Εγινε πλήρως αποδεκτό να μπορείς να βρίσεις ή και να γιαουρτώσεις έναν πολιτικό. Δεν ήταν πια ταμπού. Ξαφνικά μπορούσες να «συναντήσεις» και άλλους οργισμένους συμπολίτες σου και να μοιραστείς την οργή σου. Οχι στο καφενείο, όπως παλιά, αλλά στο Facebook. Εκεί όπου τίποτα δεν εθεωρείτο ακραίο ή ταμπού. Οσο πιο «παλαβό» και άγριο, τόσο το καλύτερο.
Το Facebook και το YouTube σού άνοιγαν, σχεδόν αναγκαστικά, νέους δρόμους. Εμπαινες εσύ να ψάξεις κάτι, και δίπλα σού πρότειναν να δεις ένα βίντεο που προπαγάνδιζε ακραίες απόψεις και κάποια θεωρία συνωμοσίας. Οι μεγάλες εταιρείες το έκαναν για να βγάλουν χρήματα και επειδή μπορούσαν να μετρήσουν τον θυμό σου. Ηξεραν πού να βρουν τους πελάτες, πού να τους στείλουν και τι να τους ταΐσουν. Δεν τους ενδιέφερε καθόλου αν το δικό τους κέρδος ροκάνιζε τη δημοκρατία, αν διακινούσαν μίσος και τυφλό φανατισμό, αν οδηγούσαν κάποιους απελπισμένους ανθρώπους σε πράξεις βίας. Ολα έβγαζαν νόημα.
Το μνημόνιο ήταν μια καλά ενορχηστρωμένη απάτη γιατί κάποιοι κέρδισαν χρήματα από αυτό, γιατί οι Γερμανοί ήθελαν τα πετρέλαια του Αιγαίου, γιατί, γιατί... Λύσεις επίσης υπήρχαν, αλλά κάποιοι τις έκρυβαν. Υπήρχαν φθηνά λεφτά να δανειστούμε, ακόμη και το ομόλογο της Ανατολής. Στο ερώτημα γιατί να επιλέξει να αυτοκτονήσει ένα πολιτικό σύστημα ακολουθώντας ένα σχέδιο αυτοανατίναξης, απάντηση δεν υπήρχε. Και δεν ενδιέφερε και κανέναν, εδώ που τα λέμε. Σημασία είχε ότι είχαμε βρει τον «παράδεισο»: φτηνή, φαινομενικά πειστική συνωμοσιολογία.
Εν τω μεταξύ, κάποιοι φρόντισαν και αποδόμησαν με πάθος και λύσσα τα μέσα ενημέρωσης. Ηταν όλα, αδιακρίτως, πουλημένα, και τους έλεγαν ψέματα, μόνο ψέματα. Οι αμαρτίες τους ήταν όντως πολλές. Αλλά ο κόσμος του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν ήταν ούτε πιο αγγελικός ούτε, πολύ περισσότερο, πιο διαφανής. Κάθε άλλο.
Κάποιοι έχτισαν καριέρες. Χρησιμοποίησαν τις νέες τεχνικές επικοινωνίας και εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρον τον θυμό. Χωρίς όρια και χωρίς να τους ενδιαφέρει πού οδηγεί αυτός ο κατήφορος. Οταν ήλθαν στην κυβέρνηση, κατάλαβαν αυτό που λέμε πάντα, ότι όποιος ταΐζει το κτήνος του άγριου λαϊκισμού, στο τέλος, διαπιστώνει ότι θα δαγκώσει και εκείνον. Εχουν όμως ευθύνη, όπως και όσοι τάισαν κάποια στιγμή το ίδιο κτήνος με τη μορφή του... Βουκεφάλα.
Αυτά που άρχισαν εδώ το 2010-11 οδήγησαν σε όσα έγιναν προχθές στο Καπιτώλιο. Εμείς τα περάσαμε νωρίς. Με δεδομένη την οικονομική κρίση, δείξαμε τεράστια ωριμότητα και αντοχές. Χρειάζεται όμως προσοχή. Στην Αμερική λένε ότι ο Τραμπ έφυγε, αλλά ο τραμπισμός θα μείνει. Και εδώ λοιπόν στην Ελλάδα, ο «τραμπισμός» είναι απλωμένος παντού, με τη μορφή των θεωριών συνωμοσίας, της τυφλής οργής και αντισυστημικότητας. Το στουπί είναι αναμμένο ακόμη. Και η «καύσιμη ύλη», η απελπισία από τη νέα οικονομική κρίση και την πανδημία, είναι ακόμη μπόλικη και έτοιμη να ανάψει.