Ο διπλός αθηναϊκός εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, στο Σύνταγμα από τη μία και στο Πεδίον του Αρεως από την άλλη, διακρίνεται από μια απολαυστικά πληθωρική σημειολογία. Δύο αιρετοί βαφτίζουν ψυχαγωγία την πολιτική τους ανάγκη για λαϊκισμό και διοχετεύουν χρήμα και ενέργεια σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σόου, προς αισθητικοπολιτική τέρψη της εκλογικής πελατείας τους.
Η εποχή παρέχει την τέλεια κάλυψη: τα Χριστούγεννα, οι πολίτες είναι λιγότερο καχύποπτοι απ' ό,τι συνήθως απέναντι στα εντυπωσιακά και πολυδάπανα θεάματα· για την ακρίβεια, όχι απλώς τα ανέχονται, αλλά σε μεγάλο βαθμό τα ζητούν κιόλας. Ετσι, κάθε πλευρά έκανε τα κουμάντα της: ο Χάρης Δούκας είπε να θεραπεύσει το πληγωμένο του γόητρο αναθέτοντας τη δική του γιορτή στον εργολάβο της φλύαρης μετριότητας, που με μοναδική αποτελεσματικότητα γεμίζει με πολιτικό στόκο το καλλιτεχνικό κενό.
Ο Νίκος Χαρδαλιάς κατέφυγε στη μαζική λαϊκοπόπ συνταγή, την τόσο πολιτική όσο και απολίτικη: μες στην οχλοβοή και στις λάμψεις των μπουζουκιών όλα γίνονται νόστιμος χυλός. Φαινομενικά, το διπλό σόου ήταν η επιβεβαίωση πως η Αθήνα υπερβαίνει κρίσεις και «μεγαλώνει»· ουσιαστικά, ήταν μια ένδειξη ότι η πόλη παραμένει ίδια.
Win-win
Αμφότεροι οι πολιτικοί βγήκαν κερδισμένοι, γιατί και τα δύο δολώματα λειτούργησαν. Η σεληνιασμένη Αριστερά έλαβε το μήνυμα της πολιτικοποιημένης παράστασης και έσπευσε στο Σύνταγμα για να ανεμίσει τις παλαιστινιακές σημαίες της. Κατά έναν τρόπο, το έκανε λιγότερο υπέρ του εαυτού της και περισσότερο κατά των αντιπάλων της· τους έστειλε έτσι ένα μήνυμα: Μπορεί να μην έχουμε κοινοβουλευτική ισχύ, αλλά κοιτάξτε μας! Το Σύνταγμα απόψε είναι δικό μας! Οι λιγότερο ευάλωτοι στη σχετική προπαγάνδα (και περισσότερο ευάλωτοι στα κελεύσματα της εμπορικής κουλτούρας) ακολούθησαν την πρόταση Χαρδαλιά για μία εκδήλωση που θα τους έδινε ό,τι και το μέσο νυχτερινό κέντρο, αλλά χωρίς το αντίστοιχο κόστος. Εδώ το μήνυμα είναι γενικότερο και πιο απρόσωπο: η νέα εποχή του Πεδίου του Αρεως είναι η παλιά εποχή της Ιεράς Οδού· στην Ελλάδα τίποτα δεν αναπλάθεται χωρίς να υπονομευθεί και λίγο.
