Η άνοδος της οικονομίας τους τελευταίους μήνες καθώς και η προοπτική των όσων κυριαρχούν σε τοπικό και διεθνές επίπεδο είναι το ισχυρό χαρτί της κυβέρνησης. Οι επιτυχίες που καταγράφονται κατά το 2021 πρέπει να συνεχιστούν και το 2022 με δομικές αλλαγές, δηλαδή λύση των πολλών χρόνιων προβλημάτων και αγκυλώσεων της οικονομίας. Δύο από αυτές είναι το υψηλό κόστος δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα και η υψηλή τιμή ηλεκτρικού ρεύματος.
Επί δεκαετίες το μεγάλο ζητούμε στην οικονομία είναι οι αλλαγές που θα τη φέρουν σε δρόμο συνεχούς ανάπτυξης ώστε να περιοριστεί το δυσβάσταχτο Δημόσιο χρέος, η εξυπηρέτηση του οποίου έχει οδηγήσει σε αύξηση του φορολογικού βάρους φαλκιδεύοντας έτσι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Δομική αλλαγή για την οικονομία δεν αποτελεί μόνο η επιτυχία της ψηφιακής επέκτασης. Προφανώς αυτό αποτελεί εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος και ανακούφιση από το πολυδαίδαλο γραφειοκρατικό σύστημα που μας ταλανίζει. Ωστόσο κορυφαίες δομικές αλλαγές, όπως ο περιορισμός το υψηλού κόστους δανεισμού σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, παραμένουν στα αζήτητα. Η υψηλή τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος επίσης είναι ένα άλλο παράδειγμα που στην Ελλάδα αποτελεί βραχνά κόστους για όλους. Το δε τιμολόγιο της ΔΕΗ αποτελεί απόδειξη ανικανότητας του κράτους να εισπράξει φόρους με ευθύ τρόπο ώστε να ξέρει ο κάθε πολίτης γιατί και σε ποιους πληρώνει.
Τις τελευταίες ημέρες το οικονομικό επιτελείο κατέγραψε μια σημαντική επιτυχία στο δανεισμό του Δημοσίου. Το κόστος του δανεισμού στο 5ετές ομόλογο ήταν ουσιαστικά μηδενικό!, ενώ στο 30ετές ιστορικά χαμηλό και στο 1,7%. Με αυτή τη μέθοδο καλύφθηκαν φτηνά ορισμένες ανάγκες του Δημοσίου, ενώ ταυτόχρονα κρατάμε ένα αποθεματικό χρημάτων 37+ δις ευρώ που εκπέμπει το μήνυμα στις αγορές ότι σε κάθε ενδεχόμενο η Ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη. Οι διεθνείς δανειστές συνεπώς μπορούν να συνεχίσουν να μας προσφέρουν χαμηλού κόστους χρήμα.
Ο φτηνός όμως δανεισμός του Δημοσίου πρέπει να περάσει στον ιδιωτικό τομέα αν θέλουμε να εμπεδωθεί η ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Για λόγους σύγκρισης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καταρτίζει δείκτες κόστους δανεισμού για τις χώρες μέλη της Ευρωζώνης όπου στην περίπτωση των νοικοκυριών συμπεριλαμβάνεται το κόστος από καταναλωτικά έως στεγαστικά δάνεια και στην περίπτωση των νομικών προσώπων όλοι οι τύποι επιχειρηματικών δανείων (βλέπε πίνακα). Από τις συγκρίσεις των δεικτών ανά χώρα συνάγεται ότι ενώ έχει πέσει το κόστος του χρήματος για το ελληνικό Δημόσιο ο ιδιωτικός τομές ακόμα λειτουργεί με πολύ υψηλότερο κόστος από ότι στην Ευρώπη. Το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων είναι διπλάσιο από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (3,38% έναντι 1,47%) και τρεισήμισι φορές πάνω από χώρες όπως η Ολλανδία. Μόνο στην Μάλτα οι επιχειρήσεις έχουν κόστος δανεισμού οριακά υψηλότερο από ότι εμείς. Παρόμοια εικόνα δυστυχώς ισχύει και στα νοικοκυριά. Έχουμε το υψηλότερο κόστος δανεισμού στην Ευρωζώνη μαζί με την Ιρλανδία.
Αν οι προ των πυλών ανατιμήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος περάσουν στον καταναλωτή, το υπάρχον δομικό πρόβλημα θα πολλαπλασιαστεί. Η σωστή Ευρωπαϊκή πολιτική ενίσχυσης της «πράσινης» οικονομίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή, έχει οδηγήσει σε σημαντικότατη αύξηση των ρύπων που πληρώνει η ΔΕΗ λόγω χρησιμοποίησης του λιγνίτη στην παραγωγή ρεύματος. Παράλληλα οι επενδύσεις στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας δεν υπήρξαν μέχρι τώρα επαρκείς. Πάνω απ' όλα όμως η Ελληνική προχειρότητα όπου στο τιμολόγιο του ρεύματος έχουν προστεθεί αναρίθμητες επιβαρύνσεις υπέρ τρίτων και αυξάνουν το τελικό ποσό πληρωμής κατά 60%-70%, θα πρέπει επί τέλους να σταματήσει. Σε αυτούς τους τομείς αναμένουμε από την κυβέρνηση να κάνει δομικές αλλαγές ώστε να μπει φραγμός στην ανεπίτρεπτη πρόσθετη έμμεση φορολόγηση όλων μας.