Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024  22:53:12

Σπύρος Βρεττός: O πλούτος και η σύγχρονη πραγματικότητα

Τα χρήματα και γενικώς η συσσώρευση πλούτου παραμένουν από τον 4ο αιώνα π.Χ. και ως τις μέρες μας, (δηλαδή για 2.400 και παραπάνω χρόνια) ένα θεμελιώδες ερώτημα πολλαπλών αποτιμήσεων.

Ενδεχομένως η φιλοσοφική προσέγγιση του ζητήματος υποχώρησε, (αν και -καλώς- εξακολουθεί να συνυπάρχει στις πολλαπλώς αναθεωρούμενες οικονομικές θεωρίες). Το ζήτημα τείνει να συσκοτιστεί στις μέρες μας, αν δηλαδή η υπερσυσσώρευση πλούτου από ελάχιστους ανθρώπους, αποτελεί πηγή ευδαιμονίας ή και παράλληλα πράξη δυστυχίας για εκατομμύρια άλλους ανθρώπους. Ή ενδεχομένως -κάποτε- πράξη δυστυχίας και γι' αυτούς τους ίδιους τους συσσωρεύοντες τον πλούτο.

Πρόθεση αυτού του σύντομου κειμένου δεν είναι να διερευνήσει εξαντλητικά ένα τόσο μεγάλο ζήτημα. Είναι να σκιαγραφήσει απλώς ένα μεγάλο πρόβλημα που ζει η Ελλάδα του σήμερα -και που ενδεχομένως είναι, ή σύντομα θα καταστεί, πρόβλημα πανευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο- κάτω από τις ιδέες και το φως ενός φιλοσοφικού διαλόγου του 3ου αιώνα π.Χ. (Πλάτωνος Ερυξίας ή Περί Πλούτου, εισαγωγή –μετάφραση στη νεοελληνική Μαρία Κεκροπούλου, Εκδόσεις Ενάλιος, σ. 7 κ.ε.), καθώς και από την προσέγγιση του ζητήματος από την Αριστοφάνειο κωμωδία, Αριστοφάνους Πλούτος, 338 π.Χ., τις απόψεις του «Ομίλου του 19ου αιώνα» του Courtlant Palmer, και τις απόψεις του φιλοσόφου του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ G. E. Moore).

Σχετικά λοιπόν με τα χρήματα, στον παραπάνω διάλογο (Πλάτωνος Ερυξίας ή Περί Πλούτου), και καθώς οι έννοιες εκδιπλώνονται διαλεκτικά, με την πολυσχιδή σαφήνεια της αρχαίας σκέψης, εύλογα στη ροή του λόγου ανακύπτει το ευφυές ερώτημα: «Ει δε τις ημάς πάλιν έροιτο, τίνος αν ημίν απαλλαγέντες, ουδέν δεοίμεθα χρημάτων, άρ' αν έχοιμεν ειπείν; Ει δε μη, πάλιν ωδί σκοπώμεθα...». (Αν μας ξαναρωτήσει κάποιος από ποιο πράγμα αν απαλλαγούμε δεν θα έχουμε καθόλου ανάγκη από χρήματα, άραγε μπορούμε να του απαντήσουμε; Και αν δεν μπορούμε, ας εξετάσουμε και πάλι το ζήτημα με τον εξής τρόπο...).

Στην εξέλιξη του διαλόγου διατυπώνεται η άποψη ότι αν δεν υπήρχαν οι ανάγκες του σώματος, ο χρυσός και ο άργυρος θα μας ήταν άχρηστα. Πάνω λοιπόν στις έννοιες του χρήσιμου και του μη χρήσιμου και στη διαλεκτική εξέλιξη ανακύπτει το συμπέρασμα ότι: «Τοις άρα καλοίς καγαθοίς των ανθρώπων τούτοις μόνοις και χρήσιμα ταύτ' αν είη, είπερ γε ούτοι επιστήμονες ως χρηστέον». (Πλάτωνος, Περί Πλούτου, ό.π., σ. 70). (Επομένως μόνο στους καλούς καγαθούς ανθρώπους, σ' αυτούς θα μπορούσε να είναι χρήσιμα τα χρήματα, αν αυτοί γνωρίζουν καλά πώς να τα χρησιμοποιούν).

