Πότε θα ανοίξει η συζήτηση, δημόσια, θα ακούσουμε θέσεις και αντιθέσεις, θα ζυμωθούν λόγος και αντίλογος, ώστε δημότες και υποψήφιοι να ανταλλάξουν απόψεις, να «γνωριστούν» καλύτερα; Οσο απαραίτητος είναι ο απολογισμός της θητείας του Κώστα Μπακογιάννη, άλλο τόσο αναγκαία είναι η τοποθέτηση και των τεσσάρων βασικών εκφραστών του δημοκρατικού τόξου (Μπακογιάννη, Κώστα Ζαχαριάδη, Χάρη Δούκα και Νίκου Σοφιανού), ίσως και κατ' αντιπαράθεση, στα ζέοντα και χρονίζοντα θέματα της πρωτεύουσας.
Τα προγράμματα από μόνα τους, δημοσιευμένα, αναρτημένα ή δηλωμένα προφορικά, θυμίζουν, αναπόφευκτα, καλογραμμένες εκθέσεις ιδεών. Ποιος δεν θέλει «βελτίωση της ζωής των κατοίκων», «μια πράσινη, ασφαλή, καθαρή και δημιουργική Αθήνα»; Ποιος θα διαφωνούσε με τον «πολιτισμό της καθημερινότητας», «να μην τσακίζεσαι στη λακκούβα», «να υπάρχει κάδος στη θέση του για να πετάς τα σκουπίδια», «να μην παρκάρουν σε ράμπες ΑμεΑ», «να έχει το παιδί σου χώρο για να παίξει με ασφάλεια και το κατοικίδιο χώρο για να τρέξει, να αναπνέεις, να ζεις με προοπτική».
Κυκλοφορώντας κανείς σε συναντήσεις υποψηφίων ακούει, λίγο-πολύ, τα ίδια, αυτονόητα και βασικά. Και είναι τόση η έλλειψή τους ώστε όταν πάει κάποιος να ξετυλίξει το «όραμά του» για μια πόλη που να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, οι παριστάμενοι τον γειώνουν. «Βρωμιά στους τοίχους από τα γκράφιτι», τα «τραπεζοκαθίσματα έχουν εκτοπίσει τους πεζούς», «τα πεζοδρόμια είναι άθλια», «οι πεζόδρομοι κατειλημμένοι από μηχανάκια» «ηχορρύπανση», «παραβατικότητα, που, ναι, είναι αρμοδιότητα της αστυνομίας, αλλά και ο δήμος τι κάνει;». Το συνόψισε πριν από καιρό στο ρεπορτάζ της «Κ», του Δημήτρη Ρηγόπουλου (27/8), ένας από τους πιο παλιούς επαγγελματίες του κέντρου, που έχει την επιχείρησή του στην Ομόνοια: «Καθαριότητα και τάξη θέλουμε, δεν ζητάμε τον ουρανό με τα αστέρια.
Τι να τις κάνω τις πολιτιστικές εκδηλώσεις αν μέχρι να έρθω στο μαγαζί έχω πέσει πάνω σε δυστυχισμένους ανθρώπους που χτυπάνε τη δόση τους μπροστά στα μάτια μου ή αν οι κάδοι είναι ξέχειλοι ή αν πρέπει να κρατάω τη μύτη μου για να μη μου τρυπήσουν τα ρουθούνια οσμές κάθε είδους από δρόμους, κάδους και πεζοδρόμια;».
Oι καλές προθέσεις είναι μια «παλιά» ιστορία που δεν πείθει γιατί δεν επαρκεί.
Από τη στιγμή, δε, που το καταστροφικό πέρασμα του «Daniel»βύθισε στη λάσπη ένα μεγάλο μέρος της χώρας, άρχισε να διογκώνεται και το κύμα ανησυχίας για το τι θα συνέβαινε στην Αθήνα αν δεχόταν παρόμοια ποσότητα βροχής με εκείνη της Θεσσαλίας. Σε πολύ μικρότερη κλίμακα πήραμε μια πρόγευση στη Βασιλίσσης Σοφίας έξω από το μετρό του «Ευαγγελισμού», όταν πολίτες παρασύρθηκαν από ορμητικά νερά.
Τα αντιπλημμυρικά έργα είναι αρμοδιότητα της περιφέρειας, αλλά ο καθαρισμός των φρεατίων του δήμου. Οταν αρχίζει η συζήτηση για το κουβάρι των συναρμοδιοτήτων, όλοι σηκώνουν τα χέρια. Είναι ή όχι η μετακύλιση των ευθυνών ο τρόπος του κράτους να αυτοπροστατεύεται, η κατάληξη παραμένει πάντα θλιβερή. Και η αναποτελεσματικότητα –πώς θα συντονιστούν οι εμπλεκόμενοι– εξασφαλισμένη.
Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τις προηγούμενες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Η Αθήνα του 2019 δεν έχει σχέση με τη σημερινή, του 2023. Οι προτεραιότητες επαναπροσδιορίζονται, η κλιματική αλλαγή βάζει τη δική της ατζέντα, οι καλές προθέσεις είναι μια «παλιά» ιστορία που δεν πείθει γιατί δεν επαρκεί, αδειάζει γρήγορα από καύσιμα και λιμνάζει. Αυξάνοντας εκτός από τους ορατούς κινδύνους και το αίσθημα της μοναξιάς και εγκατάλειψης.
Οι γειτονιές, λέγεται, είναι η βάση του οικοδομήματος και η αναζωογόνησή τους μπορεί να αναβαθμίσει την πόλη. Οπως και ότι δεν φταίει για όλα ο δήμος, αλλά ο κάθε πολίτης συμβάλλει με τη στάση του σε μια περισσότερο ή λιγότερο βιώσιμη συνθήκη. Η ενεργοποίηση των πολιτών όμως προϋποθέτει εκτός από ευαισθησία και γνώση, σχέδιο οργάνωσης, εφαρμογή των νόμων, απελευθέρωση του δημόσιου χώρου. Η ανάσα του καθενός μας είναι το οξυγόνο της πόλης. Αλλιώς παρακμάζει πνιγμένη στα τουριστικά μαλάματα που «σιγοτρώνε» το πρόσωπό της.