Κάθε πυρκαγιά, πλημύρα, τσουνάμι, υπερβολική ζέστη κλπ., μας θυμίζουν πόσο έχει επιβαρυνθεί η ατμόσφαιρα στη γη από την ανηλεή επιδίωξη όλων των χωρών για ανάπτυξη και υπερβολικές αγορές βιομηχανικών προϊόντων. Η απάντηση δεν είναι βέβαια να σταματήσει η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου προκειμένου να περιοριστούν οι ρύποι. Στόχος όλων των χωρών είναι σήμερα οι επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια και η ταχύτατη υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Πόσο όμως είναι αυτό εφικτό σε ένα κόσμο όπου μεταξύ των κρατών αλλά και των πολιτών κυριαρχεί ένας οξύς ανταγωνισμός για υψηλότερα εισοδήματα και υλικά αγαθά;
Η επίλυση του προβλήματος βαραίνει κατά πρώτο λόγο τους ηγέτες όλων των κρατών και ιδιαίτερα των μεγάλων οικονομιών οι οποίες είναι κατά τεκμήριο ενεργοβόρες και δεν έχουν το σωστό μίγμα ενεργειακής πολιτικής. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία και οι ΗΠΑ, οι οποίες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες κάρβουνου, μολύνουν πολύ περισσότερο τον πλανήτη από οποιεσδήποτε άλλες. Συγκεκριμένα η Κίνα καταναλώνει το 54% του συνόλου της παγκόσμιας κατανάλωσης κάρβουνου, η Ινδία το 12% και οι ΗΠΑ το 6%. Ο περιορισμός χρησιμοποίησης του κάρβουνου μόνο στις τρεις αυτές χώρες θα μπορούσαν να κάνει σημαντικότατη διαφορά στη μείωση της παγκόσμιας ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Σήμερα μια νέα διάσκεψη του ΟΗΕ ξεκινάει στη Γλασκόβη με επιδίωξη να επιτευχθεί ένα νέο «Παρίσι» όπου το 2015 σχεδόν διακόσιες χώρες είχαν συμφωνήσει για δραστικά μέτρα που θα εμπόδιζαν την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής. Οι αστοχίες μέχρι τώρα κάνουν πιο επιτακτική την ανάγκη κατάλληλων πολιτικών που θα οδηγήσουν στη μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Πρόκληση στη διάσκεψη είναι η δέσμευση όλων των χωρών για σταθερή μείωση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ) μέχρι το 2030 και μηδενισμό των αερίων του θερμοκηπίου από το 2050 και μετά. Αυτό σημαίνει ότι εφόσον τότε υπάρξουν εκπομπές CO2 θα πρέπει ταυτόχρονα να έχουν μπει σε εφαρμογή μέτρα αντιστάθμισης με ισόποση απορρόφηση του. Η αναδάσωση και η καλλιέργεια φυτών στο έδαφος και τις επιφάνειες τις θάλασσας που μέσω φωτοσύνθεσης απορροφούν τις εκπομπές CO2 αποτελούν το ζητούμενο που θα θέσει φραγμό στην αύξηση της θέρμανσης του πλανήτη ώστε να μην υπερβεί το όριο των 1,5 βαθμών Κελσίου σε σχέση με την περίοδο 1850-1900. Το πόσο δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των ρύπων φαίνεται από ότι έγινε το 2020. Παρά τη μεγάλη παγκόσμια ύφεση που οδήγησε στη μείωση των ρύπων, στα ήδη παγιδευμένα αέρια της ατμόσφαιρας του πλανήτη προστέθηκαν 32 δισεκατομμύρια τόνοι CO2 μέσα σε ένα χρόνο, ενώ την τελευταία δεκαετία είχαν προστεθεί 360 δις τόνοι CO2.
Ο στόχος να έχει μηδενιστεί η αύξηση στα αέρια που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη το 2050, μόνο από την Ευρώπη μπορεί να επιτευχθεί (βλέπε πίνακα). Οι αριθμοί αποδεικνύουν ότι η Ευρώπη έχει επιτύχει διαχρονική μείωση του CO2. Άλλη μια υποσχόμενη περιοχή είναι η Βόρεια Αμερική (δηλ. οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Μεξικό). Στο βαθμό που η πολιτική Μπάϊντεν για το περιβάλλον υλοποιηθεί και δεν υπάρξει κάποια επανάληψη ασύγγνωστης αμέλειας όπως επί Τράμπ, θα προέλθει και από εκεί μείωση στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Δύσκολα θα δούμε όμως μείωση των εκπομπών ρύπων σε περιοχές όπως το πρώην Σοβιετικό μπλοκ όπου η παραγωγή υδρογονανθράκων αποτελεί το βασικό εξαγώγιμο προϊόν τους. Παρόμοια αδράνεια στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής παρατηρείται και σε πολλές χώρες της Μέσης Ανατολής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως της ατμοσφαιρικής ρύπανσης προέρχεται από τις πολιτικές (ή την ανυπαρξία τους) στις Ασιατικές χώρες και κυρίως στη Κίνα και την Ινδία. Παρά τα όσα επισήμως μπορεί να εξαγγέλλονται από τις χώρες αυτές η αύξηση των εισοδημάτων από χαμηλό επίπεδο και ο ηγετικός ρόλος που οι κυβερνήσεις τους θέλουν να έχουν στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, μειώνει τις ελπίδες για περιορισμό των εκπομπών των βλαβερών αερίων.
Η εξοικονόμηση ενέργειας που μειώνει τους ρύπους έχει προχωρήσει σημαντικά στις ανεπτυγμένες χώρες. Την τελευταία δεκαετία 2009-2019 οι χώρες του ΟΟΣΑ πέτυχαν ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους ίση με 27% ενώ έμεινε σχεδόν αμετάβλητο το επίπεδο της ενεργειακής τους κατανάλωσης. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί στις αναπτυσσόμενες ή υποανάπτυκτες χώρες της Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής όπου κάθε άνοδος στο ΑΕΠ προκαλεί άλματα στην κατανάλωση ενέργειας με έμφαση σε όποιο καύσιμο είναι το φτηνότερο. Με άλλα λόγια το κάρβουνο και αναγκαστικά το πετρέλαιο το οποίο είναι το κύριο καύσιμο στον τομέα των μεταφορών.
Αν οι εκπομπές αερίων των τελευταίων τριάντα χρόνιων (1990-2020) επαναληφθούν μέχρι το 2050, ουδείς από τους στόχους που είχε τεθεί στο Παρίσι το 2015 και επανα-εδραιωθεί τις επόμενες ημέρες στη Γλασκόβη θα ευοδωθεί. Αυτό πιστοποιούν οι ψυχροί αριθμοί των πινάκων που παραθέτουμε. Η πληθυσμιακή αύξηση και οι αναπτυξιακοί στόχοι των χαμηλού εισοδήματος χωρών υπαγορεύει ότι η υπερθέρμανση τον πλανήτη θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια ακόμα. Ας μην ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα οι αντίξοες δημοσιονομικές συνθήκες μας έχουν οδηγήσει στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος να χρησιμοποιούμε τον άκρως ρυπογόνο λιγνίτη.
Υπάρχει ελπίδα αποτροπής από την καταστροφική διολίσθηση των τελευταίων δεκαετιών, θα αναφωνήσει ο αναγνώστης; Η απάντηση είναι ότι πάντα υπάρχει όσο η αξία της ζωής αποτελεί προτεραιότητα και όσο γίνεται συνείδηση σε όλους ότι το θέμα της κλιματικής αλλαγής είναι η κορυφαία πρόκληση που πρέπει να λυθεί συλλογικά με βοήθεια από όλες τις χώρες. Ρεαλιστικά ο στόχος του μηδενισμού των αερίων μέχρι τα μέσα του τρέχοντος αιώνα μπορεί να φαντάζει αυτή τη στιγμή ως αδύνατο να επιτευχθεί. Ωστόσο, όταν κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται τα ακραία φαινόμενα, όσο η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και η υπερθέρμανση μειώνει το γεωργικό και κτηνοτροφικό απόθεμα του πλανήτη, τόσο οι πολιτικοί «πράσινοι» και μη, μαζί με τις ομάδες πιέσεων που αυξάνονται, θα σπρώχνουν με επιτάχυνση το παγκόσμιο σύστημα προς εφικτές λύσεις. Τελικά ο άνθρωπος και ο μηχανισμός τιμών που ισορροπεί τα οικονομικά μεγέθη βρίσκουν πάντα λύση. Αυτό όμως προϋποθέτει να δεχτούμε να ζούμε σε περισσότερο θερμό περιβάλλον ξοδεύοντας σημαντικά ποσά για κλιματισμό, ενώ οι μελλοντικές γενεές στην Ελλάδα θα πρέπει να ψάχνουν για σπίτια στις ορεινές περιοχές της χώρας!