Εκτύπωση αυτής της σελίδας

571.000 με μισθό κάτω από 500 ευρώ, 271.000 κάτω από 250 ευρώ

Ακυρώνεται το αφήγημα της κυβέρνησης για έξοδο με την κοινωνία όρθια. Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να πανηγυρίζουν γιατί βγήκαμε από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια, η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική.

Η έκθεση της ΓΣΕΕ για την κατάσταση της αγοράς εργασίας δείχνει ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει στα όρια ή και κάτω από τη φτώχεια, παρά τις εξαγγελίες για κοινωνική δικαιοσύνη κι ότι «ήρθε η ώρα των πολλών».

Σύμφωνα με τα αποκαλυπτικά στοιχεία το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 500 ευρώ, ενώ 251 χιλιάδες άτομα αμείβονταν με μισθό κάτω των 250 ευρώ.

Η έκθεση αναφέρει ότι επί συνόλου 2.396.602 εργαζομένων οι μέσες τακτικές αποδοχές ανέρχονται σε 898,59 ευρώ. Ειδικότερα το 29% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα (696.825 άτομα) είχε σχέση μερικής απασχόλησης με μέσο μισθό 375,53 ευρώ ενώ το 71% (1.702.675 άτομα) είχε σχέση πλήρους απασχόλησης με μέσο μισθό1.111,09 ευρώ .

Επίσης κάθε απόλυση στοιχίζει στον άνεργο 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Με άλλα λόγια, ένας άνεργος στην Ελλάδα κατά τον πρώτο χρόνο της ανεργίας λαμβάνει αναλογικάμειωμένο εισόδημα κατά 1/3 σε σχέση με αυτό το οποίο θα λάμβανε κατά μέσο όρο σε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ.

Από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017. Ωστόσο η θέση της γυναίκας και των μεταναστών δεν εμφανίζει βελτίωση.

Σύμφωνα με την έκθεση:

-Μείωση κατά 130 εκατ. ευρώ κατέγραψαν το 2018 και οι κοινωνικές παροχές. Συγκριτικά με το 2009 οι κοινωνικές παροχές έχουν υποχωρήσει κατά 21,7%.
-Οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας.
– Η χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών είναι ιδιαίτερα εύθραυστη λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Δεδομένης της εξάρτησης της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.

– Οι εμπειρικές εκτιμήσεις επιβεβαιώνουν την πάγια θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι ασκούμενες πολιτικές των ΠΟΠ δεν ενεργοποίησαν διαρθρωτικούς και τεχνολογικούς μετασχηματισμούς που να συμβάλουν στην ουσιαστική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού υποδείγματος. Αντιθέτως, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας ευνόησε την ανάπτυξη δραστηριοτήτων χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου.
– Οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν, αλλά η επίδρασή τους στο ΑΕΠ ήταν σχεδόν μηδενική λόγω αντίστοιχης αύξησης των εισαγωγών. Η διάρθρωση του παραγωγικού τομέα δεν επιτρέπει την επίτευξη διατηρήσιμου εμπορικού πλεονάσματος, λόγω της μεγάλης εξάρτησής του από τις εισαγωγές.

Στο πλαίσιο αυτό το ΙΝΕ ΓΣΕΕ υπογραμμίζει την άμεση ανάγκη για μία σοβαρή δημόσια πολιτική συζήτηση για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, τις θεσμικές της αδυναμίες και δυσλειτουργίες και την προοπτική οικοδόμησης ενός νέου, ισόρροπου και βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης.

 

Πολυμέσα