Συνήθως η ύπαρξη μεγάλου πλούτου συμβαδίζει με την άγνοια του πώς πρέπει να χρησιμοποιείται αυτός ο πλούτος, «πώς χρηστέον». Έτσι, κατά την άποψη του διαλόγου, επειδή πολλαπλασιάζονται οι καταναλωτικές ανάγκες σε – επικίνδυνα ακόρεστο βαθμό, παράγεται μία ιδιότυπη μορφή διαρκούς έλλειψης και, ως εκ τούτου δυστυχίας. «Ώστε εξ ανάγκης αν ημίν φαίνοιτο οι πλουσιώτατοι μοχθηρότατα διακείμενοι, είπερ γε και πλείστων τούτων ενδεείς όντες» (Επομένως, εξ ανάγκης, όλοι εκείνοι που είναι πάρα πολύ πλούσιοι θα μας φαίνονταν αξιολύπητοι, αφού αισθάνονται την έλλειψη από τόσο πολλά πράγματα). (Πλάτωνος, Περί Πλούτου ό.π. σ. 86 κ.ε.).

Αλλά και στην κωμωδία του Αριστοφάνη Πλούτος, εκείνη που ανεβάζει το 338 π.Χ., ο ίδιος ο πλούτος διαμαρτύρεται για τον τρόπο που τον χρησιμοποιούν οι άνθρωποι. «Αλλ' άχθομαι μεν εισιών νη τους θεούς/εις οικίαν εκάστοτ' αλλοτρίαν πάνυ/αγαθόν γαρ απέλαυσ' ουδέν αυτού πώποτε./ Ην μεν γαρ εις φειδωλόν εισελθών τύχω,/ ευθύς κατώρυξέν με κατά της γης κάτω/. Καν τις προσέλθη χρηστός άνθρωπος φίλος/αιτών λαβείν τι μικρόν αργυρίδιον, / έξαρνός εστι μηδ' ιδείν με πώποτε./ Ην δ'ως παραπλήγ' άνθρωπον εισελθών τύχω/, πόρνεσι και κύβοισι παραβεβλημένος/γυμνός θύραζ' εξέπεσον εν ακαρεί χρόνω. (Αλλά στενοχωρούμαι, μα τους θεούς,/κάθε φορά που μπαίνω σε ξένο σπίτι./

Κανένα καλό δεν χάρηκα ποτέ όπου τυχαίνει να μπω. Γιατί αν τύχει να μπω σε σπίτι τσιγκούνη/με θάβει αμέσως στα κατάβαθα της γης./Και αν κανένας καλός άνθρωπος και φίλος έρθει/για να του ζητήσει λίγα δανεικά χρήματα/αυτός κόβεται πως τάχατές μου δεν μ' έχει δει ποτέ του ως τώρα/ Και αν τύχει να μπω σε σπίτι παραλυμένου/στις πόρνες και στα ζάρια πετώντας με/βρίσκομαι στο άψε-σβήσε γυμνός και πεταμένος έξω από την πόρτα). (Αριστοφ. Πλούτος, 234-244).

Στο έργο του Πλούτος, ο Αριστοφάνης, «καταπιάνεται με το παλιό παράπονο για την άδικη κατανομή των αγαθών της ζωής, μέσα σε ένα παιχνίδι παραμυθιού, χωρίς προσωπικό σκώμμα και αισχρολογίες, που είναι τα σημαντικά συστατικά της Αρχαίας Κωμωδίας. (Albin Leski, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, 5η Έκδοση αναθεωρημένη, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, σ. 622 κ.ε.). Ο τυφλός Πλούτος, που η τύφλωσή του οφείλεται στην κατάσταση του κόσμου, ξαναβρίσκει το φως του με μια θαυματουργή θεραπεία στο Ιερό του Ασκληπιού. Και ξαναβρίσκοντας το φως του, θα μοιράσει τα πλούτη στους καλούς και στους δίκαιους, στο μεταξύ όμως ξεχνιέται η αντίληψη ότι θα γίνονται τώρα όλοι οι άνθρωποι πλούσιοι και καλοί... (Albin Leski ό.π. σ. 622.)

