Πρόκειται για ένα μεγάλο διάστημα, το ένα τέταρτο του βίου της σύγχρονης Ελλάδας, αν ξεκινήσουμε να μετράμε από το 1821: μια πεντηκονταετία ειρηνική, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, με κύριο στοιχείο τη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα. Είναι μια επέτειος που μας προσκαλεί σε έναν απολογισμό. Την επιχειρώ διακρίνοντας τέσσερις Μεταπολιτεύσεις.
Η πρώτη είναι η περίοδος της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, μια περίοδος επτά μηνών που μπορούμε να αποκαλέσουμε «θεσμική Μεταπολίτευση». Τότε δημιουργούνται οι θεσμοί που μας συνοδεύουν ώς σήμερα. Η θεσμική Μεταπολίτευση έχει δύο κομβικά χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι η απόλυτα επιτυχημένη διαχείριση της μεγάλης αβεβαιότητας που κυριαρχούσε τότε και μας επιτρέπει να τη βλέπουμε από τη σκοπιά τού σήμερα ως μια γραμμική, σχεδόν αναπόφευκτη διαδικασία, κάτι που δεν ίσχυε καθόλου. Το δεύτερο αφορά τη δημιουργία θεσμών που επούλωσαν δύο μεγάλες πληγές του παρελθόντος, τον Εθνικό Διχασμό και τον Εμφύλιο. Αν προσθέσουμε και την είσοδο της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ, που αποτέλεσε πολιτική επιλογή ύψιστης προτεραιότητας, έχουμε μπροστά μας την υποδειγματική διαχείριση μιας βαθιάς κρίσης που πιστώνεται αποκλειστικά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η δεύτερη Μεταπολίτευση είναι πολιτική και χαρακτηρίζεται από την παντοδυναμία των κομμάτων και τη βαθιά αλλά προβληματική σχέση τους με την κοινωνία. Σχηματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1980 (με εμβληματική πολιτική προσωπικότητα τον Ανδρέα Παπανδρέου) και μολονότι δέχθηκε θανάσιμο πλήγμα τη δεκαετία της κρίσης, συνεχίζει να μας συνοδεύει. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η παντοδυναμία των κομμάτων και η εκμετάλλευση του κράτους από αυτά, αλλά και η παράλληλη αδυναμία του κράτους να επιβληθεί στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα υπήρξε ο εκφυλισμός της δημόσιας διοίκησης, της δικαιοσύνης και της παιδείας. Σε συνδυασμό με τη «θεσμική Μεταπολίτευση», η «πολιτική Μεταπολίτευση» μας βοηθά να κατανοήσουμε μια μεγάλη αντίφαση του πολιτικού μας μοντέλου: από τη μία, τις δυσλειτουργίες του, κυρίως την αποτυχία της έγκαιρης διάγνωσης και διαχείρισης των μεγάλων προβλημάτων της χώρας, και από την άλλη, τη διάρκεια και ανθεκτικότητά του.
Η τρίτη Μεταπολίτευση είναι πολιτισμική: η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης», που σχηματίζεται σταδιακά μετά το 1974, διαμορφώνει κυρίαρχες αξίες, στάσεις και αντιλήψεις, όπως π.χ. την πίστη στο μεγάλο κράτος, την ώσμωση εθνικισμού και σοσιαλισμού, τη μεταμφίεση συντηρητικών ροπών με προοδευτικό λεξιλόγιο, την καλλιέργεια μιας χαλαρής σχέσης με τον νόμο και την κυριαρχία του βραχυχρόνιου κέρδους σε σχέση με το μακροχρόνιο. Η «πολιτισμική Μεταπολίτευση» γνώρισε συγχρόνως την υπέρτατη έκφρασή της και τη μεγαλύτερη διάψευσή της τον Ιούλιο του 2015, με το περίφημο δημοψήφισμα. Παρότι πληγωμένη, συνεχίζει και αυτή να μας συνοδεύει αφού δεν έχει αντικατασταθεί από ένα νέο, ισχυρό αφήγημα.
Το ένα τέταρτο του βίου της σύγχρονης Ελλάδας διακρίνεται από τη θεσμική, την πολιτική, την πολιτισμική και την οικονομική Μεταπολίτευση.
Αν η θεσμική Μεταπολίτευση αποτελεί υπόδειγμα επιτυχίας, ισχύει ακριβώς το αντίθετο ως προς την «οικονομική Μεταπολίτευση». Το 1974 η χώρα διέθετε την προίκα του οικονομικού θαύματος της προηγούμενης εικοσαετίας, την κατά William McNeil «μεταμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας». Η διπλή πετρελαϊκή κρίση του 1973 και του 1979 και οι άστοχες δημόσιες πολιτικές που ακολούθησαν οδήγησαν τελικά στην αποβιομηχάνιση και στην κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας. Η Ελλάδα υποχώρησε όχι μόνο σε σχέση με τις προσδοκίες της, αλλά και συγκριτικά με χώρες που βρίσκονταν πολύ πιο πίσω τότε, όπως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Για να ξεφύγουμε από τις δηλητηριώδεις συνέπειες της οικονομικής Μεταπολίτευσης είναι ανάγκη να αντλήσουμε έμπνευση από τη «θεσμική Μεταπολίτευση», που χαρακτηρίστηκε από τολμηρές πρωτοβουλίες και ρηξικέλευθα μέτρα. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις παθογένειες τόσο της πολιτικής όσο και της πολιτισμικής Μεταπολίτευσης που συνεχίζουν να μας κρατούν χαμηλά.
*O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.