Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πέπη Ραγκούση: Η κρυφή γοητεία της αποτυχίας

Ο Τσόρτσιλ το έβλεπε κάπως στρατηγικά. «Η επιτυχία είναι να προχωράς από αποτυχία σε αποτυχία χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου». Ο Μπέκετ πάλι, το έλεγε πιο ποιητικά.

«Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα» είναι από τις πιο γνωστές ρήσεις του. Ενώ ο Ρόμπερτ Κένεντι πίστευε ότι μόνο αυτοί που τολμούν να αποτύχουν παταγωδώς, μπορούν να επιτύχουν μεγαλειωδώς.

Τι θέλουν να πουν οι «ποιητές»; Αυτό που μας λέει και η ίδια η ζωή αν κοιτάξουμε με ψυχραιμία γύρω μας, πίσω μας, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Οτι η αποτυχία είναι άρρηκτα και θεμελιακά συνδεδεμένη με την επιτυχία. Για να το σκεφτούμε λίγο. Λέμε ότι κάποιος απέτυχε όταν περιμένουμε από αυτόν μια επιτυχία. Αν, λίγο – πολύ, θεωρούμε την αποτυχία του δεδομένη και αναμενόμενη, απλά επαληθευόμαστε. Και στο κάτω κάτω, δεν αποτυγχάνει ποτέ μόνο αυτός που δεν κάνει τίποτα.

Τα γράφω αυτά με αφορμή ένα μπαράζ αντιδράσεων που παρατηρώ τον τελευταίο καιρό. Και ας αρχίσουμε από το θέατρο. Σε ένα μάλλον υποτονικό θεατρικό καλοκαίρι, υπήρξαν δύο παραστάσεις με πολύ καλούς σκηνοθέτες και λοιπούς συντελεστές που, αρχικά, φαίνεται ότι δεν πολυάρεσαν σε κοινό και κριτικούς. Η μία ήταν οι «Πέρσες» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Ενός σκηνοθέτη με συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία τα τελευταία χρόνια που έχει βάλει την υπογραφή του σε εξαιρετικές παραστάσεις – προσωπικά, θεωρώ αριστούργημα τη «Μήδεια» του, ένα από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει ποτέ στο θέατρο (και δεν το λες ότι έχω δει λίγα).

Ε, οι «Πέρσες» του δεν άρεσαν. Δεν είναι και προς θάνατον και ούτε αυτό κάνει λιγότερο καλό σκηνοθέτη τον Καραντζά. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν τη σπουδή κάποιων συναδέλφων του και ηθοποιών να υπερασπιστούν αυτήν την παράσταση βρίζοντας το κοινό και τους κριτικούς που δεν τους άρεσε. Με κάτι τσιτάτα του τύπου «Η παράσταση είναι εξαιρετική, το κοινό είναι κάκιστο». Σοβαρά τώρα; Δηλαδή τι; Αν δεν αρέσει μια παράσταση στο κοινό, τόσο το χειρότερο για το κοινό; Ε, να ανεβαίνουν παραστάσεις χωρίς κοινό και να αποφασίζουν οι ίδιοι οι συντελεστές και οι φίλοι τους αν είναι καλές ή όχι.

Η άλλη παράσταση ήταν η «Αντιγόνη» του Τσέζαρε Γκραουζίνις. Με πρωταγωνιστές που το κοινό γνωρίζει κυρίως από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους. Και που δεν μπόρεσαν να «γεμίσουν» με την παρουσία τους την ορχήστρα της Επιδαύρου (γέμισαν όμως οι κερκίδες και αυτό φαίνεται ότι αρκεί). Ε ναι, θέλει μια «εκπαίδευση» το αρχαίο δράμα. Ισως, σε κάποια χρόνια, να την αποκτήσουν. Κι αν δεν την αποκτήσουν, δεν πειράζει, θα παίξουν σε άλλα έργα. Γιατί δεν αντέχουν μια αρνητική κριτική είτε επίσημη είτε από το κοινό; Γιατί κινητοποιήθηκε γύρω τους μια «ομάδα προστασίας», κυρίως από άλλους ηθοποιούς, που αποθεώνει την παράσταση χωρίς επιχειρήματα, έτσι για το ονόρε, επειδή, απλά, δεν άρεσε σε κάποιους; Ο Γκραουζίνις έχει δώσει εξαιρετικές παραστάσεις – δεν θα ξεχάσω το «Επτά επί Θήβας» του – δικαιούται να κάνει και μία και δύο και περισσότερες αποτυχίες.

Τα νέα απυρόβλητα

Τι έχουμε εδώ τώρα; Στήνονται καινούργια συντεχνιακά απυρόβλητα; Θα ήταν απλό αν συνέβαινε μόνο αυτό. Από κάτω όμως υποβόσκει κάτι πολύ πιο σύνθετο. Μια ομαδοποίηση που κρίνει και λογοκρίνει το «μου αρέσει» και το «δεν μου αρέσει», επί της ουσίας δηλαδή, καταργεί τον ρόλο του θεατή και, γενικότερα, του αποδέκτη της Τέχνης.

Παράδειγμα, το σίριαλ «Γλυκάνισος» που από την πρώτη κιόλας μέρα οι τηλεθεατές του γύρισαν την πλάτη και σημείωσε το αρνητικό ρεκόρ του 4% στην τηλεθέαση. Ε, επειδή το σίριαλ έχει θέμα τον έρωτα ενός Ελληνα με μια πρόσφυγα από τη Συρία, κάποια κονκλάβια αποφάσισαν ότι σε όσους δεν αρέσει είναι φασίστες, ρατσιστές και, στην καλύτερη περίπτωση, ακροδεξιοί.
Τελικά, στην εποχή μας, είναι αναμενόμενα τέτοια φαινόμενα. Οιαδήποτε διάσταση απόψεων την ισοπεδώνουμε, υποβιβάζουμε την «πίστα» της ώστε να μπορούμε να τη σχολιάζουμε στα σόσιαλ μίντια

Πολυμέσα