψυχωτική μονομερή εμμονή της αθηναϊκής «ελίτ» στην (πολιτικώς μη υφισταμένη και στρατηγικώς μηδαμινή) «ενωμένη Ευρώπη» (sic!).

* Ο κ. Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Ιστορικός-Διδάκτωρ (Dr. phil) του Πανεπιστημίου Μονάχου (Ludwig-Maximilian Universität München), Καθηγητής της Σχολής Εθνικής Αμύνης και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Hellenic National Defence College / Hellenic Naval Command and Staff College) και Στρατηγικός Αναλυτής.

 

Σχετικά Άρθρα

Πολυμέσα