Είναι προφανές ότι και στο διάλογο Πλάτωνος Ερυξίας ή Περί Πλούτου και στον Πλούτο του Αριστοφάνη το πρόβλημα –ή τουλάχιστον ένα μεγάλο πρόβλημα- ως προς τον πλούτο είναι ο τρόπος που κάποιος χρησιμοποιεί τον πλούτο. Γενικότερα ως προς τον Πλάτωνα, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος παρατηρεί: «Οι απόψεις του Πλάτωνα σχετικά με τον πλούτο δεν έχουν την έννοια αποδοκιμασίας του πλούτου, χωρίς από την άλλη πλευρά να ενθαρρύνουν στροφή της δραστηριότητας στην απόκτηση πλούτου και μάλιστα άνευ ηθικών δισταγμών. Στη διαβάθμιση των αγαθών ο πλούτος θεωρείται ήσσονος σημασίας αγαθό, η τελική αξία του οποίου εξαρτάται από τη χρήση του. Για τον Πλάτωνα ο υπέρμετρος πλούτος ή η υπέρμετρη φτώχεια, δηλαδή η οξεία αντίθεση, είναι εκείνη που πλήττει την ηθική, τη δικαιοσύνη αλλά και γίνεται εστία κοινωνικών αναταραχών, που μπορεί να ανατρέψουν την κοινωνική ισορροπία». (Βλ.

https://ekivolosblog.wordpress.com/2016/12/30, πρόσβαση 15-3-2017, Ο Πλάτων και η Οικονομία, αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο του Αθανασίου Κανελλόπουλου «Σύγχρονες οικονομικές σκέψεις των Αρχαίων Ελλήνων», Εκδόσεις Λιβάνη, 1996).

Πάνω σ' αυτό το μεγάλο ζήτημα, του πώς δηλαδή πρέπει να χρησιμοποιείται ο πλούτος, τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, ο Courlant Palmer, ένας διανοούμενος μεγαλοεπιχειρηματίας (και πατέρας της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, συζύγου του ποιητή Άγγελου Σικελιανού), έχει συστήσει τον «Όμιλο του 19ου αιώνα». Ανάμεσα στα εξέχοντα μέλη του Ομίλου είναι ο επίσης μεγαλοεπιχειρηματίας από τη Σκωτία Adrew Carnegie, (1835-1914), καθώς και ο πολιτικός James G. Blaine, (1830-1993), ηγέτης του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, που χρημάτισε δύο φορές Υπουργός των Εξωτερικών, Βουλευτής και Γερουσιαστής, και που τελικά έχασε από τον G. Cleveland, υποψήφιο των Δημοκρατικών, τo 1884. (Εύα Πάλμερ-Σικελιανού, Ιερός Πανικός, Αυτοβιογραφία, εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις John P.Anton, Επιμέλεια Θανάσης Α. Βασιλείου, εκδ. Μίλητος, σ. 49 κ.ε.).

Στον «Όμιλο του 19ου αιώνα» ο Πάλμερ πρωτοστατεί στις συζητήσεις πάνω στην παγκόσμια συγκρουσιακή πραγματικότητα και πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί μία παγκόσμια συνδιαλλαγή μέσω ενός διαλόγου των αντιτιθέμενων –εξοντωτικά- πραγματικοτήτων, (που, ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, προκαλούν αδιάλειπτο ειδεχθές φονικό). Συζητούν ακόμα για το πώς θα μπορούσε να διατεθεί η τεράστια περιουσία (250 εκατ. δολάρια) του Adrew Carnegie, όχι μόνο για φιλανθρωπικούς σκοπούς (χρηματοδότησε την ίδρυση του Carnegie Hall, του Carnegie Institution of Washington 1902, του Carnegie Foundation for the Advancement of Teaching 1905, του Carnegie Endowment for International Peace 1910, καθώς και 1200 δημόσιες και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες) –αλλά και για σκοπούς διαφορετικούς: «Γιατί να μην ιδρυθεί ένα Παγκόσμιο Δικαστήριο, όπου οι διαφορές μεταξύ των Εθνών θα μπορούσε να επιλύονται ειρηνικά, αντί να καταλήγουν στα όπλα;». (Πολύ πριν τον 19ο αιώνα ένας σπουδαίος φιλόσοφος, ο Καντ, είχε προβλέψει την ίδρυση του ΟΗΕ (Immanuel Kant, «Προς την αιώνια ειρήνη», Habermas, Η ιδέα του Καντ περί της αιώνιας ειρήνης», εκδ. Πόλις) και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, που ιδρύθηκε το 1945, έθεσε τους ίδιους σκοπούς που φιλοδοξούσε να πραγματοποιήσει και ο Όμιλος του 19ου αιώνα του Courtlant Palmer.

