Eκτενές ρεπορτάζ στο Spiegel Online που υπογράφει ο Γιώργος Χρηστίδης αναφέρεται στον στόχο της ελληνικής κυβέρνησης να γίνουν μικρά νησιά ασφαλείς τουριστικοί προορισμοί το φετινό καλοκαίρι επιταχύνοντας τους εμβολιασμούς των ενήλικων κατοίκων τους, όπως συμβαίνει στην Αστυπάλαια.
«Υπέροχη φύση, καταγάλανα νερά, ασβεστωμένα σπίτια, άψογη κουζίνα και περίφημη φιλοξενία: Υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για να επισκεφθεί κανείς την Αστυπάλαια(...) Πλέον η μικροσκοπική Αστυπάλαια μπορεί να υπολογίζει σε ένα εντελώς διαφορετικό πλεονέκτημα για την αναζωογόνηση του τουρισμού της μετά από το περσινό καταστροφικό καλοκαίρι: από την αρχή της πανδημίας εδώ δεν υπήρξε ούτε ένα κρούσμα κορωνοϊού. Και το νησί σκοπεύει να μείνει έτσι με ένα πρόγραμμα μαζικών εμβολιασμών. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα στα μάτια εκατομμυρίων επίδοξων παραθεριστών που ανησυχούν να μην κολλήσουν κορωνοϊό στον τόπο των διακοπών τους».
Όπως σημειώνει το ρεπορτάζ «μικρά νησιά όπως η Αστυπάλαια έχουν προτεραιότητα στους εμβολιασμούς (...) Σε ορισμένα νησιά οι κάτοικοι έχουν εμβολιαστεί πλήρως και δεκάδες άλλα αναμένεται να ακολουθήσουν τις επόμενες εβδομάδες. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ένθερμα ότι αυτή η προτεραιότητα προκύπτει από πρακτικούς λόγους και δεν είναι τέχνασμα του μάρκετινγκ για τον τουρισμό. Θα ήταν ακριβότερο και αναποτελεσματικό να στέλνεται περισσότερες φορές ιατρικό προσωπικό στα δυσπρόσιτα ελληνικά νησιά για τον τακτικό εμβολιασμό των κατοίκων.»
Σε άλλο σημείο το ρεπορτάζ σημειώνει: «Για την Αστυπάλαια και άλλα ελληνικά νησιά είναι ζήτημα οικονομικής επιβίωσης. Το 60% του πληθυσμού της Αστυπάλαιας ζει από τον τουρισμό. Το 2019 το νησί υποδέχτηκε 34.000 τουρίστες – σχεδόν 30 φορές τον πληθυσμό του. Οι περισσότεροι είναι Έλληνες και έπονται Ιταλοί, Γάλλοι και Γερμανοί». Το ρεπορτάζ υπενθυμίζει επίσης ότι «όπως η Αστυπάλαια, έτσι και η υπόλοιπη Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της χώρας» και σημειώνει ότι «η Αθήνα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των χωρών που αξιώνουν ένα ευρωπαϊκό πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο θα διευκολύνει τα ταξίδια εντός της ΕΕ.» Δεδομένων όμως των αργών ρυθμών στην ΕΕ, το ρεπορτάζ αναφέρει, ότι η Ελλάδα καταρτίζει «σχέδια έκτακτης ανάγκης», συμπεριλαμβανομένων διμερών συμφωνιών με χώρες όπως το Ισραήλ, η Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία.
Ευρωπαϊκή επίθεση, κινεζική αντεπίθεση
Την επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ στην Κίνα για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων αλλά και τα κινεζικά αντίποινα σχολιάζει ο γερμανόφωνος τύπος. Η ελβετική Neue Zürcher Zeitung αναφέρει: «Το ότι η ΕΕ κατάφερε να τιμωρήσει (συμβολικά) τους υπεύθυνους είναι θετικό (...) Οι Κινέζοι γνωρίζουν καλά ότι η κοινή στάση των Ευρωπαίων επικαλύπτει μόνο προσωρινά τις βαθύτερες διαφορές τους. Με οικονομικά δέλεαρ θα μπορέσουν στην επόμενη ευκαιρία να αποξενώσουν την ασταθή συμμαχία. Αλλά τουλάχιστον είναι ευχάριστο ότι η ΕΕ έστω μια φορά μίλησε με κοινή φωνή.»
Η Süddeutsche Zeitung εστιάζει στην πλευρά του Πεκίνου: «Ως αντίδραση στις ευρωπαϊκές κυρώσεις (...) το Πεκίνο τιμωρεί ευρωπαίους πολιτικούς, επιστήμονες και ερευνητικά ιδρύματα. Οι κυρώσεις δεν πρέπει να θεωρηθούν ως απειλή εναντίον προσώπων. Αποτελούν επίθεση σε όλη την ΕΕ, στις θεμελιώδεις αξίες της και την ελευθερία. Το Πεκίνο κατηγορεί την ΕΕ ότι αμφισβητεί την κυριαρχία του. Στην πραγματικότητα, το κινεζικό καθεστώς προσπαθεί να αναγκάσει την ΕΕ να συμμετάσχει με βία και χειραγώγηση στη διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας. Η κλιμάκωση της διαμάχης πρέπει να λειτουργήσει ως αφύπνιση για την Ευρώπη. Η ΕΕ για πολύ καιρό είχε την ψευδαίσθηση μιας μέσης λύσης.»
O «αυταρχικός» Ερντογάν και οι «εχθροί» του
Την απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να αντικαταστήσει για 4η φορά μέσα σε λίγους μήνες τον πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας Νατζί Αγκμπάλ με τον πρώην βουλευτή του ΑΚΡ Σαχάπ Καβτζίογλου σχολιάζει η Handelsblatt: «O Eρντογάν πιστεύει ότι πρέπει να κάνει τα πάντα μόνος του για να είναι επιτυχής. Αυτό δεν είναι μόνο κάτι που φαίνεται αυταρχικό, έχει να κάνει και με τη διαρκή δυσπιστία του απέναντι σε πραγματικούς ή υποτιθέμενους εχθρούς. Στο εξωτερικό, στη χώρα του και ακόμη εντός του κόμματός του. Αλλά ακόμη χειρότερο είναι ότι οι ακανόνιστες πολιτικές του δεν λειτουργούν.Oι τιμές δεν σταθεροποιούνται με το χέρι του προέδρου, αλλά όταν παραγωγοί και καταναλωτές δεν έχουν διαρκώς την αίσθηση ότι όλα στο μέλλον θα είναι πιο ακριβά. Επιχειρηματίες και επενδυτές δεν θα έρθουν στην χώρα αν δεν γνωρίζουν πώς θα αλλάξουν οι συνθήκες. Ακόμη και οι εσπευσμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν βοηθούν. Μεταξύ άλλων αφορούν την παρακολούθηση στις αυξήσεις των τιμών (...) Αλλά τη μεγαλύτερη αύξηση στις τιμές προκαλεί ο ίδιος ο πρόεδρος».