Τα τελευταία χρόνια το ζεύγος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ανέφερε η λιτή ανακοίνωση του κέντρου μελετών The Rights Forum που ίδρυσε ο Ντρις φαν Αχτ (το 2009, και σκοπό είχε την προώθηση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης). Αν και ο θάνατος από μια ηλικία και μετά είναι σχεδόν αναμενόμενος, ο τρόπος που επέρχεται –αν δεν είναι από φυσικά αίτια– αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Το δικό τους «τέλος» δεν είχε τίποτα βίαιο ή ανορθόδοξο. Δημιούργησε κύματα τρυφερότητας και κατανόησης· ενδεχομένως και θαυμασμού. Το αίτημα για «τέλη ανεπαίσχυντα και ειρηνικά» δεν μπορεί να είναι μόνο εκκλησιαστική δέηση χωρίς αντίκρισμα. Οι δύο 93χρονοι Ολλανδοί το έκαναν πράξη.
Αυτήν την εβδομάδα προβάλλεται στις αίθουσες το πολυσυζητημένο ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου «Αδέσποτα κορμιά». Είχαμε αναφερθεί κριτικά σε αυτό, σε ανταπόκρισή μας από το πρόσφατο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης («Κ» 15/3). Εν προκειμένω δεν σχολιάζουμε το κινηματογραφικό αποτέλεσμα αλλά τη θεματολογία του, σύνθετη και επείγουσα. Τα «Αδέσποτα κορμιά», όπως επισημαίνεται, «εξερευνούν τη σωματική αυτονομία σε μια Ευρώπη όπου επιτρέπεται να ταξιδέψεις, να εργαστείς, να καταναλώσεις ελεύθερα, αλλά όχι απαραίτητα να ζήσεις ή να πεθάνεις όπως επιθυμείς». Τα δικαιώματα των γυναικών –στα οποία εστιάζει– δεν περιορίζονται μόνο στην άμβλωση ή στην εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά και στην ευθανασία.
Μία από τις ιστορίες της ταινίας διαδραματίζεται στην πόλη Λίσταλ της βόρειας Ελβετίας, όπου λειτουργεί μία από τις τέσσερις κλινικές υποβοηθούμενης αυτοκτονίας της χώρας, στις οποίες περίπου 1.000 άνθρωποι τον χρόνο δίνουν ένα αξιοπρεπές τέλος στη ζωή τους. Οι περισσότεροι είναι ξένοι πολίτες που αναγκάζονται να ταξιδέψουν έως την Ελβετία μια και η νομοθεσία των χωρών τους –ανάμεσά τους και η Ελλάδα– δεν τους επιτρέπει να επιλέξουν αυτήν τη λύση στο σπίτι τους.
Οση δύναμη και αποφασιστικότητα χρειάζεται για να αντέξει κανείς την επιταχυνόμενη φθορά μιας ασθένειας, τόση απαιτείται και για να βάλει μια τελεία.
Η συζήτηση για το θέμα είναι παλιά, όπως και οι διαστάσεις (νομικές και ηθικές) που εξετάζονται. Συνέδρια, συζητήσεις, άρθρα, διαξιφισμοί, έρχονται και επανέρχονται διαρκώς. Ενα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Γιατί θα πρέπει ένας άνθρωπος να υποφέρει και να «αποσυντίθεται» χωρίς ελπίδα θεραπείας, να οδηγείται σε έναν ούτως ή άλλως ανεπιθύμητο θάνατο αργά και βασανιστικά; Η ηλικιωμένη κυρία του ντοκιμαντέρ, με νεύματα και δυσπρόφερτες συλλαβές, μια και η νόσος από την οποία πάσχει την καθιστά απολύτως αδύναμη να αυτοεξυπηρετηθεί, ζητάει από τον γιο της και την ειδικευμένη γιατρό να προχωρήσει στον «ύπνο». Κρατώντας κι εκείνη το χέρι του παιδιού της βυθίζεται στο λυτρωτικό, για εκείνην, επέκεινα.
«Δικαιώματα» δεν έχει μόνο η ζωή αλλά και ο θάνατος. Πριν από δύο χρόνια ο εμβληματικός Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Λικ Γκοντάρ, στα 91 του χρόνια, επέλεξε τον ίδιο τρόπο θανάτου, στην Ελβετία όπου διέμενε. Η ιατρική γνωμάτευση ανέφερε ότι «κατέφυγε σε νόμιμη υποβοηθούμενη ευθανασία λόγω πολλαπλών παθολογικών καταστάσεων που προκαλούν αναπηρία». «Δεν ήταν άρρωστος, ήταν απλώς εξαντλημένος», συνόψισε πρόσωπο του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Τίποτα δεν είναι «απλώς». Οση δύναμη και αποφασιστικότητα χρειάζεται για να αντέξει κανείς την επιταχυνόμενη φθορά μιας ασθένειας, τόση απαιτείται και για να βάλει μια τελεία· για τον ίδιον και τους οικείους του. Ευκολότερα και με μεγαλύτερο κέφι, αναμφίβολα, διεκδικούμε τα της ζωής και συνύπαρξης. Ο θάνατος όμως δεν είναι «άλλο» κεφάλαιο. Μας ακολουθεί και μας ορίζει είτε το αντιλαμβανόμαστε και το επεξεργαζόμαστε είτε το απωθούμε.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Μαρία Κατσουνάκη
Η Μαρία Κατσουνάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία από το 1984, στην αρχή στην εφημερίδα «Έθνος» και από το 1987 εργάζεται στην «Καθημερινή». Ειδικεύτηκε στο πολιτιστικό ρεπορτάζ αναλαμβάνοντας τη θέση της αρχισυντάκτριας και υπεύθυνης του ημερήσιου πολιτιστικού τμήματος από το 1992 έως το 2007. Παράλληλα ασχολήθηκε με την κριτική κινηματογράφου και την αρθρογραφία. Από το 2007 αρθρογραφεί συστηματικά στην «Καθημερινή» διατηρώντας και τη σχέση της με θέματα πολιτισμού. Από το 2000 μέχρι τις αρχές του 2012 παρουσίαζε στην ΕΤ1 εκπομπή για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, προβάλλοντας ταινίες και συνεντεύξεις όλων σχεδόν των Ελλήνων σκηνοθετών (από τον Κακογιάννη, τον Κούνδουρο, τον Αγγελόπουλο έως τον Λάνθιμο). Το 2007 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Μπότση για την προβολή και προώθηση του πολιτισμού μέσα από τα ΜΜΕ.