Υπ' αυτή την έννοια, δεν θα χρειάζονταν πολλές συζητήσεις περί ευθυνών για την έκταση που έχει λάβει η πανδημία και για τις εξ αυτής διαστάσεις εθνικής τραγωδίας που βιώνει η χώρα με την απώλεια ήδη μιας μικρομεσαίας ελληνικής πόλης.
Προφανώς θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα στον αγώνα για τον περιορισμό των επιπτώσεων από τη διάχυση της COVID-19. Προφανέστατα υπήρξαν και λάθη και παραλείψεις, όπως και αβελτηρίες, κατά τη διαχείριση της διετούς πλέον πολυποίκιλης κρίσης που προκαλεί η πανδημία. Ωστόσο, πριν καταφύγει κανείς στην εύκολη κριτική (που στην Ελλάδα είναι ως συνήθως ευκολότερη και πιο διαδεδομένη) ας σκεφθεί πρώτα τι έκανε εκείνος, και κατ' επέκταση όλοι μας, για να στηρίξει την προσπάθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Χωρίς διάθεση να αποτινάξω ή να ελαφρύνω το βαρύ φορτίο των ευθυνών της κυβέρνησης από τη διαχείριση της πανδημίας – και, για να είμαι πιο δίκαιος, τη διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας -, έχω την αίσθηση ότι η κοινωνία δεν στρατεύθηκε σύσσωμη, όπως θα έπρεπε, στην υπόθεση αυτή. Δεν το είδε σαν δική της υπόθεση αλλά ως ένα ακόμα θέμα κυβερνητικής πολιτικής. Εχει ξανασυμβεί, δεν είναι η πρώτη φορά. Το 2010 η κυβέρνηση Παπανδρέου απέτυχε παντελώς να πείσει την κοινωνία ότι η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ήταν και δικό της θέμα – όχι απλώς κάποιων κυβερνητικών χειρισμών...
Εχει συμβεί λοιπόν, και συμβαίνει ξανά. Και στην περίπτωση της πανδημίας πήγε περίπατο η «ατομική ευθύνη» που θα έπρεπε να διατρέχει κάθε μας ενέργεια, προκειμένου να στηριχθούν τα μέτρα για τον περιορισμό της. Αντί γι' αυτό, πολλοί εξ ημών και υμών προτάξαμε το ατομικό συμφέρον έναντι του γενικότερου.
Από τον επιχειρηματία της εστίασης που είδε στο τέλος του πρώτου lockdown την ευκαιρία να βγάλει τα σπασμένα όλης της χρονιάς, μέχρι τον επιτηδευματία στα τουριστικά θέρετρα που έκανε το ίδιο, και μέχρι τον καταστηματάρχη που δεν θεώρησε απαραίτητο να ελέγξει κανέναν ακριβώς για να μη χάσει πελάτη, οι περισσότεροι υποκύψαμε στον πειρασμό του «ιδίου» οφέλους, αντί της τήρησης των πρωτοκόλλων που είχαν εκπονηθεί επί τη βάσει των επιστημονικών μελετών.
Αφησα εκτός από όλη αυτή την αναφορά το θέμα του «κινήματος» των «αρνητών», που αφέθηκε να αναπτυχθεί χωρίς ουσιαστική αντιμετώπιση. Ασφαλώς είναι βαριές οι κυβερνητικές ευθύνες που αγνοήθηκε η δυναμική αυτού του «κινήματος» και δεν υπήρξε σχεδιασμός για την αντιμετώπισή του. Υπήρξαν σοβαρά λάθη, κυρίως ανάλυσης της κατάστασης που διαμορφωνόταν. Ισως γιατί δεν εκτιμήθηκε σωστά ότι το μείγμα που δημιουργήθηκε από τις δεισιδαιμονίες, τον θρησκευτικό φανατισμό και τις ακροδεξιές αντιλήψεις μπορούσε να καταστεί εκρηκτικό – όπως και έγινε.
Και εδώ όμως υπάρχει η «ατομική ευθύνη» του καθενός μας. Που δεν πάλεψε στον δρόμο, στο γραφείο, στους χώρους συνάθροισης, στα social media αυτές τις αντιλήψεις, με αποτέλεσμα να θεριέψουν και να αποτελούν πια σοβαρότατο κίνδυνο για την υπόλοιπη κοινωνία.
Ο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στη σύντομη παρουσία του στην ηγεσία των ΗΠΑ είχε πει κάποτε: «Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου».
Ισως ήρθε η ώρα να προβληματιστούμε, όλοι...