Επιβεβαιώθηκε έτσι αυτό που πολλοί έμπειροι διπλωμάτες και αναλυτές με επιμονή επαναλάμβαναν: ότι η πραγματική στρατηγική του κρατιδίου παραμένει ο ψευδοαλυτρωτισμός. Οτι επιβιώνουν αμετάβλητες οι φαντασιώσεις της «Μακεδονίας του Αιγαίου» που κατασκευάστηκαν από τους πανσλαβιστικούς κύκλους του 19ου αιώνα οι οποίοι φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν έξοδο του σλαβικού όγκου στο Αιγαίο. Οι ίδιες που ανανεώθηκαν από τη σοβιετική γεωπολιτική και στη συνέχεια από τον Τίτο.
Ο τελευταίος άλλωστε, παρά τις φιλίες του με το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ονόμασε τη Νότια Σερβία «Μακεδονία». Οι πολλαπλές αναφορές στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην κρατική ιδεολογία των Σκοπίων σε «αλύτρωτους Μακεδόνες» στην Ελλάδα αποδεικνύουν το περιεχόμενο της γεωπολιτικής αντίληψης του κρατιδίου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Στην παγκόσμια σκακιέρα τα κράτη διαμορφώνουν γεωπολιτικούς στόχους που λειτουργούν ως μηχανισμός συνοχής και συστράτευσης της κοινωνίας, ως όραμα για το μέλλον και ως μοχλός πίεσης εχθρών και φίλων.
Τα Σκόπια, ένα εδαφικά ελάχιστο κρατίδιο, διασπασμένο μεταξύ σλαβικής και αλβανικής κοινότητας, δεν μπορεί να προβάλει την ύπαρξή του ως αυτοσκοπό. Χρειάζεται μια προβολή σε μείζον πεδίο. Η «Μακεδονία» ως ευρύτερη οντότητα αποτελεί ένα όχημα μεγιστοποίησης της γεωπολιτικής σημασίας των Σκοπίων στη διεθνή κοινότητα.
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στις δικές της ιδεοληψίες, εγκλωβίστηκε από τον Ζάεφ σε μια διαδικασία «επίλυσης» που οδηγεί νομοτελειακά σε μείζονα στρατηγική ήττα. Διότι, αντί να καταλήξουμε με ένα πρόβλημα λιγότερο στην εξωτερική μας πολιτική, όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση, θα καταλήξουμε με ένα πρόβλημα επιπλέον. Δηλαδή έναν θεσμοποιημένο αλυτρωτισμό στα βόρεια σύνορα της χώρας, επικυρωμένο με τη δική μας σφραγίδα.