Οταν οι ηγέτες θέλουν, μπορούν και «εφόσον υπάρχει η βούληση, υπάρχει τελικά και ο τρόπος» για να ξεπεραστεί η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έκαναν την Τετάρτη ορισμένα βήματα στον δρόμο των Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού. Δύο ηγετών που μόλις οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1930, έγραψαν ιστορία συνάπτοντας Σύμφωνο Φιλίας το οποίο άνοιξε μια περίοδο φιλικών διμερών σχέσεων που διήρκεσε σταθερά τουλάχιστον είκοσι πέντε χρόνια.
Προχθές δεν υπήρξε βέβαια κανένα Σύμφωνο, ούτε μπορούσε άλλωστε να υπάρξει. Αλλά λίγες μέρες πριν από την εκατοστή επέτειο της Συνθήκης της Λωζάννης (24/7/1923) η συνάντηση προσλαμβάνει ιστορική σημασία.
Καθώς α) οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν σε καλό, άνετο κλίμα και αποκατέστησαν τη διαπροσωπική τους επικοινωνία, β) άνοιξαν τη διαδικασία και έθεσαν το πολιτικό πλαίσιο/οδικό χάρτη για τη συνέχεια που μπορεί να οδηγήσει σε επίλυση προβλημάτων (πολιτικός διάλογος, ΜΟΕ, θετική ατζέντα κ.λπ) και πάντως σε νέα περίοδο φιλίας και εμπιστοσύνης, γ) και έδειξαν έτσι ότι στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση μπορεί τελικά να υπάρξουν προσεγγίσεις θετικού αθροίσματος (win-win ή kazan-kazan) παρά τη ρητορική ότι η Τουρκία δεν αλλάζει κ.λπ.
Ολοι αλλάζουν κάτω από τη δύναμη της βούλησης και την πίεση της ανάγκης που επιβάλλουν οι σεισμικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται.
Στην ωριαία συνάντηση δεν είχαμε έναν βλοσυρό, βουβό και δύσθυμο Ερντογάν. Το αντίθετο. Ήταν ένας Ερντογάν πρόσχαρος, ομιλητικός και φιλικός (Ερντογάν No 3 ίσως). Και σε αυτό, πέραν όλων των άλλων, βοήθησε η συμφωνία που επιτεύχθηκε για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με τον πρόεδρο Ερντογάν να επιτυγχάνει:
♦ Την προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ (με κάποιους όρους ίσως περισσότερο για την Ουάσιγκτον παρά για την Τουρκία).
♦ Τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων ότι θα επανενεργοποιηθεί / ξεπαγώσει η διαπραγματευτική διαδικασία για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κάτι που θα γίνει το φθινόπωρο στο πλαίσιο του στρατηγικού διαλόγου για την Τουρκία που έχει ήδη προγραμματίσει να έχει η ΕΕ.
Το ξεπάγωμα της ενταξιακής διαδικασίας (α) προσφέρει ένα πρόσθετο σημαντικό διπλωματικό όπλο στην Ελλάδα που μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει δημιουργικά και (β) σηματοδοτεί την επιστροφή της Τουρκίας στην Ευρώπη και Δύση, αλλά ως αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, αν και προοπτική για ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ στο ορατό μέλλον δεν υπάρχει. Αλλά η ευρωτουρκική σχέση θα ενισχυθεί (εκσυχρονισμός τελωνειακής ένωσης κ.λπ.).
Η επανεκκίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι γεγονός.
«Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους...».
*Ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος ΥΠΕΞ, μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ και Research Associate LSE.