Η διαχρονική κρίση ταυτότητας των Γερμανών

Συνάντησα τον Ντίτερ Μπορχμάιερ στο Μόναχο, μόλις είχε επιστρέψει από τη Χαϊδελβέργη. Στο ιστορικό πανεπιστήμιο της πόλης, το αρχαιότερο της Γερμανίας και ένα από τα παλαιότερα της Ευρώπης, μεταβαίνει για μια σειρά από «παραδόσεις πολιτισμικής θεωρίας». Βασικό θέμα του είναι η διαχρονική αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας που πραγματεύεται στο τελευταίο, ογκώδες έργο του «Τι είναι γερμανικό;» («Was Ist Deutsch?», εκδ. Rohwohlt, Berlin 2017).

Το ερώτημα «τι είναι γερμανικό;» είναι κεφαλαιώδους σημασίας και από μόνο του αποτελεί μια γερμανική ιδιαιτερότητα. «Τι είναι γαλλικό, τι είναι ιταλικό; Αυτό δεν τίθεται ως ερώτημα, ούτε τι είναι ελληνικό» εξηγεί ο Ντίτερ Μπορχμάιερ. Τίθεται όμως για τους Γερμανούς, διότι δεν έχουν πραγματικά καθαρή εικόνα για την ταυτότητά τους. Αποτυπώνεται και στην επίκαιρη, δημόσια συζήτηση περί «καθοδηγητικής κουλτούρας» που πυροδοτήθηκε εκ νέου εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης και των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που ήρθαν στη Γερμανία.

Αυτή η γερμανική ιδιαιτερότητα έχει ιστορικές ρίζες: Η Γερμανία απέκτησε οντότητα κράτους-έθνους μόλις το 1871, βιώνοντας για μεγάλο διάστημα πριν αλλά και στη συνέχεια έναν διχασμό, σαφή διαχωρισμό μεταξύ πολιτικής - κρατικής συγκρότησης και πολιτισμικής ταυτότητας. «Γερμανία; Δεν γνωρίζω πού βρίσκεται αυτή η χώρα» έγραφε ο Φρίντριχ Σίλερ που μαζί με τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε αποτέλεσαν τους θεμελιωτές της πνευματικής ταυτότητας των Γερμανών στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα. «Πίστευαν ακράδαντα ότι οι Γερμανοί θα έπρεπε να υπερβούν την εθνική διάσταση, να αυτοπροσδιοριστούν ως κοσμοπολίτες, να διαμορφώσουν μια γερμανική ταυτότητα βασισμένη σε οικουμενικές, πανανθρώπινες αξίες, όχι περιχαρακωμένη σε ένα έθνος-κράτος» λέει ο Μπορχμάιερ. Ηταν ο κοσμοπολιτισμός της γερμανικής διανόησης κόντρα στον ανερχόμενο εθνικισμό του γερμανικού Ράιχ, από τον Σίλερ και τον Γκαίτε μέχρι τον Νίτσε και τον Τόμας Μαν.

Ο Τάκιτος και οι «γερμανικές αρετές»

Πώς έφτασε όμως η Γερμανία από «χώρα ποιητών και φιλοσόφων» να προσδιορίζεται με τις «γερμανικές αρετές», όπως αξιοπιστία, εργατικότητα, παραγωγικότητα, πίστη; «Είναι ένας κατάλογος υποδεέστερων, δευτεροκλασάτων αξιών» λέει ο Μπορχμάιερ, τις οποίες χρωστούν οι Γερμανοί στον Τάκιτο και το έργο του «Germania». Ενα χειρόγραφο του άγνωστου μέχρι τότε έργου «ξεθάφτηκε» τον 15ο αιώνα, στο οποίο ο Τάκιτος πρότεινε αυτές τις αξίες ως αντιστάθμισμα στην παρακμιακή Ρώμη. Εκτοτε οι αξίες αυτές απέκτησαν τον επιθετικό προσδιορισμό «γερμανικές». Αλλά πρόκειται για «δευτερογενείς αξίες» που χαρακτήριζαν τα αστικά στρώματα της εποχής, εξηγεί ο Μπορχμάιερ. «Ενας Γάλλος δεν θα φανταζόταν ποτέ να αυτοπροσδιοριστεί εθνικά με όρους όπως εργατικός, συνεπής, έντιμος, πιστός, παραγωγικός κ.λπ.» λέει ο ιστορικός.

