Αναρωτιέμαι αν το καλοκαίρι, στη σκιά ή στον ήλιο, στο νησί ή στην πόλη, διαβάζοντας αστυνομική/εγκληματολογική λογοτεχνία γινόμαστε ηθικότεροι ταυτιζόμενοι με θετικούς ήρωες ή αν μένουμε αδιάφοροι ως προς τα κίνητρα και τις αιτιολογήσεις των εμπλεκομένων.
Μολονότι η αστυνομική/εγκληματολογική λογοτεχνία εκφράζει κυρίως αυτούς των οποίων οι ηθικές αξίες είναι έτσι κι αλλιώς βαθιά ριζωμένες (Bataille) και οι οποίοι ‒ μέσω και μυθοπλασιών, τεράτων, λυκανθρώπων, αδίστακτων εγκληματιών – αναζητούν επιβεβαιώσεις, αναρωτιέμαι αν υπάρχει ιδεολογική ρωγμή στην αστυνομική/εγκληματολογική αφήγηση που θα μπορούσε να παρασύρει το αναγνωστικό κοινό και να διαμορφώσει όρους «χρήσιμης τέχνης» (με την έννοια της εργαλειακής χρησιμοποίησης της δια-πλοκής).
Το ολισθηρό έδαφος της προπαγάνδας/ιδεοληψίας μέσω των αστυνομικών ιστοριών, της μυθοπλασίας ως άλλοθι πολιτικών εκτροπών ή της μεταμφίεσης της ψυχοπάθειας σε ιδιόμορφη δημιουργική γραφή ανθρώπινης μικροκλίμακας, δημιουργεί ένθεν/κακείθεν κινδύνους αλλοίωσης και παρερμηνειών.
Μπορεί η αληθινή τέχνη να είναι δημόσια, όμως μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης επιτρέπεται να εμφιλοχωρεί η αμαρτία ή η λύτρωση (μέσω βίας ή εξουσιαστικών παιχνιδιών), αλλά δεν είναι δεοντολογικό να σχετικοποιούμε τον αντικειμενικό κόσμο για να απολυτοποιήσουμε τις ιδέες του συγγραφέα.
Αλλο πολιτική και λογοτεχνία και άλλο πολιτική μέσω αστυνομικής/ εγκληματολογικής «λογοτεχνίας».
Το απόλυτο Καλό και το απόλυτο Κακό, το ιερό και το ανίερο, αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο, οι μύθοι επιβιώνουν και όλα αυτά συντείνουν στη συγκάλυψη της μηχανής του λογοτεχνικού εγκλήματος, δηλαδή της εμπλοκής κειμένου και προσωπικών απόψεων του συγγραφέα. Γραφή, ανάγνωση και σκέψεις/ιδέες/αντιλήψεις κουβαριάζονται και διασπείρουν τα νοήματα σε επιμέρους αινίγματα. Ο «θάνατος του συγγραφέα» επέρχεται με την αυτονόμηση του κειμένου, αφού έτσι κι αλλιώς μετά την έκδοση του βιβλίου το λογοτεχνικό έργο καθίσταται δημόσιο αγαθό.
Μπορεί το μυθιστόρημα, και μάλιστα εγκληματολογικού περιεχομένου, να διαπαιδαγωγήσει; Μπορεί η αναζήτηση των ορίων της ηθικής του Καλού και του Κακού από τον λογοτεχνικό εγκληματία, η κοινωνική κριτική στη δράση του υποκόσμου, του εγκλήματος, των ντετέκτιβ να συγκροτήσουν πλαίσιο συνειδητοποίησης και ευαισθησίας;
Αν η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου αποσκοπεί στην παιδεία μέσω της αισθητικής απόλαυσης (ή και της ηθικής κάθαρσης), τούτο επιβάλλει μια ρεαλιστική και όχι παρεκβατική αποτύπωση της εγκληματικής πραγματικότητας. Δεν είναι δυνατό να διδάσκουμε εγκληματολογία μέσα από λογοτεχνικά κείμενα, αν η λογοτεχνικότητα εξαντλείται στο στυλ και δεν υπεισέρχεται στην ουσία. Τα ανθρώπινα βιώματα πρέπει ως οιονεί ντοκουμέντα να αναλύονται μέσα στο πραγματικό φυσικό και κοινωνικό πλαίσιό τους. Οι παρατηρήσεις/σχόλια του συγγραφέα ανατέμνουν, φανερώνουν ή ανα-δημιουργούν αλλά δεν αλλοιώνουν νόημα και καταστάσεις.
Μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο θα συναντήσουμε τα κοινωνικά ή αντικοινωνικά στοιχεία της ζωής και όχι μέσω των προταγμάτων και των αρχών της μυθοπλασίας. Η μηχανή του μυθιστορήματος έχει τη δική της δυναμική κίνηση και δεν εξαρτάται μόνο από τα υπαρξιακά ερωτήματα του συγγραφέα, από το δικό του πλαίσιο ή από ένα και μόνο «σωστό» νόημα.
Η ηθικολογία δεν ταυτίζεται με τις επιθυμίες των ηρώων, οι οποίοι συχνά σφάλλουν εν γνώσει ότι σφάλλουν.
Η απάντηση στα ερωτήματα δεν είναι εύκολη. Ποτέ, όμως, η σιωπή ή η απόκρυψη δεν συνιστούσαν «διδακτέα ύλη».
Η fiction είναι ένα μέσο για να βρούμε την αλήθεια αυτού του κόσμου κι όχι για να μας παρα-σύρει στον κόσμο του συγγραφέα.
Επειδή, όμως, η ψυχή του ανθρώπου-εγκληματία ταλανίζεται τόσο από τα επιστημονικά λάθη όσο κι από τα λογοτεχνικά φληναφήματα, πρέπει όσοι αναλάβουν να εισαγάγουν την αστυνομική/εγκληματολογική λογοτεχνία π.χ. στα σχολεία να έχουν οι ίδιοι προηγουμένως αποβάλει τις όποιες προκαταλήψεις τους.
Αλλιώς, αντί για μάθημα ζωής, θα διδάσκουν μάθημα φόβου και θανάτου.
*Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι πρώην υπουργός.