Στις αρχές του 20ού αιώνα (1902), ο φιλόσοφος του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ J. Moore με το έργο του Principia Ethica ξαναφέρνει στο προσκήνιο των αποτιμήσεων τη ζωή της δράσης και το ηθικό της πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί η συλλογιστική του Keynes για τα οικονομικά προβλήματα. ( Robert Fildeski, Keynes, Επιστροφή στη διδασκαλία του, εισαγωγή και επιμέλεια Λευτέρης Τσουλφίδης, Κριτική, σ.226 κ.ε.). «.....η ζωή της δράσης από την άλλη, που απεικονίζεται πολύ λιγότερο θριαμβευτικά από τον Moore είναι καλή μόνο ως «μέσο», αν συμβάλλει στην επίτευξη όσο το δυνατόν περισσότερων υψηλοφρόνων καταστάσεων του νου. Αυτή είναι η πρακτική ζωή: η ζωή των επιχειρήσεων και της πολιτικής.

Η έννοια του καθήκοντος προσδένεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο πεδίο μέσων – αυτών που συνήθως οδηγούν «σε υψηλόφρονες καταστάσεις του νου». Σε όλα αυτά υπάρχει μια εγγενής έννοια πληρότητας, που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, « αδύνατον γαρ ή ου ράδιον τα καλά πράττειν αχορήγητον όντα». Είναι αδύνατον ή όχι εύκολο να πράττει κάποιος τα καλά ενώ στερείται τα απαραίτητα αγαθά. (Αριστ. Ηθικά Νικομάχεια, 8.15.).

Η πραγματικότητα διαψεύδει πάντοτε τις καλές προθέσεις της ιστορίας ή τουλάχιστον ορισμένων δρώντων προσώπων της ιστορίας ή ακόμα και των μεγάλων λαϊκών κινημάτων και αιτημάτων. Το διαρκές έλλειμμα ευφυΐας που διατρέχει την παγκόσμια ιστορία και που εμποδίζει –εξαφανίζει – τις έννοιες της δικαιοσύνης και της ηθικής, ώστε να πάρουν υπόσταση –αυτή η έννοια της παγκόσμιας σοφίας ως αυτή την ιστορική στιγμή καμία χώρα στον πλανήτη δεν κατόρθωσε να υλοποιήσει, (η σημερινή Κίνα φαίνεται να κατανοεί αυτό το μεγάλο ζήτημα – όταν ανακοινώνει ότι στις μέρες μας δεν άνοιξαν κανένα πόλεμο και δεν έβλαψαν κανένα).

Αυτό λοιπόν το διαρκές έλλειμμα ευφυΐας δεν προοιωνίζεται ανεκτό μέλλον για κανέναν άνθρωπο στον πλανήτη. Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστούμε και το αντίθετο: προοιωνίζεται άσχημο μέλλον για όλους τους κατοίκους του πλανήτη. (Από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τον Μαρξ και τον Κέυνς, την κριτική και τη μετακριτική των οικονομικών θεωριών-κλασικών και μη- όχι σπάνια η απόλυτη δυστυχία των πολέμων και των κάθε είδους καταστροφών, εισβάλλει πολύμορφη ως μία, κάθε τόσο, παγκόσμια τραγωδία. Η αναζήτηση -και το ξεπέρασμα- αυτών των καταστάσεων παραμένει ένα διαρκές αίτημα ως μία βάση αισιοδοξίας. Για παράδειγμα τα ασύλληπτα αγαθά συσσωρευμένου πλούτου θα μπορούσαν να συνδράμουν πολλαπλώς χειμαζόμενες περιοχές του πλανήτη. Αλλά δεν υπάρχει καμία ενοποιούσα τον κόσμο ανθρωπιστική σκέψη, έτσι που μόνο η κάθε μορφής βία, το ανηλεές φονικό και ο γενικευμένος πόλεμος που θα πλήξει ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα, μπορούν να θεωρούνται πιθανά.

