Πήρε βέβαια από εκεί που έπρεπε τις σωστές απαντήσεις προς αποκατάσταση της ιστορίας και της αλήθειας. Προτού όμως επεκταθεί σε εξωραϊσμό της οικονομικής του πολιτικής, υποτιμώντας ως συνήθως όσους ανέλαβαν τη διακυβέρνηση μετά από αυτόν, του υπενθυμίζουμε τουλάχιστον δύο μελανά σημεία της πολιτικής του το 2000 και το 2004.
Παραβλέπουμε το γεγονός ότι η ένταξη της δραχμής στην Ευρωζώνη έγινε με λάθος ισοτιμία λόγω των παλινωδιών, πρώτα να υποτιμηθεί και μετά να ανατιμηθεί ώστε να χάσουμε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό όφελος που έβλαψε τις εξαγωγές μας. Επικεντρωνόμαστε σε αυτό που χαρακτηρίστηκε το 2000 ως «έγκλημα του Χρηματιστηρίου» και το άγχος της κυβέρνησης Σημίτη την περίοδο 1999-00 να εκμεταλλεύτηκε την ανοδική πορεία του Χρηματιστηρίου προκειμένου να δημιουργήσει μια πλασματική ευημερία προ των εκλογών του Απριλίου του 2000.
Δεν ξεχνούμε ότι όταν ανέβαινε τότε το ΧΑΑ το οικονομικό του επιτελείο και ο ίδιος το αποθέωναν: «Το Χρηματιστήριο πάει κανόνι και ό,τι να λένε ψηφίζει ΠΑΣΟΚ. Η Ελλάδα, το καλοκαίρι πλέον θα έχει ένα Χρηματιστήριο που θα το ζηλεύουν πολλά άλλα διεθνή Χρηματιστήρια» (Γ. Παπαντωνίου, 2/6/1999)». «Ο τζίρος του Χρηματιστηρίου θα είναι υψηλός και θα αποδώσει αυτά τα οποία έχουμε σχεδιάσει» (Κ. Σημίτης, 5/9/99, συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ)». Το πικρό αποτέλεσμα των επευφημιών αυτών ήταν ότι πληθώρα Ελλήνων αποταμιευτών παρασύρθηκε και αγόρασε όποια μετοχή ανέβαινε. Νομοτελειακά ήλθε η κατρακύλα και ο μεν θεσμός του Χρηματιστηρίου καταρρακώθηκε, πολλοί δε Έλληνες κατέγραψαν τεράστιες ζημιές. Μετά τις εκλογές, που κέρδισε ο κ. Σημίτης με μια ποσοστιαία μονάδα, δήλωνε «ας πρόσεχαν».
Το πιο μελανό σημείο όμως ήταν οι αποφάσεις για μαζικές αγορές «βαριών χαρτιών» από το ίδιο το Υπουργείο Οικονομικών. Μετοχές που αποτελούσαν το σημαντικότερο ποσοστό του Γενικού Δείκτη στο ΧΑΑ, όπως της Εθνικής και Εμπορικής τράπεζας, του ΟΤΕ και των ΕΛΠΕ χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου ο δείκτης να ανέβει, παρασύροντας έτσι τους ανυποψίαστους επενδυτές επίσης να αγοράζουν. Το ΧΑΑ δεν ήταν πλέον θεσμός επενδύσεων, αλλά «τζόγου». Οι αποφάσεις αγορές μετοχών λαμβάνονταν από την Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών (ΔΕΚΑ). Μια εταιρία ιδιοκτησίας 100% του Ελληνικού Δημοσίου που είχε έδρα το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Την εβδομάδα μάλιστα προ των εκλογών της 9 Απριλίου 2000 μια φρενήρης, δήθεν «επενδυτική», πολιτική εφαρμόστηκε από την ΔΕΚΑ. Πραγματοποιήθηκαν ογκώδεις αγορές μετοχών στο ΧΑΑ αξίας 156 δις δραχμών (βλέπε γραφικό) εκ των οποίων 54 δις την Παρασκευή προ των εκλογών της Κυριακής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ασύστολων αυτών αγορών αποτελεί το γεγονός ότι την εβδομάδα προ των εκλογών, από το σύνολο των αγορών στο ΧΑΑ στη μετοχή της Εθνικής το 77% έγινε από τη ΔΕΚΑ.
Το δεύτερο μελανό σημείο, που σφραγίζει την ποιότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Σημίτη, έγινε γνωστό μετά τις εκλογές της 7ης Μαρτίου του 2004. Κατά την απογραφή στα δημοσιονομικά μεγέθη που πραγματοποιήθηκε από τη νέα κυβέρνηση βρέθηκε ότι η απερχόμενη κυβέρνηση της είχε παραδώσει μια βόμβα στο κρατικό ισοζύγιο εσόδων και εξόδων. Το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν σχεδόν 8 φορές μεγαλύτερο από ό,τι είχε καταχωρηθεί στον προϋπολογισμό του 2004 (που ψηφίστηκε στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 2003). Είχε εγγραφεί έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ για το 2004 ενώ στην πραγματικότητα αυτό ήδη έτρεχε με ρυθμό πάνω από 8%. Αν το τεράστιο αυτό άνοιγμα ανακοινωνόταν στις διεθνείς αγορές, ουδείς από τους πιστωτικούς οργανισμούς θα ήταν διατεθειμένος να αγοράσει τα ομόλογα του Δημοσίου, ή στην καλύτερη περίπτωση θα τα αγόραζε με υψηλά επαχθή επιτόκια. Μπροστά στο φάσμα μιας πιθανής χρεωκοπίας η κυβέρνηση Καραμανλή εμφάνισε το πραγματικό έλλειμμα σταδιακά και σε βάθος διετίας. Στις διεθνείς αγορές χρήματος δεν προέκυψε καμία αναταραχή και τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου δεν αυξήθηκαν ούτε κατά ένα εκατοστό.