Μας ξαναήρθε έντονα στον νου η φράση αυτή παρακολουθώντας τον τελευταίο καιρό, μια κυριολεκτικά αποθεωτική στην ουσία αντίδραση, έστω και αν γίνεται με τον μανδύα μιας καταπελτικής κριτικής, για νεόκοπα πρόσωπα της πολιτικής μας ζωής, έστω και αν η καταγωγή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλλιτεχνική – ο Θεός να την κάνει.
Χρειάζεται να δηλωθεί από την αρχή και απερίφραστα πως οποιαδήποτε συμπεριφορά χαρακτηρίζεται με τόσο καταιγιστικό δημόσια τρόπο ως γελοία, δεν αποβαίνει ποτέ σε βάρος του γελοιοποιούμενου -πολύ περισσότερο όταν ο τελευταίος φαίνεται να έχει υπολογίσει με κινήσεις μελετημένες σε αυτήν – διαφορετικά γιατί θα φορούσε ένα πουκάμισο με σαράντα παπαγαλάκια – τα μέτρησε ο συνάδελφος Κώστας Γιαννακίδης – και όχι ένα λευκό, γαλάζιο ή γκρι πουκάμισο; Να σοβαρευτούμε και μάλιστα επειγόντως.
Οταν η γελοιότητα υπογραμμίζεται με έναν τόσο εκκωφαντικό τρόπο, γίνεται για τους ανεγκέφαλους, τους αφελείς και τους νοσηρά φιλόδοξους (που δεν φαίνεται να είναι και λίγοι) απεράντως περισσότερο επιθυμητή σε σχέση με τη σοβαρότητα – τόσο περισσότερο που η τελευταία φαντάζει και σχετικά έστω αντιπαθής καθώς πρόκειται για μια έννοια κατεστημένη. Με την επιπλέον δυσάρεστη συνέπεια σε σχέση με την καταγγελλόμενη γελοιότητα, να μπορεί να χαρακτηρίζεται η τελευταία ως μια αντικατεστημένη και προοδευτική έκφραση.
Χρειάζεται μεγάλη προσοχή όταν επιλέγεις το ποιους αξίζει τον κόπο να κρίνεις και να κατακρίνεις, γιατί διατρέχεις τον κίνδυνο αν και θεωρείς τον εαυτό σου απέναντί τους, να έχεις εξελιχθεί στον καλύτερο τους σύμμαχο. Και ενώ νομίζεις πως τους έχεις του χεριού σου, να είναι αυτοί που σε χειρίζονται τελικά στην έστω πολύ αγνή – αν και όχι πάντα – πρόθεσή σου να διορθώσεις τα κακώς κείμενα. Οταν οι δημόσιες συνθήκες έχουν διαμορφωθεί με τρόπο ώστε η καταγγελλόμενη γελοιότητα να λειτουργεί ως διαφήμιση, επόμενο είναι αντί για τη συρρίκνωσή της να έχουμε μια γιγάντωσή της και μάλιστα ανεξέλεγκτη.
Μέσα σε μια κοινωνία – όχι μόνο την ελληνική αλλά και την παγκόσμια – με τη δημοσιότητα να συνιστά αφ' εαυτής μια αξία – ανεξάρτητα με τον τρόπο που έχει κατακτηθεί – χρειάζεται αν μη τι άλλο, μια αναθεώρηση ως προς τα μέσα ελέγχου, επιδοκιμασίας ή κατακεραύνωσής της. Η πολύ σωστή και έντιμη στάση των ελεγκτικών, δημοσιογραφικώς κυρίως, μηχανισμών, πως δεν μπορεί να παραμένει ασχολίαστη οποιαδήποτε συμπεριφορά αποκτά δημόσιο χαρακτήρα, είχε νόημα όταν η συμπεριφορά αυτή δεν οργανωνόταν συνειδητά προκειμένου να επισύρει τη μήνιν ή την κατακραυγή τους. Εκτός και αν δεχτούμε μια εργολαβική άποψη για τα πράγματα, δηλαδή πως τα γεγονότα, ακόμη και όταν δεν προκύπτουν φυσιολογικά, οφείλουν να κατασκευάζονται, προκειμένου να εξαργυρωθούν στην αγορά προς όφελος τόσο των κατασκευαστών όσο και των επικριτών τους.