Επανερχόμενοι στη δική μας πραγματικότητα, ένας νεοπλατωνικός φιλόσοφος ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, το 1416, από την περιοχή του Μυστρά, επιχειρεί να περισώσει το κράτος από την επερχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή, προτείνοντας συγκεκριμένα μέτρα κοινωνικής αναμόρφωσης: «Συμβουλευτικός προς τον Δεσπότη Θεόδωρον Περί της Πελοποννήσου», και «Εις Μανουήλ Παλαιολόγον, Περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων, 1418». Ο Γεμιστός είναι η πλέον –ή μάλλον η μόνη- εναργής συνείδηση αυτής της περιόδου, εμφορούμενος πλήρως από την ανδρεία –κατά την ουσιαστικότερη έκφανσή της- στην πλατωνική φιλοσοφία. Καλώς θεωρείται ως ο πρώτος Νεοέλληνας πολιτικός κατά τον Francois Majai, ο θεωρητικός του νεοελληνισμού. (Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, τόμος 3, σ. 82 , Γεώργιος Γεμιστός- Πλήθων, «Νόμων Συγγραφή», πρόλογος Diether Roderich Reinsch, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια, Δημήτριος Χατζημιχαήλ, εκδ.Ζήτρος).

Άλλωστε και κατά την Επανάσταση του 1821, όπου συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές ομάδες του Ελληνικού πληθυσμού, και η Εκκλησία, (διανοούμενοι, έμποροι, Κλέφτες και Αρματωλοί, αγροτικοί και αστικοί πληθυσμοί), «τα πλούτη που είχαν συγκεντρώσει οι τραπεζίτες του εξωτερικού και οι εφοπλιστές των νησιών του Αιγαίου, μπορούσε να ανταποκριθούν στις πρώτες ανάγκες... (Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση Νεοελληνικής Ιστορίας, μετάφραση Αικατερίνη Ασδραχά, βιβλιογραφικός οδηγός Σπύρος Ι. Ασδραχάς, Θεμέλιο 1976, σ. 64 κ.ε.).

Η εξυψωτική άποψη του G. E. Moore, ότι η ζωή της δράσης είναι καλή ως «μέσο» αν συμβάλλει στην επίτευξη όσο το δυνατόν περισσότερων υψηλόφρονων καταστάσεων του νου, βλέπουμε ότι στον Ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 19ου αιώνα –και πιο πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821- έχει τη ζωτική του παρουσία. Πάντα προτάσσεται το αίμα των ηρώων που έδωσαν την ζωή τους. Αλλά οι Έλληνες καραβοκύρηδες, τραπεζίτες και έμποροι που χρηματοδότησαν την επανάσταση του 1821, συμμετείχαν και προσωπικά οι περισσότεροι, στη Φιλική Εταιρεία, ενίσχυσαν οικονομικά τον Υψηλάντη, πολέμησαν και οι ίδιοι και τα παιδιά τους, μερικοί πρόσφεραν ολόκληρη την περιουσία τους και είχαν βαθιά συναίσθηση της αναγκαιότητας για την ανύψωση της παιδείας και του πολιτισμού των ομοεθνών τους: Ιωάννης Βαρβάκης, Αδελφοί Ριζάρη (Μάνθος και Γεώργιος), Ευγένιος Ευγενίδης, Νικόλαος Κολμανιάτης, Κωνσταντίνος Βέλλιος, Γεώργιος Σταύρου(διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για την ίδρυση ορφανοτροφείων και νοσοκομείου στην Πάρνηθα), Εμμανουήλ Παππάς (τραπεζίτης και μεγαλέμπορος, επικεφαλής της εξέγερσης της Μακεδονίας), Λασκαρίνα Πινότση (Μπουμπουλίνα), Μαντώ Μαυρογένους. Οικογένεια Μαρινάκη από τη Θάσο, οικογένεια Κουμπάρη από την Κωνσταντινούπολη, οικογένεια Μαργαρίτη από Μαργαρίτι Θεσπρωτίας: Φίλιππος Μαργαρίτης εγκατεστημένος στη Σμύρνη και Δημήτριος Μαργαρίτης. Οικογένεια Μακρή Σεγκούνα από το Αιτωλικό, Αναγνώστης και Παναγιώτης, κ.ά. Κάτι που καλύπτει ολόκληρο τον 19ο αιώνα και φτάνει και ως τις μέρες μας: Θέλω να πω για τους Εθνικούς Ευεργέτες: Μνεία ονομάτων και μόνο, Ιωάννης Πάγκας, (πρόσφερε ολόκληρη την περιουσία του στο κράτος, όταν ακόμη ήταν εν ζωή και όχι μετά θάνατον). Ευάγγελος και Ιωάννης Ζάππας, οι Ζωσιμάδες, Γεώργιος Σίνας, Ιωάννης Δόμπολης (και το Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γεώργιος Αβέρωφ, Σωτήριος Ανάργυρος, Ελένη Σκυλίτζη Στεφάνοβικ – Βενιζέλου, Αριστοτέλης Ωνάσης, Σταύρος Νιάρχος...