Ο γαλλικός εθνικός χαρακτήρας καθορίστηκε από την αριστοκρατική παράδοση, η οποία δεν γνώριζε τέτοιες «αστικές», «λαϊκές» αξίες. «Με εντιμότητα ένας γάλλος αριστοκράτης δεν είχε καμία πιθανότητα επιβίωσης στην Αυλή, έπρεπε συνεχώς να ελίσσεται» λέει ο Μπορχμάιερ, σημειώνοντας ότι και στην αρχαία Ελλάδα η «ασχολία» δεν ήταν υπόθεση των ευγενών αλλά των δούλων. Αυτή η παλιά τάξη πραγμάτων αντικαταστάθηκε πλήρως από τον γερμανικό αξιακό κώδικα, ο οποίος συνεχίζει να συνδέεται και σήμερα με τους Γερμανούς.
Η αυτονόμηση του «καθαρού πνεύματος»

Ο γερμανικός διαχωρισμός μεταξύ του πολιτικού, με την έννοια του κρατικού, και πολιτισμού ήταν η αυτονόμηση της πνευματικότητας, του «καθαρού» πνεύματος το οποίο δεν είναι στην υπηρεσία οιουδήποτε σκοπού. Είναι αυτοσκοπός. Η φιλοσοφία, η μουσική, η ποίηση δεν υπάρχουν για να υπηρετούν έναν αλλότριο σκοπό ή κοινωνικό στόχο. Η περίφημη ρήση του Ρίχαρντ Βάγκνερ «γερμανικό σημαίνει να γίνεται κάτι ως αυτοσκοπός» αποδίδει αυτή την αυτονόμηση της διανόησης, που ήταν πολύ σημαντική και για την πανεπιστημιακή κοινότητα της εποχής.
«Οι Γερμανοί αναζητούσαν πάντα στους άλλους τη δική τους ταυτότητα» λέει ο Μπορχμάιερ. Ετσι εξηγείται η μεγάλη λατρεία για την Ιταλία και οι «αποικίες» γερμανών καλλιτεχνών στην Ιταλία.

Ακόμα σημαντικότερη για τη διαμόρφωση της γερμανικής ταυτότητας ήταν η «ελληνολατρεία», στην οποία ο Μπορχμάιερ αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο. «Η Ιφιγένεια του Γκαίτε είναι μια ελληνοντυμένη Γερμανίδα που αναζητεί τη χώρα των Ελλήνων με το πνεύμα. Αυτό καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τους γερμανούς διανοουμένους και καλλιτέχνες, σε σημείο που να πιστεύουν ότι οι Γερμανοί είναι ο διάδοχος λαός των αρχαίων Ελλήνων» λέει ο ιστορικός. Ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα του Φρίντριχ Χέλντερλιν «Υπερίων» είναι επίσης ένας «μεταμφιεσμένος Γερμανός». Ο Βίλχελμ Μίλερ με τα ελληνικά ποιήματα, γνωστός από το «Χειμερινό ταξίδι» του Σούμπερτ, ήταν ο «Ελληνας-Μίλερ».

