Παντελής Μπουκάλας: Ο νέος τεχνόκοσμος και οι εκτοπισμένοι του

Ολοι μας ζούμε πια, διαδικτυωμένοι, μέσα σε έναν νέου τύπου αμνιακό σάκο και τρεφόμαστε από ένα πρωτότυπο αμνιακό υγρό, τεχνητό, όχι φυσικό: ψηφιακό, ηλεκτρονικό, άυλο.

«Ολοι μας»; Οχι βέβαια. Δεν έχουν οι πάντες κινητό τηλέφωνο της τελευταίας μόδας, που επιβάλλεται σχεδόν αμέσως σαν αδήριτη ανάγκη, ούτε και λάπτοπ που μόνο μακαρονάδα δεν σου σερβίρει. Ο πλανήτης μας, με θαμπωμένο το γαλάζιο φως του και με τη νύχτα του μυριοτρυπημένη από αναρίθμητα φώτα, περιττά τα περισσότερα, της διαφημιστικής υπερβολής και της ματαιοδοξίας, παραμένει άνισα μοιρασμένος: χώρες πλούσιες, φτωχές και πολύ φτωχές, χώρες υπεραναπτυγμένες, αναπτυσσόμενες και «υπανάπτυκτες».

Ανισα κατανέμεται ο πλούτος και μέσα σε κάθε χώρα. Ανισα και άδικα, όχι κατά την αξιοσύνη ενός εκάστου. Πολλοί το πολεμούν αυτό, και πέφτουν από απογοήτευση σε απογοήτευση, από διάψευση σε διάψευση. Οι νόμοι, λ.χ., δεν έχουν την ίδια ισχύ για όλους. Πόσοι έχουν στο (ηλεκτρονικό) μπλοκάκι τους τον τηλεφωνικό αριθμό υπουργών, κομματαρχών, τραπεζικών στελεχών, αξιωματούχων της ιεροσύνης, γνωστών ποινικολόγων και υψηλά ιστάμενων στις ποικίλες μικροεξουσιαστικές Υπηρεσίες; Πόσοι έχουν γερό βύσμα, δόντι, κονέ, άκρη, που θα καθαρίσει για μας, αν παρανομήσουμε; Οσο και να παλιώσει ο λόγος του Ανάχαρση στον Σόλωνα, πως οι νόμοι μοιάζουν με δίχτυ αράχνης, πιάνουν τους αδύναμους μα οι ισχυροί τούς κομματιάζουν, την αλήθεια του δεν θα τη χάσει ποτέ. Η Ιστορία δεν έχει πολλά «σίγουρα», «νόμους» ή «κανόνες», αυτός ο αραχναίος πάντως είναι ένας από τους λιγοστούς.

Από τη διαδικτυωμένη οικουμενική κοινότητα πρέπει επίσης να εξαιρέσουμε όσους δεν τα πάνε καλά με τη σύγχρονη τεχνολογία, που εξελίσσεται τόσο γρήγορα ώστε το αύριο να είναι ήδη χθες. Ούτε τεχνοφοβικοί είναι όλοι τους ούτε νεολουδίτες. Δεν ζουν για τη στιγμή που θα καταστρέψουν τελετουργικά (από κοινού με όσους άλλους νιώθουν εκτοπισμένοι από τον ίδιο τον κοινωνικό τους χωροχρόνο) το έξυπνο τηλέφωνό τους, την ευφυέστατη τηλεόραση, τον υπολογιστή τους, μια σπάνια διάνοια. Εις μνήμην των λουδιτών της Αγγλίας που, αρχές του 19ου αιώνα, έσπαγαν τους ηλεκτροκίνητους αργαλειούς και τις μηχανές γνεσίματος, από τον φόβο ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Η βιομηχανική επανάσταση τους άφησε πίσω της ηττημένους, όπως αφήνει πίσω της εκατομμύρια άνεργους η επανάσταση της κυβερνητικής ή της τεχνητής νοημοσύνης.

Οσοι γεννήθηκαν μέσα στον καινοφανή αμνιακό σάκο δεν συναντούν κανένα πρόβλημα στον τεχνόκοσμο της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας (ίσως ταιριάζει καλύτερα ο όρος «τεχνικόκοσμος», μια και ο «τεχνόκοσμος» συνδέεται και με την καλλιτεχνία και με την τεχνολογία). Αυτόν τον κόσμο ξέρουν, σ' αυτόν κολυμπούν σαν ψάρια στο νερό. Και καμιά νοσταλγία δεν τους δέρνει, όπως δέρνει τους πρεσβύτερους, για ένα «τότε» που όσο απομακρύνεται τόσο ωραιότερο μοιάζει, και μέτριο αν ήταν στον καιρό του, ή ακόμα και με το ζόρι υποφερτό. Αυτός ο νέος κόσμος τούς καθηλώνει, απορροφώντας όλο και περισσότερο τον χρόνο και το σώμα τους. Τα δάχτυλά τους κινούνται αστραπιαία, λες και έμαθαν το τυφλό σύστημα όσο μεγάλωναν μέσα στο μητρικό αμνιακό υγρό. Εκεί –σε μια οθόνη μικρή, μεσαία ή μεγαλούτσικη αλλά τεράστια στην ηλεκτρονική πραγματικότητα, ισοδύναμη με το άπειρο– παίζουν, διασκεδάζουν, δουλεύουν, τσακώνονται, συνάπτουν φιλίες, ανακοινώνουν το πένθος τους, σπάνε πλάκα, εκδικούνται, τζογάρουν: υπάρχουν.

Πώς τα βγάζεις πέρα με τις «εφαρμογές», εσύ ο ανεφάρμοστος, ο πεπαλαιωμένος, ο δεινόσαυρος, με την προχωρημένη τεχνοπρεσβυωπία;

Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι, όσοι κλήθηκαν να προσαρμοστούν, να συμμορφωθούν, να ενταχθούν, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά τους, που τους φαίνεται ότι από βδομάδα σε βδομάδα γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη. Πώς παίρνεις τα φάρμακά σου, αν δεν το 'χεις με τα κουμπιά; Πώς βγάζεις το ένα ή το άλλο πιστοποιητικό, αν δεν έχεις κομπιούτερ, ούτε εκτυπωτή βέβαια; Στο ΚΕΠ της γειτονιάς σου; Μα τα πάνε κι αυτά για κλείσιμο, είναι παλαιολιθικά πια. Κι αν δεν έχεις εγγόνι ή ανίψι πρόθυμο να σε ξεστραβώσει, έστω χαρτζιλικώνοντάς το, πώς καταθέτεις τη δήλωσή σου στην εφορία; Ή τον φάκελό σου στην υπηρεσία, που επιμένει ότι μόνο ηλεκτρονικά θα τον δεχτεί, το «αυτοπροσώπως» και το «διά ζώσης» μάς τελείωσαν; Πώς βγάζεις εισιτήριο για το πλοίο, το θέατρο, τον κινηματογράφο, το μουσείο, το υπεραστικό λεωφορείο, το τρένο, αύριο και για την πλαζ; Πώς κάνεις τσεκ ιν στο αεροδρόμιο, αν η εταιρεία δεν έχει άνθρωπο στο γκισέ, για λόγους οικονομίας; Πώς τα βγάζεις πέρα με τις «εφαρμογές», εσύ ο ανεφάρμοστος, ο πεπαλαιωμένος, ο δεινόσαυρος, με την προχωρημένη τεχνοπρεσβυωπία; Με τα χέρια ψηλά, όπως κι όταν κολλάει ο εγκέφαλος του γιωταχί σου, πώς αλλιώς. Πάει πια το κόλπο με το «λεκουμάκι» του Μίμη Φωτόπουλου.

Κι αν δεν γίνεται η δουλειά στο κοντινό στοιχηματατζίδικο, πώς πληρώνεις έναν λογαριασμό, του ρεύματος ας πούμε, που οι κυβερνητικοί τελάληδες σε βεβαίωναν ότι θα μειωθεί η τιμή του με την ιδιωτικοποίηση και την ελεύθερη αγορά, λες και έγινε αυτό πουθενά στον κόσμο (ιδού και δεύτερος νόμος της Ιστορίας). Τα ταχυδρομεία σπανίζουν πια, τα τραπεζικά καταστήματα επίσης. Κι όσα απόμειναν, λειτουργούν με λειψό προσωπικό. Οπως και τα δημόσια νοσοκομεία. Το προσωπικό τους, που μειώνεται αντί να αυξηθεί, εξουθενώνεται από τις κάκιστες συνθήκες εργασίας και από την παραπλανητική φλυαρία που παράγει καθημερινά η εθελότυφλη αυταρέσκεια του υπουργού Υγείας, γνωστού τοξικο-λόγου.

Και πώς, εσύ ο ξεπερασμένος, να κατευνάσεις τον φόβο που σου προκαλούν οι παντοδύναμοι αλγόριθμοι, που αξιολογούν ή χρωματίζουν το γούστο και τις προτιμήσεις σου, σε ταξινομούν σε ομάδες και σε βομβαρδίζουν με «ειδήσεις» και διαφημίσεις; Και κλειστό αν έχεις το κινητό, γιατί κουβεντιάζεις με τους φίλους σου, μόλις το ανοίξεις, διαπιστώνεις ότι κάποιος ξέρει πού βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή και ότι, το είπες στην κουβέντα με τους φίλους, ψάχνεις για ταβέρνα ή για σούπερ μάρκετ. Και σε «καθοδηγεί».

Εχει τις καλοσύνες του και τις βολές του ο νέος, ψηφιακός κόσμος. Εχει και τις υπερβολές του όμως. Τα προβλήματά του. Σου εξοικονομεί αντιγραφειοκρατικό χρόνο αλλά σου στερεί ανθρώπους, επαφές πρόσωπο με πρόσωπο. Σε αποξενώνει ακόμα περισσότερο και απ' όσο σε απομάκρυνε από τα κοινά ο ατομικισμός, που έφθειρε σταδιακά τη διάθεση συμμετοχής. Μετά και το οικουμενικό πείραμα του μονωτικού εγκλεισμού λόγω του κόβιντ, μετά τις τηλεσυνεδριάσεις δηλαδή και την «αναγκαστική» τηλεκπαίδευση, άνοιξε η όρεξη για μόνιμη τηλεκπαίδευση (τάχα για να λυθεί το πρόβλημα στέγασης των εκπαιδευτικών), για τηλεσυνδικαλισμό (ώστε να μην ψηφίζονται σχεδόν ποτέ απεργίες), για τηλεκόμματα (πρωτοπόρος εδώ ο αδιαμεσολάβητος Στέφανος Κασσελάκης), για γενίκευση της τηλεψηφοφορίας. Ποια κοινωνία μπορεί να δομηθεί όμως με δεσπόζον το επίρρημα «τήλε», που εκτοπίζει στα αζήτητα το σώμα, το ατομικό και το συλλογικό;

Προσθήκη σχολίου

Βεβαιωθείτε ότι εισάγετε τις (*) απαιτούμενες πληροφορίες, όπου ενδείκνυται. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.

Πολυμέσα

Cookies make it easier for us to provide you with our services. With the usage of our services you permit us to use cookies.
Ok Decline