Οι προσφεύγοντες ζητούν να μπλοκάρει το ΣτΕ την ίδρυση και λειτουργία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), καθώς ισχυρίζονται πως αυτό αντιβαίνει σε συνταγματικές διατάξεις.
Στην μείζονα Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με πρόεδρο τον Μιχάλη Πικραμένο και με εισηγήτριες τις συμβούλους Επικρατείας Κωνσταντίνα Κονιδιτσιώτου-Κόλλια και Χριστίνα Μπολόφη, συζητήθηκαν τέσσερις αιτήσεις ακύρωσης, που είναι της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού ΑΕΙ (ΠΟΣΔΕΠ), καθηγητών των ΑΕΙ και Κολεγιών, οι οποίες στρέφονται κατά της υπουργικής απόφασης που εκδόθηκε, στο πλαίσιο των διατάξεων του νόμου 5094/2024, για την εγκατάσταση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Ο νόμος 5094/2024 ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με την αδειοδότηση της εγκατάστασης και λειτουργίας στην Ελλάδα παραρτημάτων αλλοδαπών, κρατικών ή ιδιωτικών Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (μητρικά ιδρύματα), τα οποία λειτουργούν με τη Μορφή Νομικών Προσώπων Ειδικού Σκοπού και καλούνται Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ). Αυτά είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δηλαδή οι μέτοχοι τους δεν λαμβάνουν μερίσματα, αλλά οι φοιτητές καταβάλλουν δίδακτρα.
Οι προσφεύγοντες ζητούν να μπλοκάρει το ΣτΕ την ίδρυση και λειτουργία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), καθώς ισχυρίζονται πως αυτό αντιβαίνει σε συνταγματικές διατάξεις.
Αναλυτικότερα, οι καθηγητές ΑΕΙ και η ΠΟΣΔΕΠ υποστηρίζουν, μεταξύ των άλλων, ότι οι ρυθμίσεις του ν. 5094/2024 παραβιάζουν το άρθρο 16 του Συντάγματος που προβλέπει την παροχή ανώτατης εκπαίδευσης αποκλειστικά από ΝΠΔΔ και καθηγητές που έχουν την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού, την απαγόρευση σύστασης ανώτατων σχολών από ιδιώτες και τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες.
Επίσης, υποστήριξαν ότι η λειτουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων υποβαθμίζει τις εγγυήσεις του άρθρου 16 του Συντάγματος σχετικά με την εξασφάλιση της υψηλής ποιοτικής στάθμης της ανώτατης εκπαίδευσης και την κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Τα Κολέγια υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι ο ν. 5094/2024 στρεβλώνει την ήδη διαμορφωθείσα αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών στη χώρα, δημιουργώντας παρόχους δύο ταχυτήτων και υποβαθμίζει τα Κολέγια σε παρόχους υπηρεσιών δεύτερης κατηγορίας, καθώς αναγνωρίζει άλλα νομικά πρόσωπα ως επίσημα «παραρτήματα» που χορηγούν πτυχία, τα οποία θα «ισχύουν αυτόματα» σαν να είχαν εκδοθεί από Ελληνικό ΑΕΙ, ενώ ο θεσπιζόμενος μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των ΝΠΠΕ περιορίζει δυσανάλογα τις κατοχυρούμενες στο ενωσιακό δίκαιο ελευθερίες της εγκαταστάσεως των αλλοδαπών κερδοσκοπικών εκπαιδευτηρίων και της επιχειρηματικής ελευθερίας των Κολεγίων ως εν δυνάμει συνεργατών των εκπαιδευτηρίων αυτών.
Κατά την μακρά ακροαματική διαδικασία αναπτύχθηκε από τους δικηγόρους αν πρέπει να γίνει δυναμική εξελικτική και διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος που αφορά την λειτουργία των Πανεπιστημίων, προκειμένου να μπορούν τα Πανεπιστήμια τρίτων χώρων να εγκατασταθούν και να λειτουργήσουν στην Ελλάδα ή αυτό είναι ένα άλμα που παραβιάζει τις συνταγματικές επιταγές.
Παράλληλα, επισημάνθηκε ότι με την λειτουργία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, οι καθηγητές των Κολεγίων θα γίνονται καθηγητές των ΑΕΙ και το επόμενο βήμα είναι να γίνουν μέλη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
Αναφέρθηκε, επίσης, ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος κάνει λόγο για δωρεάν παιδεία, αλλά με την λειτουργία των ιδιωτικών Πανεπιστημίων «το δωρεάν παιδεία θα γίνει επιχειρηματική παιδεία, οι φοιτητές θα είναι πελάτες και οι καθηγητές, ιδιωτική καθηγητές και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε μόνο Δημόσια Πανεπιστήμια». Και προσέθεσαν ότι στην προκειμένη περίπτωση «υπερέχει το δημόσιο συμφέρον». Ακόμη, οι προσφεύγοντες στο ΣτΕ ζήτησαν να σταλεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.
Αντίθετα, υποστηρίχθηκε από την άλλη πλευρά ότι το κρατικό μονοπώλιο στον τομέα της εκπαίδευσης έχει παύσει να υπάρχει πλέον λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έτσι η διασυνοριακή εγκατάσταση αλλοδαπών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα είναι δυνατή. Επιπρόσθετα, είναι δυνατή η εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, καθώς έχει ξεπεραστεί ο συνταγματικός σκόπελος, αφού τώρα τα αλλοδαπά Κολλέγια που λειτουργούν στην χώρα μας παρέχουν πτυχία επαγγελματικών δικαιωμάτων, τα οποία απαιτούν πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Μάλιστα, επισημάνθηκε ότι 40.000 Έλληνες ξενιτεύονται και φοιτούν σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ με την λειτουργία των αλλοδαπών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα θα σταματήσει η αιμορραγία να βγαίνουν κεφάλαια στο εξωτερικό, καθώς οι φοιτητές θα εγγράφονται στα παραρτήματα των αλλοδαπών Πανεπιστημίων που θα λειτουργούν στην χώρα μας.
Τονίστηκε, επίσης, ότι τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια δεν θίγουν την λειτουργία των κρατικών και δεν θα εξαλειφθεί το κρατικό μονοπώλιο των Ελληνικών ΑΕΙ, το οποίο θα εξακολουθεί να ισχύει.
Ακόμα, αναφέρθηκε ότι η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 16 επιτρέπει την παροχή εκπαίδευσης και από μη κρατικά Πανεπιστήμια, καθώς το άρθρο αυτό δεν κλείνει τις πόρτες στην Ευρώπη.
Στο ΣτΕ ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών μετά από αίτηση ακύρωσης
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν πως με τον επίμαχο νόμο τροποποιείται πλήρως ο θεσμός της οικογένειας και στάθηκαν κατά του δικαιώματος τεκνοθεσίας
Το ζήτημα του γάμου ομόφυλων ζευγαριών απασχόλησε την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έπειτα από αίτηση ακύρωσης τριών σωματείων κατά του νόμου 5089/2024 με τον οποίο θεσπίστηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα σύναψης γάμου για πρόσωπα του ίδιου φύλου.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν πως με τον επίμαχο νόμο τροποποιείται πλήρως ο θεσμός της οικογένειας. «Δεν μπορεί να εννοεί άλλου είδους οικογένεια από εκείνη που όρισε από αιώνες η φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αναπαράγεται και πολλαπλασιάζεται μόνο με την ένωση ανδρός και γυναικός και ποτέ με την ένωση ανθρώπων ιδίου φύλου» σημείωσαν οι δικηγόροι των σωματείων.
Μάλιστα, στάθηκαν κατά του δικαιώματος τεκνοθεσίας λέγοντας πως «η υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα έγγαμα ζευγάρια στερεί από τα παιδιά αυτά το δικαίωμα να ανατρέφονται σε οικογένεια με μητέρα και πατέρα, θέτοντας αυτά σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα παιδιά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς».
Υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης έκανε την πρώτη παρέμβασή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) χαρακτηρίζοντας την προσφυγή αβάσιμη και απαράδεκτη. «Η ρύθμιση εγγυάται την αναγνώριση σχέσης παιδιού και μη βιολογικού γονέα. Το σύμφωνο συμβίωσης αφήνει αρρύθμιστη τη σχέση με το παιδί. Η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου και η θεσμοθέτηση σχέσης μεταξύ των γονέων και των τέκνων του συμβάλλει στην προστασία στην ανθρώπινης ζωής και στην προστασία του θεσμού της οικογένειας».
Το Δημόσιο υπεραμύνθηκε της ρύθμισης εξηγώντας πως με αυτόν τον τρόπο υλοποιούνται οι συνταγματικές επιταγές της ισότητας και του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. «Είναι σύμφωνη με τη νομολογία του ΔΕΕ και δεν παρεμβαίνει στα ζητήματα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας. Αποβλέπει και αποσκοπεί στην προστασία των παιδιών που αναγνωριζόταν ως παιδιά του ενός μέλους της οικογένειας».
Η Ολομέλεια του ΣτΕ επιφυλάχθηκε και εδώ, να εκδώσει την απόφασή της.