Ενα άλλο ταλέντο
Πέρα από την πολιτική σημειολογία, όμως, έχει ενδιαφέρον και η καλλιτεχνική. Η εκδήλωση στο Σύνταγμα ήταν ένα γλαφυρό δείγμα του επιτυχημένου μάρκετινγκ που έχει καταστρώσει ο αεικίνητος Φοίβος Δεληβοριάς για τον εαυτό του: είναι, για παράδειγμα, άξιο απορίας –αλλά και θαυμασμού!– πώς ένας καλλιτέχνης με περιορισμένο αποτύπωμα στην αγορά, στα καλλιτεχνικά πράγματα και στην εκτίμηση του ευρέος κοινού, κατάφερε να τοποθετήσει κάτω από τις στοργικές (αλλά και πρωταγωνιστικές!) φτερούγες του καλλιτέχνιδες πολύ πιο επιτυχημένες από τον ίδιο, όπως είναι η Μάρθα Φριντζήλα και η Νατάσσα Μποφίλιου. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτη η ικανότητα ενός καλλιτέχνη που βασίζει τη δημόσια εικόνα του στο αφήγημα του αντισυστημισμού του, να βρίσκεται μονίμως στο κέντρο του συστήματος (πότε με εκπομπές στην κρατική τηλεόραση, πότε με συνεντεύξεις σε όλα τα μέινστριμ Μέσα, πότε με εκδηλώσεις δημόσιου χαρακτήρα σαν την πρωτοχρονιάτικη). Η αλλαγή του χρόνου σίγουρα ανέδειξε το ταλέντο του δημιουργού, το οποίο ωστόσο μάλλον δεν είναι αυτό που νομίζει.
Η αρχαϊκή κόντρα
Από την πλευρά του Πεδίου του Αρεως, η παρουσία του Χρήστου Μάστορα πυροδότησε την αναβίωση ενός μεταπολιτευτικού αξιακού διπόλου, που τα τελευταία χρόνια είχε παραγκωνιστεί ως παρωχημένο: η «κουλτούρα» εναντίον του «συρμού»· το έντεχνο εναντίον του εύπεπτου. Την κόντρα ευνόησε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του τραγουδιστή στη βιογραφική ταινία «Υπάρχω» για τον Στέλιο Καζαντζίδη, η επιτυχία και τα εξωσινεματικά συμφραζόμενα της οποίας έχουν ενισχύσει τη δημοτικότητα του Μάστορα, χορηγώντας του περιωπή αντιπάλου. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο ότι ο «εμπορικός» τόλμησε να προκαλέσει αθέμιτο ανταγωνισμό στη σεπτή μουσικοθεατρική περφόρμανς του Συντάγματος (που όποιος δεν τη βρίσκει τρομερά χιουμοριστική και εμπνευσμένη χαρακτηρίζεται εγκάθετος, δεξιός, ίσως και φασίστας!). Είναι κι ότι ο Χρήστος Μάστορας τυχαίνει να είναι πιο επίκαιρος από τους «ανταγωνιστές» του. Συζητιέται περισσότερο και δη για έναν κανονικό κινηματογραφικό ρόλο, όχι για έναν «αγωνιστικό» ρόλο που επιχειρεί να κρύψει ότι είναι ρόλος.
Νικήτρια ευκολία
Οι πολιτικοί έμειναν ικανοποιημένοι: τα σόου τους είχαν επιτυχία. Οι καλλιτέχνες πέτυχαν και αυτοί τον σκοπό τους: οι μεν φόρεσαν τις μαντίλες τους και συγκίνησαν το συγγενές πλήθος, ο δε έβαλε το κοστούμι της πίστας και κεφαλαιοποίησε το πλεονέκτημα που του δίνει η ταυτόχρονη, πολυπρισματική εμφάνισή του στην τηλεόραση, στα περιοδικά, στα κουτσομπολίστικα σάιτ, στο σινεμά και στα μπουζούκια. Οι Αθηναίοι έκαναν με τη σειρά τους το κέφι τους: παιάνες για φουσκωμένα εγώ από τη μία, αμφιβόλου εορταστικού πνεύματος ύμνοι του Καζαντζίδη (ναι, ακούστηκε το «Αγριολούλουδο»!) από την άλλη. Νικήτρια βέβαια βγήκε μάλλον η ευκολία: η ευκολία με την οποία οι αιρετοί κάνουν παλαιοπολιτικά παιχνίδια με στερεότυπα λαϊκά αντανακλαστικά, η ευκολία με την οποία κάποιοι καλλιτέχνες αναζητούν ταπεινά κέρδη σε ιδεολογικά στρατόπεδα, η ευκολία με την οποία οι πολίτες σπεύδουν να θεμελιώσουν την ταυτότητά τους στα στρατόπεδα αυτά. Κατά τ' άλλα, ο χρόνος υποτίθεται πως άλλαξε.