Η Ελλάδα είχε μία ευκαιρία να καταλήξει σε μία λογική και έντιμη λύση στα προβλήματα με την Τουρκία όταν ο Ερντογάν βρισκόταν στα πρώτα του βήματα. Ο Τούρκος ηγέτης ήθελε τότε να ξεδοντιάσει το τουρκικό βαθύ κράτος των Ενόπλων Δυνάμεων και του υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο συντηρούσε συνεχώς την ένταση με την Ελλάδα. Ταυτόχρονα πουλούσε «Ευρώπη» στον λαό του και εξευρωπαϊσμό στους Ευρωπαίους. Ηταν λοιπόν προς το συμφέρον του να προχωρήσει σε μια θεαματική βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Το γιατί δεν μετατράπηκε σε πράξη αυτό το παράθυρο ευκαιρίας θα το λύσει η Ιστορία. Εχει ακουστεί από υπεύθυνα χείλη πως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής επιχείρησε κάποτε μια άτυπη, «υπερβατική» συζήτηση με τον Ερντογάν, η οποία δεν βρήκε καμία ανταπόκριση. Οπως επίσης ότι βρεθήκαμε κοντά σε μια έντιμη λύση σε κάποια φάση των διερευνητικών επαφών. Γεγονός είναι ότι, όπως πάντα, οι πολιτικοί κύκλοι των δύο χωρών δεν συγχρονίσθηκαν ποτέ ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα.
Το ποιος θα έχει την εξουσία στην Αγκυρα μάλλον δεν θα κάνει καμία διαφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εκείνα όμως τα χρόνια υπήρχε μία κρίσιμη διαφορά. Οι εκπρόσωποι της Τουρκίας αναφέρονταν στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και στις γκρίζες ζώνες αλλά χωρίς να επιμένουν ή να διευκρινίζουν ότι πρόκειται για απαράβατες προϋποθέσεις μιας λύσης. Οι Ελληνες διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι ίσως τα δύο αυτά θέματα να ήταν «διαπραγματευτικά χαρτιά» που δεν θα έμεναν στο τραπέζι έως το τέλος.
Τώρα αυτό έχει αλλάξει. Η Τουρκία έχει καταστήσει και τα δύο ζητήματα δομικά στοιχεία της θέσης της και της διαπραγμάτευσης. Δεν περνάει μία εβδομάδα χωρίς κάποια ανακοίνωση ή δήλωση αξιωματούχου για το ένα ή και τα δύο ζητήματα. Με άλλα λόγια, έχουν μπει για τα καλά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Αυτό είναι κάτι που δεν θα αλλάξει αν ο Ερντογάν φύγει από την εξουσία. Το βαθύ κράτος έχει καταφέρει να ξαναμπεί στο παιχνίδι καθώς ο Τούρκος ηγέτης το χρειάσθηκε εδώ και λίγο καιρό για να ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας σε μία φάση οξυμένης ανασφάλειας. Οι εκπρόσωποί του επιβάλλουν τους όρους τους. Σε μερικές περιπτώσεις –όπως του υπουργού Αμυνας Ακάρ– πιο άγαρμπα από ό,τι σε άλλες.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα στέκεται όμως αν συμφωνήσει είτε στην αποστρατιωτικοποίηση κάποιων νησιών, είτε στην απώλεια ελληνικής κυριαρχίας κάποιων, κατοικημένων ή μη, νησιών και βραχονησίδων. Αν λοιπόν η Αγκυρα επιμένει σε αυτές τις απαιτήσεις, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, και η Αθήνα τις απορρίπτει ασυζητητί, τα περιθώρια διαπραγμάτευσης είναι εμφανώς ανύπαρκτα. Είτε στο Παλάτι ζει ο Ερντογάν είτε όχι.