Στο ανακύπτον κάθε φορά οξύ και περισσότερο οξύ οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, προτείνονται πολλαπλές προσεγγίσεις για την επίλυσή του. Άξια μνείας-και ενδεχομένως μέσα στο πνεύμα του παραπάνω κειμένου- είναι και του Κυριάκου Βαρβαρέσου η «Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος 1952» (από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή: Κυριάκος Βαρβαρέσος, Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία, Τράπεζα της Ελλάδος, 2017, σ. 499 κ.ε.).

Έτσι, μια και μιλήσαμε τόσο για τη σοφία της χρήσης του πλούτου και για την έννοια της δράσης που οδηγεί σε καταστάσεις ευδαιμονίας ή υψηλόφρονες καταστάσεις του νου –και καθώς δεν είναι δυνατό να απομακρυνθούμε από τις έννοιες του ιδεατού ως πρακτικώς εφαρμόσιμου – και της εν γένει ηθικής ανύψωσης -, καθώς μιλήσαμε και για μια μεγάλη παράδοση στον Ελλαδικό χώρο, όλες οι θεωρητικές προεκτάσεις μας επιτρέπουν να σκεφτούμε ένα μεγάλο επενδυτικό εγχείρημα στον Ελλαδικό χώρο με κεφάλαια των απανταχού Ελλήνων, αυτών που έχουν –ευτυχώς- αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να επενδύσουν και που κατανοούν πλήρως τα τεκταινόμενα των ημερών. Ένα μεγάλο εγχείρημα με γενικότερο ευμενή αντίχτυπο για όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, που μπορούν να σχεδιάσουν θεωρητικά –και πρακτικά- οι σπουδαίοι οικονομολόγοι και του Ελλαδικού και του εξωελλαδικού χώρου και που θα δράσει συμπληρωματικά με οποιεσδήποτε άλλες ενδεδειγμένες ενέργειες (όπως για παράδειγμα ένα διεθνές σχέδιο διάσωσης που θα μπορούσε να έχει γενικότερες ευεργετικές επιδράσεις για την εξισορρόπηση της παγκόσμιας οικονομίας).

Δεν μπορεί να μη σκεφτούμε και τα δισεκατομμύρια ευρώ που έχουν φύγει εκτός της χώρας και που θα πρέπει να εξευρεθούν τρόποι να επιστρέψουν. Οι χιλιετίες που πέρασαν έχουν πράγματι συσσωρεύσει επαρκή σοφία στην ανθρωπότητα. Ο βαθμός ή ο τρόπος προσπέλασης αυτής της σοφίας δεν μας είναι πλήρως γνωστός. Η στιγμή όμως αυτή –η στιγμή αυτής της άνοιξης που έρχεται όλο και πιο φωτεινή- μας επιτρέπει να σκεφτούμε το υψηλής ευγένειας και αναγκαιότητας εγχείρημα της ουτοπίας ως μη ουτοπία. Είναι κάτι που μπορεί και να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί στην πράξη: «Κάτι που να λάμπει αιώνια, σαν ένα διαμάντι, σαν ένα πετράδι!».

Σπύρος Βρεττός
Συγγραφέας-Διδάκτορας Φιλολογίας

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline