Λάθος ήταν, για τον πάντοτε πολύ σημαντικό πολιτικό, ότι δεν εκμεταλλεύθηκε την απόκρυψη των στατιστικών για να ζητήσει την αποπομπή μας, με τον χαρακτηριστικό αυστηρό τρόπο του, τον οποίο μας θύμισε η συνέντευξη στον τηλεοπτικό ΣΚΑΪ. Αλλωστε, δεν αρνήθηκε ποτέ τη βοήθεια της Ευρωζώνης, δηλαδή της Γερμανίας. Ούτε όταν η Μέρκελ έλεγε ότι η διάσωση της Αθήνας είναι δουλειά για το Ταμείο και όχι για τη Ζώνη. Ο κ. Σόιμπλε ήξερε ότι, στη χειρότερη περίπτωση, θα υποχρεωνόταν να διασώσει τις δικές του τράπεζες, θα απέφευγε όμως τις βαρύτερες ευθύνες που συνόδευσαν τον ηγετικό ρόλο της χώρας του στη μακρά περιπέτεια διάσωσης της Ελλάδας και δεν θα άνοιγε τη όρεξη για νέες διασώσεις.
Εφόσον όμως τελικώς, και ορθώς, η Γερμανία ανέλαβε τις ευθύνες της, ο κ. Σόιμπλε εκμεταλλεύθηκε την επιλογή Μέρκελ, καθοδήγησε το ΔΝΤ και οργάνωσε έναν σιδερένιο μηχανισμό αυτοματισμών – ο περίφημος δημοσιονομικός «κόφτης», που μπορεί να συμπληρωθεί με την τοποθέτηση ευρωϋπουργού Οικονομικών.
Αν έχασε μια ευκαιρία ο κ. Σόιμπλε, ήταν ότι δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις ελληνικές ασυναρτησίες για να δοκιμάσει την τιμωρία της «εξορίας» μιας σπάταλης χώρας, αν και το πρότεινε στους κ. Βενιζέλο, αρχικώς, και Βαρουφάκη.
Είχε άλλωστε απογοητευτεί από τους αρχηγούς, που τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο κ. Παπανδρέου βρέθηκε αντιμέτωπος με την οργή του κ. Σαρκοζί, δεν έδειξαν στην Ελλάδα την έξοδο αλλά το «κούρεμα» των χρεών της. Ευμενώς πλέον, «στρογγυλός» όπως πρέπει να είναι στον νέο του ρόλο, ο κ. Σόιμπλε θέλει απλώς να βγάλει από την πλάτη του την Ελλάδα. Οσο ο κ. Τσίπρας βαδίζει προς τα εκεί, ο Γερμανός πολιτικός θα κάνει πως ξεχνά όσα άκουγε όταν οι πολιτικοί μας ύβριζαν χυδαία και χωρίς αιδώ τους δανειστές μας. Ευτυχώς για όλους, ο κ. Σόιμπλε είναι ένας μεγάλος δάσκαλος των τεχνικών αυτοσυγκράτησης.