Στα συριακά εδάφη συνυπάρχουν πέντε εθνότητες: Κούρδοι, Αραβες, Ισραηλινοί, Πέρσες και Τούρκοι. Ολες τους εκφράζουν περιφερειακές δυνάμεις με επιρροή – ακόμη και οι Κούρδοι, παρότι δεν έχουν ακόμη κρατική οντότητα. Επιπλέον, στη Συρία ενεργεί η Διεθνής Συμμαχία για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Το περσικό σχέδιο για άσκηση επιρροής στην περιοχή μέσω του σιιτικού άξονα, που αφύπνισε τις μεγάλες φιλοδοξίες της δυναστείας των Σαφαβιδών, υπέστη τελευταία σοβαρά πλήγματα, χωρίς όμως να έχει οριστικά ακυρωθεί. Εχοντας ενθαρρυνθεί από την ανεκτική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα, οι μουλάδες της Τεχεράνης ξεπέρασαν κάθε όριο. Η σιιτική διείσδυση μέσω φιλικών προς την Τεχεράνη πολιτοφυλακών επεκτάθηκε με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ το Ιράν έφτασε πιο κοντά στη δυνατότητα παραγωγής πυρηνικού όπλου – κάτι που, όμως, του απέφερε περισσότερες ζημιές παρά κέρδη. Η στρατηγική του για επέκταση της επιρροής στον αραβικό κόσμο προσέκρουσε στον «τοίχο» της ισραηλινής στρατιωτικής ισχύος και τελικά λειτούργησε ως μπούμερανγκ.
Περισσότερο επικίνδυνο εμφανίζεται αυτή τη στιγμή το οθωμανικό σχέδιο του ΑΚΡ. Ο Μπαράκ Ομπάμα αντιμετώπισε την Τουρκία του Ερντογάν ως έκφραση του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ, μια μορφή «μουσουλμανοδημοκρατών», ανάλογων με τους Ευρωπαίους Χριστιανοδημοκράτες, που θα μπορούσε να γίνει εξαγώγιμη στον αραβικό κόσμο. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ουάσιγκτον υποστήριξε την αντικατάσταση αυταρχικών αραβικών καθεστώτων από το πολιτικό Ισλάμ στην Αίγυπτο και άλλες χώρες μετά την Αραβική Ανοιξη. Η Τουρκία και το Κατάρ ανέλαβαν τότε τον ρόλο των κύριων υποστηρικτών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Γρήγορα όμως αποκαλύφθηκε το πραγματικό σχέδιο του Ταγίπ Ερντογάν: η δημιουργία μιας νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια μεγάλη νάρκη βρισκόταν στον δρόμο γι' αυτόν τον υπερφίαλο στόχο: ο κουρδικός λαός. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη διότι οι δύο πλευρές εκφράζουν πολύ διαφορετικά πρότυπα. Το σημερινό καθεστώς της Τουρκίας εκπροσωπεί μια μονοεθνική, μονογλωσσική και μονοθρησκευτική οντότητα, στηριγμένη στη φαλκίδευση της δημοκρατίας, στην παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στη συμμαχία με ισλαμικές, τρομοκρατικές ομάδες. Αντίθετα, οι κουρδικές δυνάμεις εκπροσωπούν ένα πολυεθνικό σύστημα τοπικής διακυβέρνησης με όπλα την ελευθερία, τη δημοκρατία και την ειρήνη και έμφαση στην ισότητα των γυναικών.
Η υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την Τουρκία τη φέρνει σε σύγκρουση με τα αραβικά κράτη, ειδικά την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία. Μετά την εμφάνιση της τρομοκρατίας του ISIS, η Αγκυρα ήρθε σε σύγκρουση επίσης με την Ουάσιγκτον και την Ευρώπη, ιδιαίτερα ύστερα από τη συγκρότηση της διεθνούς συμμαχίας κατά του ISIS, σε συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις (YPG).
Η Τουρκία δεν επιδίωξε την ανατροπή του καθεστώτος Μπάαθ γιατί δεν μπορούσε να ελέγξει τις εξελίξεις και γιατί φοβόταν τη νομιμοποίηση της κουρδικής αυτοδιοίκησης. Γι' αυτό προσπάθησε να βρει ένα συμβιβασμό με τον Ασαντ, με τη βοήθεια της Ρωσίας. Ωστόσο ο Ασαντ είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Το κράτος του είχε ουσιαστικά διαλυθεί κι αυτό που είχε απομείνει ήταν μια συμμορία ναρκωτικών Captagon. Η κατάρρευση ήταν αναπότρεπτη.
Σε αυτές τις συνθήκες, το νέο, ισλαμικό καθεστώς της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ υπό τον Αχμεντ αλ Σάρα καλείται να κάνει μια κρίσιμη επιλογή: καλείται να επιλέξει αν θα στηριχθεί στην Τουρκία ή στον αραβικό κόσμο.
Η Τουρκία είναι πιο κοντά του ιδεολογικά, όμως θα τον φέρει σε μετωπική σύγκρουση όχι μόνο με τους Κούρδους, αλλά και με όλο τον αραβικό κόσμο (πλην του Κατάρ), από τον οποίο προσδοκά χρήματα για την αναγκαία ανασυγκρότηση. Επιπλέον, θα έρθει σε σύγκρουση με το Ισραήλ και διεθνούς οργανισμούς, θα χρεωθεί την παράταση του εμπάργκο και κυρίως θα καταδικάσει τη χώρα του σε έναν νέο εμφύλιο πόλεμο άγνωστης διάρκειας και κατάληξης.
* Ο κ. Ιεμπραχέμ Μουσλέμ είναι εκπρόσωπος του κουρδοσυριακού Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας (PYD) στην Ελλάδα.