Σε όλα τα κόμματα, πάντα, υπήρχε η αίσθηση της προδοσίας, σχεδόν της ερωτικής απάτης, όταν κάποιος διαφωνών απομακρυνόταν. Έψαχναν ιδιοτέλεια, αριβισμό, ιδίως όταν οι δραπέτες πήγαιναν από μικρό σε μεγάλο κομματικό σχήμα. Οι ελεύσεις είναι ευπρόσδεκτες, οι απομακρύνσεις απαράδεκτες. Όταν εντάσσονταν, ήταν ιδεολογική επιλογή• όταν όμως έφευγαν, ήταν ιδιοτέλεια και προδοσία. Μερικοί από τους δραπέτες ξαναγύριζαν. Άκουγαν τα εξ αμάξης, αλλά μετά «νερό κι αλάτι».
Συνήθως στα μεγάλα κόμματα εξουσίας η εξουσιαστική αυτοσυντήρηση έκανε το θαύμα της. Το ενδομίσος, η αντιζηλία, στο συρτάρι – για λίγο. Κάποια πολιτικά στελέχη έχουν μεγάλη κινητικότητα στην καριέρα τους. Για παράδειγμα, φυγάς από το ΠΑΣΟΚ κατέληξε στη ΝΔ, αφού «κοιμήθηκε δυο βράδια» στη ΔΗΜΑΡ. Δυναμικός του παλιού Συνασπισμού πέρασε από όλα τα κόμματα του φάσματος για να βρεθεί στη ΝΔ.
Τέλος πάντων, υπάρχουν οι σκιέρ από κόμμα σε κόμμα, υπάρχουν και οι εμμενείς. Υπάρχουν οι ιδεολόγοι, υπάρχουν και οι καιροσκόποι. Και οι δυο μπορεί κατά περίπτωση να μείνουν ή να φύγουν. Υπάρχουν οι διακηρυκτικοί, τόσο της διαφωνίας όσο και της προσχώρησης, υπάρχουν και οι σιωπηλοί κι από τις δύο κατηγορίες. Για παράδειγμα, ο Κώστας Κάππος (από τους πιο βασανισμένους αγωνιστές της χούντας) κάποια στιγμή διαφώνησε με το κόμμα του και σιώπησε. Επανέκαμψε εξίσου σεμνά. Άλλοι όμως είναι φωνακλάδες.
Όχι μόνο καταγγέλλουν το παλιό κόμμα τους αλλά πλειοδοτούν στο νέο. Συχνά στη Βουλή ξεχείλιζαν από «φιλοαρχηγικό» πάθος, υπερέβαλλαν σε οπαδισμό. Ήταν οι πιο εμπαθείς με τους αντιπάλους ή τους παλιούς συντρόφους τους. Εκτός από τη θαλασσοταραχή της μετακίνησης για τον ταξιδευτή, υπάρχει και η ανάποδη αντίδραση.
Οι παλιοί κάτοικοι. «Πού ήταν αυτός (σ.σ.: ο νεομετακινηθείς) όταν εμείς αγωνιζόμασταν;» Ιδίως όταν υπάρχει «ντιλ» με τον αρχηγό, για εκλογική κάθοδο, ακόμα περισσότερο για πριμοδότηση, η δυσφορία των παλιών είναι εκκωφαντική. Πολλοί φεύγουν όταν έρθει ο «ξενομερίτης». Ζωντανοί οργανισμοί είναι τα κόμματα. Πολλές φορές η ένταξη είναι ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης. Όχι κατ' ανάγκην του αναξιόλογου, αλλά συχνά και του ικανού.
Υπάρχει βέβαια μια κατηγορία κομματικών, ίσως όχι η πιο πολυπληθής, που δεν ζητούν τίποτα. Κάθονται σε μια γωνία, βλέπουν, εκφράζουν τη θέση τους, πάντα δουλεύουν στις εκλογές ή στις αναμετρήσεις και μετά ξανακάθονται σιωπηλοί στη γωνία τους. Θυμάμαι καθηγητή Παντείου, αξιόλογο διανοούμενο, από το ΚΚΕ εσωτερικού, στον ενιαίο Συνασπισμό, στη συνέχεια στον μικρό ΣΥΡΙΖΑ, αργότερα στον μεγάλο ΣΥΡΙΖΑ, να είναι πάντα εκεί, παρών, ενεργός και από κάποια στιγμή και μετά «αναξιοποίητος». Κανένα παράπονο για το περιθώριο, όπως και καμιά θριαμβολογία κατά την (παλαιότερη) προβολή.
Η διαφωνία είναι εξίσου σημαντική με τη συστράτευση. Η διαφωνία δεν υποδηλώνει σώνει και καλά απομάκρυνση, ούτε μειωμένο κομματικό πατριωτισμό. Δημιουργεί όμως μια επιφύλαξη. Οι ηγετικές, οι παλατιανές ομάδες, δεν εμπιστεύονται τους διαφωνούντες. Τους βάζουν στο «ψυγείο» και ανασύρονται μόνο στις κρίσεις ή στις εσωκομματικές αναμετρήσεις. Οι ιδεολόγοι επινοθεύονται από τους καριερίστες, τους αδίστακτους «παρτάκηδες» – κατά την αργκό των διαδρόμων. Υπάρχει βέβαια και το μάρκετινγκ της επαπειλούμενης απομάκρυνσης. Οι «διαρροές» γνωστοποιούν την απειλή.
«Δυσαρεστημένος, θα τα βροντήξει». Πολλοί γίνονται πολύτιμοι, διά της απειλής. Τα αγκιστρωμένα ψάρια – αυτοί με την αναπτυγμένη κομματικότητα – είναι οι πιο αντιεμπορικοί. Η οριζόντια απαξίωση της φυγής ή της έλευσης αποκρύβει τις διάφορες ποιότητες. Και στο τέλος υπερπροβάλλει την αήθη, σε βάρος της έντιμης.