Οι «γκρεκομανείς» Γερμανοί

Η αρχαία ελληνική πόλις έγινε πρότυπο των Γερμανών για τις δικές τους πόλεις. Με το ανθρωπιστικό - πολιτικό ιδανικό της αρχαιοελληνικής πόλεως προέκυψαν η «Βαϊμάρη - Αθήνα του Ιλμ», η «Χαϊδελβέργη - Αθήνα του Νέκερ», το «Μόναχο - Αθήνα του Ιζαρ». «Το γεγονός ότι εκείνη την εποχή οι Γερμανοί ταξίδευαν μεν στην Ιταλία, αλλά δεν μπορούσαν να ταξιδεύσουν στην Ελλάδα, οδήγησε στη δημιουργία μιας "φαντασιακής" Ελλάδος, η αναζήτηση της οποίας έχει τεράστια σημασία για τη συγκρότηση της ταυτότητας των Γερμανών» λέει ο Μπορχμάιερ. Η γερμανική διανόηση είχε σημείο αναφοράς την ελληνική και όχι τη γερμανική μυθολογία και τον Βόταν, θεό του πολέμου και πατέρα όλων των γερμανικών θεών. Οπως σημειώνει ο ιστορικός, «ο Γκέτε, ο Χέγκελ δεν ήθελαν να ξέρουν για τα κουλτ των Γερμανών, οι πρόγονοί μας - έλεγαν - δεν είναι οι Γερμανοί, αλλά οι Ελληνες. Προτιμάμε τον Δία από τον Βόταν».

Στη βάση αυτήν αναπτύχθηκε και ο γερμανικός φιλελληνισμός, η μεγάλη συμπάθεια για τη σύγχρονη τότε υποδουλωμένη Ελλάδα και η στήριξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών. Ο Οθωνας δεν ξεπέρασε ποτέ την εκδίωξή του από την Ελλάδα, στο Μόναχο διοργάνωνε συνεχώς ελληνικές βραδιές, όπου επιτρέπονταν μόνον τα ελληνικά. Ο πατέρας του, ο «γκρεκομανής» βασιλιάς Λουδοβίκος 1ος, ελληνοποίησε μάλιστα και το όνομα της Βαυαρίας: στη λέξη «Baiern» αντικατέστησε το «i» με το ελληνικό «y» - Βayern -, το επίθετο «μπάιερις» (bayerisch) αντί του «μπάιρις» (bairisch) χρησιμοποιείται και σήμερα. Στους «γκρεκομανείς» ανήκε και ο Βίλχελμ φον Χούμπολτ, ο θεμελιωτής του γερμανικού γυμνασίου και του γερμανικού πανεπιστημίου.

Το άγος του «Γ΄ Ράιχ»

«Σήμερα έχουμε τη Γερμανία – αύριο ολόκληρο τον κόσμο»: ήταν ένας από τους ύμνους των Εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ. Ηθελαν να κατακτήσουν όχι μόνο τα εδάφη, αλλά και την πολιτιστική παράδοση, πρωτίστως την ελληνική. Η λατρεία του σώματος ήταν κακή απομίμηση της αρχαιοελληνικής παράδοσης, γι' αυτό ήταν τόσο σημαντικοί για τον Χίτλερ οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Αλλά δεν είχαν σχέση με τους αρχαιοελληνικούς Ολυμπιακούς, στην οποία η σωματική επίδοση ήταν ενσωματωμένη σε ένα γενικό, πνευματικό σύνολο.

«Σε αυτό αυτό οι ναζί δεν είχαν κανέναν σεβασμό, όπως φαίνεται από τις καταστροφές και βιαιοπραγίες στην κατοχή της Ελλάδος» λέει ο Μπορχμάιερ. Ο εθνικοσοσιαλισμός κατέστρεψε όλες τις καλές παραδόσεις των Γερμανών. Γι' αυτό και το άγος του «Γ' Ράιχ» ρίχνει και σήμερα βαριά σκιά, σε σημείο να μην τολμούν να ομολογήσουν καν ότι είναι Γερμανοί. «Με το Γ' Ράιχ η Γερμανία έπαψε να είναι η χώρα των ποιητών και φιλοσόφων» διαπιστώνει με πικρία ο ιστορικός. Ελπίζει όμως ότι κάποια στιγμή η Γερμανία θα επιστρέψει στη μεγάλη πολιτιστική, φιλοσοφική της παράδοση.
«Σε αυτό», λέει ο Μπορχμάιερ κλείνοντας τη συζήτησή μας, «ήθελα να συμβάλω και με το βιβλίο μου».

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline