Εχουμε πάντως μπροστά μας μία εβδομάδα μέχρι την ορκωμοσία Μπάιντεν και μπορεί να ζήσουμε και άλλες ακραίες καταστάσεις. Από την αυτοαπονομή προεδρικής χάρης στον ίδιο τον πρόεδρο Τραμπ, μέχρι την κίνηση της διαδικασίας της 25ης τροποποίησης (amendment) για τη διαπίστωση της αδυναμίας του προέδρου να ασκεί τα καθήκοντά του τις τελευταίες ημέρες της θητείας του.
Η κατάληψη της έδρας του Κογκρέσου των ΗΠΑ και η παρεμπόδιση της κοινής συνεδρίασης των σωμάτων του για την πιστοποίηση της αυθεντικότητας και την καταμέτρηση των ψήφων των εκλεκτόρων των Πολιτειών βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με τη συγκέντρωση των οπαδών της θεωρίας της εκλογικής συνωμοσίας εις βάρος του που οργάνωσε και εμψύχωσε με ακραίο διχαστικό λόγο ο κ. Τραμπ. Αυτός τούς παρακίνησε απροκάλυπτα να αποτρέψουν την «κλοπή της βέβαιης εκλογικής νίκης του», ιδίως όταν απέτυχε να πείσει τον αντιπρόεδρο Πενς να καταλύσει το Σύνταγμα των ΗΠΑ και να αλλοιώσει τη βούληση του εκλογικού σώματος και των εκλεκτόρων των Πολιτειών.
Ελπίζω ότι θα διερευνηθεί δικαστικά εις βάθος η ροή των γεγονότων. Αυτό που συνέβη προφανώς δεν είναι στρατιωτικό πραξικόπημα που οργανώθηκε με πιθανότητες επιτυχίας. Είναι όμως μια ατελέσφορη και κωμικοτραγική εξέγερση που κατέστη πολιτικό πραξικόπημα επειδή προκλήθηκε και καθοδηγήθηκε από τον ίδιο τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ. Το γεγονός ότι ο κ. Τραμπ δεν έχει καμία απολύτως αίσθηση της θεσμικής του θέσης και των ορίων της συμπεριφοράς του και κάνει βλακώδεις επιλογές δεν του στερεί – μέχρι στιγμής – την ιδιότητα του αρχηγού του κράτους, του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας και του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων. Αυτός – σίγουρα ως ηθικός, ενδεχομένως και ως φυσικός αυτουργός – οργάνωσε τη βίαιη παρεμπόδιση της λειτουργίας του Κογκρέσου έστω για ένα λεπτό. Κατά μείζονα λόγο αυτό ισχύει όταν η διακοπή διήρκεσε πολλές ώρες, συνοδεύθηκε με την άσκηση βίας και είχε ως αποτέλεσμα τον βίαιο θάνατο τουλάχιστον ενός ανθρώπου. Με ευρωπαϊκούς ηπειρωτικούς όρους πρόκειται για ακραία και πρόδηλη περίπτωση εσχάτης προδοσίας που έπληξε καίρια το διεθνές κύρος των ΗΠΑ και την αξιοπιστία της αμερικανικής δημοκρατίας.
Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου δεν είναι γενικά ένας λαϊκίστικος παροξυσμός. Ο λαϊκισμός είναι φαινόμενο πολλαπλών μορφών. Υπάρχουν μορφές λαϊκισμού που είναι «προοδευτικές», ακόμα και «αντιτραμπικές» στις ΗΠΑ. Υπάρχουν μορφές λαϊκισμού που φλερτάρουν με την αμφισβήτηση των δημοκρατικών θεσμών όταν νιώθουν ότι αυτοί λειτουργούν ως φραγμοί. Δεν οδηγούνται όμως αυτόματα σε πράξεις πολιτικής βίας και εσχάτης προδοσίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες εκδοχές της «μη φιλελεύθερης» ή και «αυταρχικής» δημοκρατίας που επικαλούνται την εκλογική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία τους, ακόμη καλύτερα της «υπερπλειοψηφίας» που λύνει τα χέρια τους για συνταγματικές αλλαγές. Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου είναι η ακραία εκδήλωση του «τραμπισμού» που έχει πλέον ιδιαίτερη θέση στην τυπολογία των πολιτικών συμπεριφορών, σε συνδυασμό με τον ρόλο που παίζουν όχι μόνο οι καταστάσεις αλλά και τα πρόσωπα στην εξέλιξη της Ιστορίας. Χρειαζόταν επιπλέον να υπάρχουν τα ιδιαίτερα αμερικανικά προβλήματα «συνταγματικής μηχανικής». Τα γεγονότα είναι κυρίως η πλήρης αποκάλυψη του βαθύτερου προβλήματος της αμερικανικής κοινωνίας και κατ' ακολουθία της αμερικανικής δημοκρατίας.
Τα μεγάλα και οριακά προβλήματα της σύγχρονης συνταγματικής, αντιπροσωπευτικής και φιλελεύθερης δημοκρατίας δεν είναι πρωτίστως θεσμικά, αλλά κοινωνικά και αξιακά. Η αμερικανική κοινωνία είναι βαθιά διχασμένη, μορφωτικά, εισοδηματικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά, και αυτό κατέστη εμφανές στο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου. Διχασμένες είναι όμως και σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σημαντικά τμήματά τους νιώθουν εγκλωβισμένα όχι μόνο στο κομματικό και γενικότερα το πολιτικό σύστημα αλλά και στο σύστημα διακυβέρνησης. Είναι έκδηλες η ανασφάλεια, η κόπωση, η αίσθηση ματαιότητας της πολιτικής συμμετοχής, η υποαντιπροσώπευση. Αυτό είναι το υπόστρωμα στο οποίο ευδοκιμούν ο λαϊκισμός, η ροπή στον δημοκρατικά νομιμοποιημένο αυταρχισμό, η απαξίωση των φιλελεύθερων εγγυήσεων, οι θεωρίες και τα κινήματα ταυτοτικής καθαρότητας που τροφοδοτούν τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, το κοινωνικό μίσος, την εχθρότητα απέναντι στο διαφορετικό.
Η λειτουργία της δημοκρατίας στην ίδια τη Δύση προκαλεί διαρκώς φόβο στους πιο μαχητικούς, σταθερούς, ορθολογικούς, ανεκτικούς και ανοιχτόμυαλους πολίτες. Κάθε φορά που διεξάγεται μια εκλογική διαδικασία και, πολύ περισσότερο, ένα κρίσιμο δημοψήφισμα, υπάρχει ο φόβος ότι το αποτέλεσμα μπορεί να σημάνει την κάμψη των κατακτήσεων και των εγγυήσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό είναι το δημοκρατικό παράδοξο. Στον ευρωπαϊκό μάλιστα χώρο η αγωνία για την προοπτική της φιλελεύθερης δημοκρατίας ταυτίζεται με την αγωνία για την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η δυτική δημοκρατία δεν λειτουργεί συμπεριληπτικά. Ανά πάσα στιγμή διατρέχει τον κίνδυνο της αυτοϋπονόμευσής της.
Οι θεσμοί δοκιμάζονται διαρκώς και ευτυχώς σε γενικές γραμμές ακόμη αντέχουν. Επιπλέον η φιλελεύθερη δημοκρατία, στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι εξοπλισμένη με διεθνείς μηχανισμούς προστασίας στο επίπεδο της ΕΕ και των αξιών της ή του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΣΔΑ. Οι ΗΠΑ, αντιθέτως, διεκδικούν για τον εαυτό τους τον ρόλο του διεθνούς παρατηρητή, ελεγκτή και ενίοτε υπερασπιστή της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και τώρα εκτίθενται γιατί παράγουν δημοκρατική διακινδύνευση στο εσωτερικό τους. Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου έβλαψαν καίρια την αμερικανική ηγεμονία σε μια περίοδο που η συνάφεια αυτής της ηγεμονίας με τη δημοκρατία είναι πολύ σημαντική για τις σχέσεις με την Κίνα και τη Ρωσία, αλλά και για την ανασύσταση της Δύσης ως στρατηγικής οντότητας βασισμένης στην ευρωατλαντική συνεργασία.
Μια σοβαρή συνεπώς συζήτηση για την αντοχή, την ανθεκτικότητα και το μέλλον της δυτικής δημοκρατίας δεν μπορεί να είναι πρωτίστως ή μόνο θεσμική. Πρέπει να είναι βαθιά πολιτική, δηλαδή κοινωνική, αναπτυξιακή, αξιακή και βεβαίως διεθνοπολιτική.
Επιπλέον, όπως σημειώθηκε, στις 6 Ιανουαρίου φάνηκε ότι ο ρόλος των προσώπων είναι πάντα σημαντικός. Αρκεί να φανταστούμε τι θα συνέβαινε αν ο αντιπρόεδρος Πενς που τώρα γράφτηκε θετικά στην ιστορία των αμερικανικών θεσμών μοιραζόταν τις αντιλήψεις και τη θεσμική αισθητική του προέδρου Τραμπ. Τώρα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα καλείται να απαντήσει καθαρά στο δίλημμα που απάντησε ο αντιπρόεδρος Πενς.
Φάνηκε επίσης η σημασία της «συνταγματικής μηχανικής» και της ύπαρξης ενός γραπτού, αυστηρού και κωδικοποιημένου Συντάγματος που ρυθμίζει με σαφήνεια κομβικά ζητήματα της δημοκρατικής διαδικασίας, εκλογικής και κοινοβουλευτικής. Δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία των πολιτικών παραδόσεων και των «συνταγματικών συνθηκών» («συνθηκών του πολιτεύματος»). Οταν όμως το συνταγματικό κείμενο με τις διατυπώσεις ή τις σιωπές του επιτρέπει να υποστηριχθούν προσχηματικά βαθιά αντιδημοκρατικές απόψεις, χρειάζεται να υπάρχουν πολύ ισχυρά κοινοβουλευτικά και δικαστικά αντίβαρα. Ο κίνδυνος της θεσμικής και πολιτικής ακρότητας μπορεί να διαβρώσει και τις κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες και τη σύνθεση ανωτάτων ή συνταγματικών δικαστηρίων. Στις ΗΠΑ η δραματική εμπειρία της 6ης Ιανουαρίου πρέπει να προκαλέσει μια σοβαρή συζήτηση για τη «συνταγματική μηχανική» της προεδρικής εκλογής και ιδίως για την απλούστευση και τη διαφάνεια της εκλογικής διαδικασίας.
Το θεμελιώδες συνεπώς δίδαγμα της 6ης Ιανουαρίου είναι πως το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας προϋποθέτει ότι οι πολίτες δεν θα θεωρούν τίποτα γύρω από αυτήν αυτονόητο και δεδομένο. Δεν υπάρχει ούτε δημοκρατική επανάπαυση ούτε δημοκρατική ρουτίνα.
Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην υπουργός Εξωτερικών – καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ.