Κυριακή 28 Απριλίου 2024  06:54:03

Παναγιώτης Νικολούδης: Γύρω από το οικονομικό έγκλημα

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι, πήρα τον λόγο, πρώτον, για να περιγράψω τον σκοπό αυτού του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και ειδικότερα των άρθρων 6 έως και 15. Θα το επιχειρήσω με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, δεδομένου ότι θεωρώ πως είναι σε όλους σαφές ποιος είναι ο σκοπός αυτού του νομοσχεδίου και των συγκεκριμένων άρθρων.


Δεύτερον, για να προσδιορίσω με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και ευκρίνεια το νοηματικό περιεχόμενο κάποιων όρων που εμπεριέχονται στο κείμενο του νομοσχεδίου, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα δοθούν κάποιες εξηγήσεις και θα διευκολυνθεί η συζήτηση για τους επόμενους αγορητές που θεωρώ ότι σε κάποια σημεία θα είναι περιττή η αναφορά τους μετά από τις διευκρινίσεις τις οποίες θα κάνουμε.

Τρίτον, για να δώσω κάποιες απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα ή και αιτήματα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην αρμόδια Επιτροπή.
Σκοπός του υπό συζήτηση νομοσχεδίου και των σχετικών άρθρων, λοιπόν, είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στον αγώνα κατά της διαφθοράς και του οικονομικού εγκλήματος τόσο στο πεδίο της πρόληψης όσο και στο πεδίο της καταστολής. Αυτό εκφράζεται με τον όρο «καταπολέμηση», ο οποίος εμπεριέχει και τις δύο παραπάνω έννοιες, δηλαδή και την έννοια της πρόληψης και την έννοια της καταστολής.

Όπως πιθανότατα κάποιος θα παρατηρήσει, στο κείμενο του νομοσχεδίου γίνεται άλλοτε λόγος για διαφθορά και άλλοτε λόγος για οικονομικό έγκλημα. Εδώ θεωρώ πως είμαι υποχρεωμένος να κάνω κάποιους προσδιορισμούς του νοηματικού περιεχομένου αυτών των δύο λέξεων.

Η αναφορά άλλοτε τους ενός όρου και άλλοτε του άλλου δεν έγινε τυχαία. Έγινε ακριβώς για λόγους συμβολικούς και συγκεκριμένα, για να εξάρει την πρόθεση της Κυβέρνησης να καταπολεμήσει και τα δύο αυτά δεινά του δημόσιου βίου.

Ωστόσο, από επιστημονική καθαρώς άποψη πρόκειται για το ίδιο εγκληματικό φαινόμενο, έστω και αν κάποιοι στη θεωρητική τους προσέγγιση θέλουν να λένε ότι μπορούν να διακρίνουν σαφώς τα όρια του ενός από το άλλο.

Στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία η διαφθορά παγίως αναφέρεται ως οικονομικό έγκλημα των ευυπόληπτων προσώπων, το γνωστό «white- collar crime», δηλαδή το έγκλημα των φερόντων λευκό περιλαίμιο. Αλλά και στα καθ' ημάς η διαφθορά ως εγκληματολογική έννοια δεν περιορίζεται πλέον στις ατομικές περιπτώσεις των παλαιών υπηρεσιακών εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα –η γνωστή «δωροδοκία», «δωροληψία» στα άρθρα 235 και εξής του Ποινικού Κώδικα- αλλά περιλαμβάνει και άλλα φαινόμενα αθέμιτου πλουτισμού μέσω καταχρήσεων δημοσίων αξιωμάτων ή θέσεων, όπως για παράδειγμα το γνωστό «lobbying», το παράνομο πολιτικό χρήμα κ.λπ.

Πρόκειται, επομένως, για όψεις ενός και μόνο πολύμορφου και πολυδαίδαλου φαινομένου που περιγράφεται γενικόλογα ως οικονομικό έγκλημα κι αφορά την παραβίαση των όρων του «θεμιτώς συναλλάσσεσθαι», με σκοπό τον πορισμό παράνομου περιουσιακού οφέλους.

Κατά συνέπεια, η κάποια φαινομενική ασάφεια στη χρήση των όρων «διαφθορά» και «οικονομικό έγκλημα» αντανακλά απλώς την πραγματική εικόνα, την πραγματική ασάφεια, των παραπάνω εγκληματικών μορφών. Δεν φταίνε, λοιπόν, οι λέξεις που άλλοτε τις διατυπώνουμε έτσι κι άλλοτε αλλιώς. Αν κάτι φταίει -ή ψάχνουμε να βρούμε τι φταίει- είναι η πραγματική ασάφεια στην κοινωνική πραγματικότητα και στην εγκληματική πραγματικότητα που φέρει αυτές τις δύο εγκληματικές μορφές να συγχέονται και να συνδέονται πολλάκις.

Κατά τη συζήτηση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής ζητήθηκε από διάφορες πλευρές να διασφαλιστεί ότι από τις διατάξεις του σχεδίου νόμου δεν θα αφήνεται οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασης της διοίκησης στο έργο και τις αρμοδιότητες των Δικαστικών Αρχών, κάτι που θα παραβίαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία τους.

Προκειμένου να μην υπάρξει ούτε καν ίχνος ούτε υποψία τέτοιας πρόθεσης ή τέτοιας δυνατότητας, αναδιατυπώθηκε -και μάλιστα δύο φορές- το άρθρο 10 του σχεδίου νόμου. Και ειλικρινώς θα ήμουν έτοιμος να το διατυπώσω επτά φορές, αν χρειαζόταν, προκειμένου να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία.
Αντίθετα, δεν δέχτηκα να αναδιατυπώσω τις διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφος 1δ του σχεδίου νόμου και τις διατάξεις του άρθρου 13. Και θα επιχειρήσω να σας εξηγήσω –θεωρώ κατά τρόπο πειστικό- γιατί το αρνήθηκα.

Ας δούμε, κατ' αρχήν, τις διατάξεις, για όσους τυχόν δεν ήταν στην αρμόδια Επιτροπή, για να έχουν μια σαφή και πολύ ζωντανή εικόνα του τι λένε αυτές οι διατάξεις.
Το άρθρο, λοιπόν, 7 παράγραφος 1δ του σχεδίου νόμου λέει τα εξής: «Η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς αίρει συγκρούσεις και επιλύει ζητήματα επικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ υπηρεσιών ή φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς». Κάποιος θα μπορούσε να πει: «Μα, και οι εισαγγελείς εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς. Άρα, είναι ενδεχόμενο να αίρει συγκρούσεις και αυτών»;

Εδώ θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω πλήρως με την οποιαδήποτε σκέψη ή υποψία. Οι φορείς είναι συγκεκριμένοι και μετρημένοι: Είναι η Εισαγγελία, είναι το Λιμενικό, η Αστυνομία, η Αστυνομία Οικονομικού Εγκλήματος, οι Υπηρεσίες Εσωτερικών Ελέγχων. Όλοι οι λοιποί φορείς, δηλαδή η Αστυνομία με το Λιμενικό, το Οικονομικό Έγκλημα με το ΣΔΟΕ, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάποια στιγμή έχουν σύγκρουση. Καμία, μα καμία από αυτές, δεν μπορεί να έχει σύγκρουση με τον Εισαγγελέα.

Ο ρόλος του Εισαγγελέα στη χώρα μας είναι πολύ γνωστός. Δεν μπορούμε να νοήσουμε σε καμιά περίπτωση ότι θα υπάρξει διαφωνία ή σύγκρουση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον Εισαγγελέα και το ΣΔΟΕ, ανάμεσα στον Εισαγγελέα και το Λιμενικό και ότι θα χρειαστεί σε αυτήν την περίπτωση η Γενική Γραμματεία να παρέμβει, για να άρει τις συγκρούσεις. Με ενδιαφέρει το ουσιαστικό και αυτό ήθελα να εξηγήσω στο Σώμα.

Εξάλλου, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ίδια ακριβώς διατύπωση, αγαπητέ κύριε Αθανασίου, υπάρχει στην υποπαράγραφο ΙΓ.2 εδάφια ε΄ και η΄ του νόμου 4152/2013, όπου καθορίζονται οι αρμοδιότητες του εθνικού συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Βεβαίως, ουδέποτε υπήρξε κανένα πρόβλημα και προφανώς αυτή η ανάλογη συζήτηση έγινε όταν επρόκειτο να ψηφιστεί αυτός ο νόμος και απ' ό,τι είδα κανείς δεν ήγειρε την παραμικρή αμφισβήτηση αν αυτό μπορεί να γεννήσει ζητήματα που να άπτονται του ρόλου των εισαγγελέων. Παρακαλώ δείτε τα. Η συγκεκριμένη διάταξη είναι ακριβώς –κατά γράμμα- το ίδιο με αυτό.

Ας δούμε τώρα το άρθρο 12, παράγραφος 1α του σχεδίου νόμου, όπου προβλέπεται ότι ο Υπουργός Επικρατείας καταρτίζει συντονισμένα προγράμματα δράσης και ελέγχει την υλοποίησή τους από τους ελεγκτικούς και διωκτικούς μηχανισμούς και τα σώματα της Διοίκησης.
Πέρα από το σαφές λεκτικό ότι πρόκειται για μηχανισμούς και σώματα της Διοίκησης, που, κατά τη γνώμη μου, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία -μιλάμε για ελεγκτικούς μηχανισμούς, διωκτικούς μηχανισμούς και σώματα της Διοίκησης, το «Διοίκησης» αναφέρεται σε όλα αυτά- θα ήθελα να παρατηρήσω και κάποια παραπέρα στοιχεία.

Ο εισαγγελέας, αγαπητοί κύριοι και κυρίες, δεν είναι σε καμία περίπτωση μηχανισμός. Δεν μπορεί να νοήσει κανένας τον εισαγγελέα ως μηχανισμό. Η εισαγγελική αρχή είναι οργανωμένη κατά το ατομικό σύστημα και αυτό έχει καταστεί περισσότερο και από σαφές από την εποχή του Ζησιάδη και του Μπουρόπουλου ήδη. Άρα, όταν ο Υπουργός λέει ότι απευθύνεται σε μηχανισμούς, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απευθύνεται στον εισαγγελέα.

Κατά συνέπεια, η άρνησή μου να προβώ στην οποιαδήποτε τροποποίηση δεν είχε κανένα άλλο λόγο ούτε κανενός είδους πείσμα, βεβαίως. Δεν είναι εδώ ο χώρος όπου κανένας θα προβάλει τα πείσματά του. Απλώς θεωρώ ότι για κάτι που είναι απολύτως σαφές, αν θέλεις να επιχειρήσεις να το διευκρινίσεις, επιτυγχάνεις ακριβώς το αντίθετο πράγμα, διότι δημιουργείς μια τεχνητή σύγχυση. Γι' αυτό αρνήθηκα παντοιοτρόπως. Ελπίζω τα επιχειρήματά μου να έπεισαν και να ήραν τις οποιεσδήποτε αμφιβολίες. Θα ήταν λάθος να επιχειρούσα οποιαδήποτε διευκρίνιση επάνω σε αυτά τα δύο στοιχεία.

Τέλος, θέλω να αναφερθώ σε ένα θέμα για το οποίο έχω μια ευαισθησία και υποθέτω ότι όλοι μπορείτε εύκολα να το καταλάβετε. Ρωτήθηκα κατά τη συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής -και μάλιστα ρωτήθηκα ευθέως- για ποιον λόγο καταργείται ο Τέντες. Αυτή ήταν η ερώτηση κατά λέξη. Θα επιχειρήσω, λοιπόν, ευθέως να σας δώσω μια απάντηση.

Ο κ. Τέντες είναι εξαίρετος επιστήμων, υπήρξε εξαίρετος δικαστικός λειτουργός και είναι εξαίρετος άνθρωπος. Δεν έχω μάλιστα κανένα πρόβλημα να πω ότι υπηρέτησε κατά τρόπο εξαίρετο και τον θεσμό του εθνικού συντονιστή. Εκείνος που απεδείχθη ανεπαρκής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κρίσιμα ζητήματα της διαφθοράς δεν είναι ο κ. Τέντες, αλλά ο θεσμός ο ίδιος του εθνικού συντονιστή και αυτό για έναν πολύ απλό, αλλά και πολύ σημαντικό λόγο.
Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι, ο θεσμός αυτός δεν είχε επιχειρησιακές αρμοδιότητες. Δεν είχε τον επιχειρησιακό έλεγχο των επιμέρους ελεγκτικών και διωκτικών μηχανισμών και υπηρεσιών. Αν δεν υπάρχουν οι αρμοδιότητες αυτές, δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος καν για ύπαρξη αποτελεσμάτων στην πάλη κατά της διαφθοράς.

Ο θεσμός του εθνικού συντονιστή, έτσι όπως λειτούργησε το σύντομο χρονικό διάστημα, παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του κυρίου Τέντε -το επαναλαμβάνω και τελειώνω με αυτήν την αναφορά στο πρόσωπο- είναι η «αγιαστούρα» με την οποία επιδιώκαμε να απαλλάξουμε το δημόσιο χώρο από τα τρωκτικά. Είναι, κατά τη γνώμη μου, η χαρά των λυμεώνων του δημόσιου χρήματος να έχουν τέτοιους θεσμούς, όπου φαίνονται δήθεν ότι τους βάζουμε για να αντιπαλέψουμε τη διαφθορά, αλλά στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η «αγιαστούρα»!

Η διαφθορά, αγαπητοί και αξιότιμοι κύριοι εκπρόσωποι, δεν γίνεται με αγιαστούρες! Η διαφθορά θέλει αγώνα. Δεν γίνεται με ασκήσεις προσκόπων. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι για να διώξεις τα ποντίκια, καλός είναι ο αγιασμός. Σε κάθε περίπτωση, όμως, χρειάζεσαι και μια γάτα. Και η «γάτα» και προβλέπεται και παρέχεται με το συζητούμενο σχέδιο νόμου και δεν είναι τίποτε άλλο από την παροχή επιχειρησιακής αρμοδιότητας που θα επιτρέπει την επιχειρησιακή δράση σε εκείνον και εκείνους που θα κληθούν να ενεργοποιήσουν και να λειτουργήσουν τους επιμέρους θεσμούς και φορείς.

Το τελευταίο σημείο στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ είναι πως είναι γνωστό σε όλους σας ότι εγώ δεν έχω την κοινοβουλευτική ιδιότητα. Aυτό με κάνει χωρίς υποκρισία να αισθάνομαι ότι οφείλω αυξημένο και ιδιαίτερο σεβασμό σε όσους την έχουν αυτήν την κοινοβουλευτική ιδιότητα. Έχω επιβάλει στον εαυτό μου την υποχρέωση για όσο διάστημα θα είμαι Υπουργός και θα εμφανίζομαι ενώπιον του Κοινοβουλίου να αποφύγω συστηματικά κάθε είδος αντιπαράθεσης.
Θα ήθελα, λοιπόν, εκ προοιμίου να δηλώσω ότι όποια διαφωνία πρόκειται να διατυπώσω, και σήμερα και όποτε άλλοτε μου δοθεί η ευκαιρία και η τιμή να είμαι ενώπιόν σας, δεν έχει την έννοια αντιπαράθεσης. Είναι απλώς μία διατύπωση διαφορετικής άποψης.

Μετά απ' αυτό τον σύντομο πρόλογο θα ήθελα να απευθυνθώ στην αξιότιμη κυρία Μανωλάκου, την Εκπρόσωπο του ΚΚΕ, την οποία δύο φόρες άκουσα να λέει: «Δεν πάει να φτιάξετε Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, δεν πάει να φτιάξετε ό,τι θεσμούς θέλετε, η διαφθορά δεν πρόκειται να καταπολεμηθεί! Η διαφθορά θα καταπολεμηθεί, μόνο όταν θα πάψει να υπάρχει το καπιταλιστικό σύστημα».

Δεν έχω, αγαπητή κυρία, καμία διάθεση σε πολιτικό επίπεδο να αντιπαρατεθώ μαζί σας για το εάν η διαφθορά εξαρτάται από την ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος στο οικονομικό πεδίο, παρ' ότι έχω κάποιες σκέψεις ότι δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο μόνο του καπιταλιστικού συστήματος. Και σε άλλα, μη καπιταλιστικά συστήματα, υπήρξε διαφθορά απ' όσο γνωρίζω.
Ωστόσο, δεν είναι το πεδίο στο οποίο θέλω να διατυπώσω αντίθετη άποψη με τη δική. Έμεινα με το ερώτημα: Δηλαδή, τι μου λέτε αγαπητή και αξιότιμη κυρία; Επειδή δεν μπορούμε να αλλάξουμε το καπιταλιστικό σύστημα, θα πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά στον αγώνα κατά της διαφθοράς;

Η απάντηση μου -ας μου επιτραπεί πάντα στο ίδιο πλαίσιο- είναι «όχι». Εμείς είμαστε εδώ για να αγωνιστούμε κατά της διαφθοράς, άσχετα με το ποιο είναι το κοινωνικοπολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο μέσα κινούμαστε και υπάρχουμε. Και κάτι ακόμα περισσότερο, που –παρακαλώ- ας μην εκληφθεί ως μεγαλοστομία: Δεν είμαστε εδώ μόνο για να παλέψουμε. Είμαστε για να νικήσουμε.

Και εφόσον μας δοθεί ο αναγκαίος χρόνος, σας διαβεβαιώ, έχοντας πλήρη συνείδηση του βάρους που έχει μία διαβεβαίωση αυτού του είδους, πως δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα κάνουμε αυτόν τον κόσμο, αυτήν τη χώρα παράδεισο. Όμως, αν μας δοθεί λίγος χρόνος, αυτή η χώρα στο συγκεκριμένο τομέα, στον τομέα της διαφθοράς, θα είναι μία «άλλη» χώρα! Και θα μου το θυμηθείτε.

(Ο ανώτερος δικαστικός Παναγιώτης Νικολούδης είναι υπουργός Επικρατείας για την καταπολέμηση της Διαφθοράς)

 

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline