Σύμφωνα με το Σύνταγμα υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες με πιο σημαντική τη δικαστική αρμοδιότητα της Βουλής. Η οποία συνδέεται με την απόδοση ποινικών ευθυνών σε βουλευτές υπουργούς και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε αυτές τις διαδικασίες το Σύνταγμα θέλει, η Βουλή μόνο, να λειτουργεί κατά τη διαδικασία συγκρότησης των οικείων επιτροπών».
Για το αν η κυβέρνηση δεν ήθελε να «φορτωθεί» την υπόθεση αυτή, και πως δεν την συμφέρει και πολιτικά δεν είναι σίγουρη που θα καταλήξει, (φάνηκε και στη μυστική ψηφοφορία ότι υπήρχαν κάποιες διαρροές), με κάποιους βουλευτές να έχουν αμφιβολίες, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «Ήταν μυστική ψηφοφορία και δεν τίθεται ζήτημα για το ποιος απείχε ή ποιος ψήφισε υπέρ ή κατά. Και σε ότι αφορά την πρόταση για τη σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για την προκαταρκτική εξέταση η κοινοβουλευτική πλειοψηφία τήρησε μια στάση η οποία ήταν απολύτως θεσμική». Ο υπουργός εξήγησε ότι «το Σύνταγμα επιβάλει, όταν κατά το στάδιο μιας προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, από τη δικαστική λειτουργία προκύψει ένα ζήτημα στοιχείων ευθύνης για οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο, πρώην υπουργό ή υφυπουργό, είναι υποχρεωμένος ο ανακριτής να κλείσει τη δικογραφία και να την διαβιβάσει στη Βουλή.
Εξ ορισμού το Σύνταγμα θέλει η δικογραφία αυτή να μην είναι πλήρης, διότι θεωρεί ότι ο φυσικός ανακριτικός δικαστής για τα πολιτικά πρόσωπα είναι μόνον η ίδια η Βουλή. Εκεί έχουμε ένα φάκελο δικογραφίας, ο οποίος δεν μπορεί να είναι πλήρης και θα συμπληρωθεί εκ του λόγου αυτού. Τα στοιχεία αυτού του φακέλου στο πλαίσιο όσων έχουν περιληφθεί, στη δικογραφία, προκύπτει κατά την άποψη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, πως υπάρχουν στοιχεία τα οποία είναι εξαιρετικά σοβαρά, σε βάρος του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης. Βεβαίως απαιτείται συμπλήρωση που θα έρθει μέσω της εισαγγελικής αρμοδιότητας που επιφυλάσσει το Σύνταγμα, στην ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, και εκεί θα συμπληρωθεί ο φάκελος».