Ο φιλελληνισμός συνιστά μια συναισθηματική προσέγγιση των διεθνών εξελίξεων και οδηγεί στον μανιχαϊστικό διαχωρισμό των ξένων σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αποκλείοντας ενδιάμεσες περιπτώσεις. Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, να χαρακτηριστεί ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον; Φιλέλληνας λόγω του θαυμασμού του για τον Περικλή και την ελληνική αρχαιότητα ή ανθέλληνας για την άρνησή του να επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα;
O ιστορικός ρόλος του φιλελληνισμού στην έκβαση του αγώνα του 1821 δεν αμφισβητείται, αλλά δεν μπορεί ένα ιστορικό κίνημα να προεκτείνεται στο σήμερα και να χωρίζονται ακόμα και ξένοι ακαδημαϊκοί σε φιλέλληνες και μισέλληνες. Ο αρνητισμός και η μεμψιμοιρία με τα οποία αρκετοί Ελληνες αντιμετωπίζουν συχνά τα εγχώρια αναζητούν το αντίρροπό τους στον θαυμασμό και στη μεγαθυμία των ξένων. Ο λόγος περί φιλελληνισμού μάς ωθεί να περιμένουμε διαρκή υποστήριξη από τρίτους και να εναποθέτουμε τις προσδοκίες της χώρας στους ξένους.
Ο φιλελληνισμός βασίστηκε στην εξιδανίκευση της αρχαίας Ελλάδας και ελάχιστα των νεότερων Ελλήνων. Ο βρετανός πολιτικός και ιστορικός C.M. Woodhouse έγραφε στο βιβλίο του για τους Φιλέλληνες (1969, ελλην. μτφρ. 2020) ότι αγαπούσαν την Ελλάδα των ονείρων τους, τον τόπο, τη γλώσσα, τις αρχαιότητες αλλά όχι τους ίδιους τους Ελληνες. Μπορεί καταστροφές και δοκιμασίες να προκάλεσαν την ανθρωπιστική συμπάθεια ή το ελληνικό τοπίο να συγκίνησε πολλούς Βορειοευρωπαίους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλα πρέπει να περιβάλλονται την αύρα του φιλελληνισμού ή να τους προσάπτεται το στίγμα του μισελληνισμού.
Δεν νομίζω ότι άλλα έθνη αντιμετωπίζουν τους ξένους με ανάλογους διαχωρισμούς. Μπορεί στο παρελθόν κάποιοι ξένοι να αγάπησαν την Ελλάδα και να δημιούργησαν έναν συναισθηματικό δεσμό με τον τόπο, αλλά σήμερα στον ακαδημαϊκό, τον διπλωματικό και τον πολιτικό χώρο κυριαρχούν ο ψυχρός επαγγελματισμός και o σκεπτικισμός που αγγίζει ενίοτε και τα όρια του κυνισμού. Το συναίσθημα και η αλληλεγγύη έχουν μετατοπιστεί στους κατατρεγμένους της γης (μετανάστες, πρόσφυγες ή διαφωνούντες) και ο λόγος περί φιλελληνισμού φαίνεται να υποκρύπτει ανωριμότητα και ανασφάλεια, που αντισταθμίζεται από την προσδοκία της έξωθεν επιβεβαίωσης. Αυτή η παρωχημένη νοοτροπία μάς εμποδίζει να δούμε τους νέους τρόπους που νεότεροι πολιτικοί, μελετητές, φοιτητές ή τουρίστες προσλαμβάνουν τη χώρα και τον πολιτισμό της με το να καλούνται σε ελληνικά συνέδρια ή άλλες εκδηλώσεις ξένοι κλασικιστές παλαιότερων γενεών, που συντηρούν μια άλλη αντίληψη της αρχαίας Ελλάδας και λογίζονται ως σύγχρονοι φιλέλληνες έχοντας εξελιχθεί σε υπέρμαχους της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Αναπτυξιακός Νόμος – Ολα τα μυστικά για επενδύσεις – Οι δικαιούχοι, οι μορφές ενίσχυσης
Αποφεύγοντας τον διαχωρισμό των ξένων σε φιλέλληνες και μισέλληνες ίσως μας βοηθήσει να πάψουμε να διαβάζουμε την Ιστορία με συγκινησιακά φορτισμένους όρους και να διαιωνίζουμε την ψυχολογία του ανάδελφου έθνους. Θα καταλάβουμε ότι οι τρόποι μελέτης και προσέγγισης της ελληνικής αρχαιότητας και ιστορίας έχουν αλλάξει και αν ακόμη εξακολουθούμε να μιλούμε για φιλελληνισμό αυτός δεν είναι ίδιος από την Ιαπωνία και την Κίνα μέχρι την Αμερική ή την Αφρική. Ετσι οι αλλαγές που συντελούνται στη διδασκαλία των αρχαίων στα ξένα πανεπιστήμια, και που προκάλεσαν αντιδράσεις στην Ελλάδα, θα γίνουν πιο εύκολα αντιληπτές και θα αντιμετωπιστούν πιο ψύχραιμα οι κριτικές προσεγγίσεις της ελληνικής αρχαιότητας. Ας αντιμετωπίσουμε, λοιπόν, τον φιλελληνισμό ως ιστορικό και όχι ως σύγχρονο φαινόμενο και ας πάψουμε να βλέπουμε το 2021 με τους όρους του 1821.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.