Ασφαλώς, αυξήσεις έχουν σημειωθεί και στις τιμές πώλησης, με τον κ. Γκιόκα να επισημαίνει ότι σε ορισμένες περιοχές, ιδίως στα νότια προάστια, όπου εντοπίζεται μεγάλο μέρος της ζήτησης, οι αξίες έχουν αυξηθεί έως 30%-35% σε σχέση με πριν από δύο χρόνια. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι αξίες των περισσότερων ακινήτων, π.χ. στη Γλυφάδα, στο Ελληνικό, ή στη Βούλα κινούνται εκτός του προϋπολογισμού των Ελλήνων αγοραστών, οι περισσότεροι στρέφονται σε όμορες περιοχές, όπως για παράδειγμα σε Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Άγιο Δημήτριο, Μοσχάτο και Ν. Φάληρο. «Επίσης, παρατηρούμε ότι όλο και μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης στρέφεται στα βόρεια προάστια, όπως σε Πεύκη, Μαρούσι, Χαλάνδρι, Ν. Ψυχικό και Βριλήσσια, όπου με το ίδιο κόστος, είναι εφικτή η απόκτηση κατοικιών μεγαλύτερης επιφάνειας, σε σχέση με τα νότια προάστια», αναφέρει ο κ. Γκιόκας.
Σε κάθε περίπτωση, τα νότια και τα βόρεια προάστια εξακολουθούν να αποτελούν τις περιοχές πρώτης προτίμησης για οικογένειες με παιδιά, που αναζητούν ακίνητα έως 100 τ.μ. και ηλικίας έως 20 ετών.
Ανάλογα όμως με την περιοχή, το αγοραστικό ενδιαφέρον ενδέχεται να στραφεί και σε νεόδμητες κατασκευές. Για παράδειγμα, σε ορισμένα προάστια της Αττικής Ριβιέρας, λόγω υψηλής ζήτησης από το εξωτερικό, ένα ακίνητο 10ετίας δεν έχει μεγάλη απόκλιση σε κόστος σε σχέση με ένα νεόδμητο, με αποτέλεσμα, κάποιοι αγοραστές να προτιμούν ασφαλώς τη νέα κατοικία, ιδίως εφόσον μπορούν να τη δεσμεύσουν από τα αρχικά στάδια της κατασκευής, γεγονός που εξασφαλίζει και χαμηλότερο κόστος.